Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Στιγμή 10

Κάποιοι μου είπαν πως οι δυο προηγούμενοι "κακοί" χαρακτήρες που παρουσίασα εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται πολύ κακοί (χωρίς εισαγωγικά). Δείτε, λοιπόν, κι ένα πραγματικό τέρας. Αλλά μην ξεχνάτε πως κι αυτό έχεις τις σκέψεις και τα κίνητρά του. Αν είχε μόνο ένστικτα, θα ήταν απλά ζώο.

(Μην αλλάξετε κανάλι, γιατί οι επόμενες Στιγμές θα είναι αφιερωμένες στις κυρίες του βιβλίου)

Γεώταυρος

Σήκωσε τα βαριά βλέφαρά του. Ασθενικές πράσινες ανταύγειες από τις φλόγες στο βάθος των ματιών του απλώθηκαν σαν βρύα στις πέτρες και στους σωρούς από γυμνά οστά. Οστά ανθρώπων που είχε σύρει ως εκεί, ενώ σφάδαζαν και ούρλιαζαν. Παλιά οστά ζώων, εξιλαστήριων θυμάτων που οι χωρικοί τα είχαν πνίξει στα έλη, ελπίζοντας μάταια να τον κατευνάσουν και να ξεγελάσουν την πείνα του για να μην εμφανιστεί. Αρχαία οστά ηρώων που είχαν αναζητήσει το λημέρι του για να τον φονεύσουν.

Η καρδιά του χτύπησε μια φορά και το αίμα κύλησε νωθρά στις φλέβες του. Θα μούγκριζε από οδύνη, μα δεν υπήρχε ακόμη καθόλου αέρας στα τεράστια πνευμόνια του. Πήρε μια πρώτη βαθιά ανάσα. Πόσοι κύκλοι των εποχών είχαν περάσει από το τελευταίο του ξύπνημα; Ακολούθησαν κι άλλοι σφυγμοί, πυκνότεροι, ισχυρότεροι. Ο ιχώρας ζέστανε τα σωθικά του, κόχλασε, έβρασε μέσα του. Η ακατάβλητη δύναμη επέστρεψε στα μέλη του που είχαν μείνει διπλωμένα κάτω από το κορμί του στη διάρκεια της μακροχρόνιας νάρκης. Σηκώθηκε αργά, κυρτώνοντας τη ράχη του για να ξεπιαστεί. Ξεφύσησε κι η καυτή πνοή του εξάτμισε λίγη από την υγρασία του χώρου. Όχι αρκετή για να σταματήσει ο βαρύς αέρας να κολλάει στο πυκνό κόκκινο τρίχωμά του.

Με τα μουδιασμένα ακόμη πόδια του να τρεκλίζουν, διέσχισε το σπήλαιο. Έψαξε στις γωνίες, έσκυψε να δει καλύτερα εκείνο που μάντευε πως δε θα είχε αλλάξει. Οι τρεις αδελφοί του ήταν ακόμη νεκροί. Δεν ήξερε γιατί είχαν προτιμήσει να αναστήσουν μόνο αυτόν, δεν ήξερε πώς τον είχαν επιλέξει, τι ήθελαν να κάνει. Δεν ήξερε καν για ποιον από τους θεούς δούλευε. Κανείς δεν είχε καταδεχτεί να εμφανιστεί μπροστά του, κανενός το ναό δεν είχε δει έξω στα χωριά.

Μαζί με τη θέρμη στο κορμί του είχε επιστρέψει και η οργή στον νου του, η δίψα για αίμα. Πήρε τον ανηφορικό δρόμο. Στο στενότερο σημείο της σήραγγας, έσκυψε το κερασφόρο του κεφάλι και έβαλε όλη του τη δύναμη για να προχωρήσει. Τα πλευρά του ξύστηκαν στις πέτρες, βγάζοντας έναν στριγκό μεταλλικό ήχο και πετώντας σπίθες. Έφτασε στο νερό και βούτηξε χωρίς δισταγμό.

Κολύμπησε, νιώθοντας το νερό να βράζει γύρω του. Αναδύθηκε από τα στάσιμα νερά καλυμμένος με λάσπη και ξεριζωμένα νούφαρα. Προχώρησε ως την κοντινότερη συστάδα καλαμιών και πάτησε στην ξηρά. Μουγκάνισε βροντερά για να δηλώσει την παρουσία του και το έδαφος σείστηκε από μια μικρή δόνηση. Κυρίαρχος και πάλι. Δυνατός. Τρομερός.

Και πάλι δεν ήρθε κανένα όραμα να τον βρει. Δεν είχε συγκεκριμένο σκοπό, συγκεκριμένα όρια. Δεν του επέβαλαν κάποιον τόπο στον οποίο να περιορίσει την τιμωρία της παρουσίας του, κάποια συγκεκριμένη κατηγορία θυμάτων που έπρεπε αποκλειστικά να επιλέγει, κάποια μέθοδο που επιβαλλόταν να χρησιμοποιήσει. Δεν είχε ιδέα τι του ζητούσαν να πράξει πριν επιστρέψει στη λήθη. Αυτή η ελευθερία επιλογής τού ήταν αφύσικη, τον τρόμαζε και τον μπέρδευε. Τον θύμωνε. Τι άλλο να κάνει παρά να τσακίσει όσα χωριά έβρισκε στο δρόμο του, να μην αφήσει πέτρα πάνω σε πέτρα, ειδικά στους ναούς που η εγγύτητά τους του προξενούσε δυσφορία, ακόμη και πόνο; Το μόνο που έμενε ν’ αποφασίσει ήταν αν θα περιπλανιόταν πάνω ή κάτω από το ποτάμι αυτή τη φορά.

Άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση της αυγής, τα ρουθούνια του γεμάτα από τις μυρωδιές του ζωντανού κόσμου. Τσαλαπάτησε μικρούς θάμνους, ένιωσε με ευχαρίστηση δέντρα και μικρούς βράχους να κομματιάζονται από τα μαύρα κέρατά του. Έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει τη στιγμή.

Ξαφνικά σταμάτησε, όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε η ορμή του θηριώδους κορμιού του.

Είχε επικρατήσει απόλυτη, αφύσικη ησυχία. Τα πουλιά είχαν πετάξει μακριά και τα ζωντανά του δάσους είχαν λουφάξει τρομοκρατημένα. Κι εκείνος δεν ανέπνεε καν. Το μόνο που κουνούσε ήταν τα μυτερά αυτιά του, αναζητώντας την καλύτερη κλίση για να αφουγκραστεί. Αγκομαχητό, πόδια που σέρνονταν προσπαθώντας να μην κάνουν θόρυβο, ζωντανό ξύλο που παραμέριζε τρίζοντας αμυδρά. Ακολούθησε τους ήχους, πολτοποιώντας πεσμένα φύλλα στο διάβα του, συνθλίβοντας ξερά κλαδιά.

Έφτασε στο φρύδι του λόφου. Έσκυψε και είδε τη ματωμένη γυναίκα με τα σκισμένα ενδύματα να προχωρά ανάμεσα στους θάμνους, αγνοώντας το μονοπάτι. Τα μάτια της ήταν υγρά. Φοβόταν και υπέφερε. Ωραία. Πιο κάτω στην πλαγιά, τρεις άντρες την έψαχναν, με σιδερένιες ακίδες στα χέρια. Τρεις μικρές ψυχές, τρεις ζωές που αυτός μπορούσε να τις σβήσει μέσα σε μια στιγμή καθώς θα κατηφόριζε, δίχως καν να σταθεί. Το κουρέλιασμα της σάρκας τους δε θα χόρταινε το μίσος του για πάνω από μια στιγμή. Αλλά κάτι θα ήταν, ώσπου να βρει πιο πολλά θύματα συγκεντρωμένα.

Σαν από προαίσθημα, η γυναίκα ύψωσε το κεφάλι της και το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του. Δεν μπόρεσε να ουρλιάξει από τρόμο, γιατί ο πανικός έφραξε το λαιμό της. Του άρεσε αυτό. Ετοιμάστηκε να μουγκανίσει για να τον αντιληφθούν κι οι άλλοι, να οσφρανθεί την ευωδιά του κρύου ιδρώτα που θα τους έλουζε πριν τους τσακίσει. Έσκαψε το χώμα ανυπόμονα με την οπλή του. Μα κάτι τον έκανε να διστάζει. Βιαζόταν. Η όρεξη να σπείρει τον όλεθρο σε όσους πιο πολλούς προλάβει, πριν ξαναπέσει σε νάρκη, τον κατέτρωγε σαν τη μεγαλύτερη πείνα, τον μαστίγωνε και τον καθοδηγούσε σαν τη βέργα του ζευγολάτη.

Αλλά κάτι από το μαρτύριο της γυναίκας μιλούσε μέσα του, τραγουδούσε στον καυτό ιχώρα στις φλέβες του. Μήπως να σκότωνε μόνο τους άντρες κι εκείνη να την κρατούσε για λίγο ζωντανή, να επέτεινε την οδύνη της;

Δεν υπάρχουν σχόλια: