Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Φανταστικοί θεοί

«Δεν υπάρχει τίποτα που να μην το κόβει το ατσάλι», απάντησε ο Κόναν. «Έριξα το τσεκούρι μου στο δαίμονα και δεν πληγώθηκε, μα μπορεί να αστόχησα στο λυκόφως ή ένα κλαδί να το εξοστράκισε. Δεν πάω γυρεύοντας να βρω δαίμονες· αλλά δε βγαίνω κι από το δρόμο μου για να τους αφήσω να περάσουν»
- Robert E. Howard, Πέρα από το Μαύρο Ποταμό, 1935

Η Υβοριανή Εποχή είναι γεμάτη μοχθηρές θρησκείες που απαιτούν φριχτές υπηρεσίες από τους πιστούς τους, όπως ανθρωποθυσίες. Ακόμα χειρότερα, υπάρχουν ένα σωρό ενσαρκωμένοι δαίμονες οι οποίοι δεν περιμένουν υπομονετικά να βρεθεί σάρκα στο βωμό τους: την αρπάζουν μόνοι τους και την καταβροχθίζουν – ή της κάνουν ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή τους (θυμηθείτε τον Tsotha-lanti*). Αλλά όντας υλικοί, καταλήγουν κι αυτοί να πέσουν από το σπαθί του Κόναν, όπως κάθε άλλος αντίπαλος. Δε μιλάω για τέρατα που αδαείς άγριοι λατρεύουν ως θεούς, μιλάω για όντα που παρουσιάζονται αντικειμενικά στις ιστορίες ως υπερφυσικής/εξωκοσμικής φύσης.

Οι θεοί της Υβοριανής Εποχής, από την άλλη, αν και η λατρεία τους είναι πολύ πιο διαδεδομένη από εκείνη των δαιμόνων και η ύπαρξή τους αποδεδειγμένη, έχουν μια μάλλον μπλαζέ προσέγγιση. Δεν απαιτούν εντυπωσιακά καλές πράξεις από τους πιστούς τους. Δεν επεμβαίνουν για να εμποδίσουν τα έργα των εξαιρετικά δραστήριων δαιμόνων**. Και σε καμία περίπτωση δεν εμφανίζονται οι ίδιοι. Ο Κόναν αντιμετωπίζει δαίμονες τουλάχιστον στο ένα τρίτο των ιστοριών στις οποίες πρωταγωνιστεί. Αγγέλους και άβαταρ δε συναντά πουθενά.

Θα μπορούσε κανείς να αποδώσει το φαινόμενο στις απόψεις του Howard, σύμφωνα με τις οποίες το Σύμπαν είναι εχθρικό προς τον άνθρωπο, ένα ατίθασο πράγμα που καταστρέφει τους αδύναμους και δαμάζεται από τους ισχυρούς. Εξωτερική βοήθεια δεν είναι ούτε διαθέσιμη, ούτε επιθυμητή από τον αληθινό ήρωα, ο οποίος εμπιστεύεται μόνο το ατσάλι στο χέρι του.

Βέβαια, μια πιο πρακτική θεώρηση λέει πως το όλο θέμα ήταν πρακτική λογοτεχνική επιλογή. Τι ενδιαφέρον θα παρουσίαζαν οι περιπέτειες ενός ανθρώπου τον οποίο από τις δυσκολίες θα έβγαζε πάντα ένας (από μηχανής) θεός; Αν οι υπερφυσικές δυνάμεις ξεκαθάριζαν μεταξύ τους τούς λογαριασμούς τους, ποιος ο λόγος να εμπλακούν θνητοί; Κι αν δεν εμπλέκονταν θνητοί, υπήρχε κανένας λόγος να αναφέρονται όλα αυτά στα κείμενα; Είναι πιο ουσιώδες κομμάτι της καθημερινότητας από το πώς ένα λιοντάρι κυνηγάει μια γαζέλα; Εν ολίγοις, δαίμονες υπήρχαν για να έχει ενδιαφέροντες αντιπάλους ο Κόναν και οι θεοί έμεναν αμέτοχοι για να έχει όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του και μόνο.

Στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, από την άλλη, απουσιάζει κάθε αναφορά σε ναό και ιερατείο, του Καλού ή του Κακού. Όχι βέβαια γιατί ο Καθηγητής ήταν εχθρός της οργανωμένης θρησκείας – κάθε άλλο. Και δεν είναι θέμα έλλειψης θεών στη Μέση Γη. Η εξαντλητική λεπτομέρεια με την οποία περιγράφει τη θεογονία του στο Σιλμαρίλλιον αποδεικνύει πως δε θεωρούσε σε καμία περίπτωση τον κόσμο που έπλαθε πλήρη, χωρίς αυτήν. Και η θεία παρέμβαση είναι ζωτικό μέρος του Άρχοντα. Ο πανταχού παρών χαρακτήρας, εκείνος που γνωρίζει τα πάντα για τα γεγονότα (έστω κι αν είναι εξοργιστικά φειδωλός με τις πληροφορίες), που ρυθμίζει τις εξελίξεις, που διαθέτει όλων των ειδών τις ευκολίες για να είναι δημοφιλής και να προωθεί την πλοκή (τον θαυμάζουν οι πάντες, κάνει μάγια, δέρνει, πετάει σοφίες, έχει πάντα δίκιο), τι είναι τελικά; Ένας από τους (αρχ)αγγέλους που κυκλοφορούν στον πλανήτη.

Έχει ειπωθεί από μελετητές του έργου του Tolkien πως, λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, δεν ένιωθε άνετα να περιγράψει μια τεχνητή θρησκεία με τον ίδιο τρόπο που περιέγραφε τεχνητές γλώσσες, τεχνητή χλωρίδα και πανίδα, τεχνητούς πολιτισμούς. Άλλοι έχουν πει πως σύμφωνα με την Καθολική πίστη του Καθηγητή, η επιλογή στη ήταν θέμα του ανθρώπου, εξαρτώμενη από την ισχύ της θέλησής του, αλλά το κρινόμενο ζήτημα ήταν απλά αν το δημιούργημα θα δεχθεί το χέρι που του τείνει ο δημιουργός του, δίχως το οποίο δεν υπάρχει σωτηρία.

Εγώ και πάλι θα δώσω μια πιο πρακτική ερμηνεία. Εφόσον υπάρχει μόνο ένας θεός στη Μέση Γη, θα υπήρχε μόνο μία θρησκεία. Και με τα τσιράκια του εν λόγω Υπέρτατου Όντος να σουλατσάρουν εδώ κι εκεί, δεν θα υπήρχαν Σχίσματα και αιρέσεις και διαφορετικά δόγματα, όλοι θα πίστευαν τα ίδια ακριβώς πράγματα (τα σωστά). Αυτό όμως θα στερούσε τον Καθηγητή από δυο συμβάσεις δίχως τις οποίες ο Άρχοντας των δαχτυλιδιών θα ήταν τριάντα σελίδες το πολύ:

α) Οι ναοί είναι εκ φύσεως αρχεία. Διατηρούν και διαδίδουν τη μνήμη του δόγματός τους, και μαζί της ένα σωρό άλλες πληροφορίες που σε κάποιον φάνηκαν σχετικές. Οπότε, θα μπορούσε η Συντροφιά να χτυπήσει την πόρτα της πιο κοντινής εκκλησίας και να μάθει σχεδόν τα πάντα (και μαζί της ο αναγνώστης), αντί να περιμένει πότε ο Γκάνταλφ θα δώσει λίγες ακόμη πληροφορίες με το σταγονόμετρο.

β) Το ιερατείο θα αποτελούσε ενοποιό δύναμη και θα δρομολογούσε τη συνεργασία των διαφόρων φυλών ενάντια στον Σάουρον, η οποία όπως έχουν τώρα τα πράγματα τρώει το μισό βιβλίο για να επιτευχθεί.


Στο σύγχρονο φάνταζυ αντίθετα, πολλά έργα ακολουθούν τις τρέχουσες ιδέες και τοποθετούν τον κλήρο του φανταστικού τους κόσμου σε ρόλο συντηρητικού/οπισθοδρομικού παράγοντα του οποίου οι αντιρρήσεις πρέπει να καμφθούν (συνηθέστερα, η επιρροή του στο λαό/στους κυβερνώντες πρέπει να εκμηδενιστεί) για να δράσουν αποτελεσματικά οι δυνάμεις του Καλού. Οι παραπάνω προσεγγίσεις είναι το ίδιο θεμιτές όπως κι οι αντίθετες. Αλλά συνδυάζονται με έναν ευρύτατο σκεπτικισμό στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και/ή στο σύνολο των θετικά σκιαγραφούμενων χαρακτήρων του βιβλίου. Η πίστη παρουσιάζεται ως ελάττωμα λιγοστών θρησκόληπτων που κάνουν τη ζωή δύσκολη για όλους. Κι αυτό θεμιτό είναι, αλλά τα δυο στοιχεία μαζί χωλαίνουν σημαντικά από συγγραφικής άποψης.

Από τη μια, η πλοκή αναγκάζεται να μπει στο καλούπι της ιδεολογίας του συγγραφέα και όχι το αντίστροφο. Κι η λογική των Howard-Tolkien έμπαζε, αλλά το αναγνωστικό κοινό δεν έδωσε σημασία γιατί η στρέβλωση έγινε υπέρ του κειμένου. Αν η στρέβλωση γίνεται υπέρ της στράτευσης, ποιο το όφελος; Αν είναι οι παπάδες να χρησιμοποιηθούν ψυχαναγκαστικά σαν παράπλευρο εμπόδιο που γεμίζει αδιάφορες σελίδες, γιατί να μην παραλειφθούν εντελώς, να μην πάρει τη θέση τους το κενό, να μην εξερευνηθεί η σχετικά αγνοημένη προοπτική ενός κόσμου που δεν έχει γνωρίσει καθόλου την ιδέα της θρησκείας; Γιατί να θεωρούνται ορισμένες δομές του γήινου παρελθόντος σταθερά κάθε κόσμου, ακόμη κι εκείνες (όπως η φεουδαρχία) που δεν ήταν καν παγκόσμιες; Που δεν ήταν καν σταθερές της καθημερινότητας των προγόνων του συγγραφέα, όταν αυτός είναι Έλληνας;

Από την άλλη, αν η θρησκεία δεν είναι η συνεκτική δύναμη ενός φανταστικού λαού σε ψευδομεσαιωνικό κόσμο, τι παίρνει τι θέση της; Για μερικούς συγγραφείς, η λύση είναι η εθνική συνείδηση. Μα αυτή αποτελεί εφεύρεση του νεότερου κόσμου, σε μεγάλο βαθμό επακόλουθο της τυπογραφίας που δημιούργησε την ενημέρωση και την προπαγάνδα. Αν δεν υπάρχει διάδοση των νέων σε μεγάλη κλίμακα (και με κατευθυνόμενη χροιά), πώς θα νοιαστεί ο αγρότης της ενδοχώρας για τις πειρατικές επιδρομές στα παράλια; Είναι πρόβλημα άλλου, όχι δεινό των συμπατριωτών του. Πάντα με παραξένευε η συμπεριφορά φανταστικών χωρικών που με προθυμία πετούσαν τα τσαπιά για να τρέξουν να πολεμήσουν τους εισβολείς στην άλλη άκρη της χώρας.

Η πραγματική Ιστορία μιλάει για ανθρώπους που γκρίνιαζαν ακόμη και για έκτακτους φόρους λόγω πολέμου, όχι να γίνει ολόκληρη επιστράτευση που θα τους ξεβόλευε. Δεν αρκεί ένα καλό οδικό δίκτυο και η προφορική διάδοση των νέων για να νιώσουν γείτονες μεταξύ τους οι κάτοικοι δυο διαφορετικών πόλεων. Χρειάζεται ένας καλός μηχανισμός διοχέτευσης πληροφοριών. Κι αν δεν έχει εφευρεθεί ακόμη η τυπογραφία ή κάποιο μαγικό υποκατάστατό της, το μόνο που μένει είναι ένα οργανωμένο ιερατείο με κοινό, αποκρυσταλλωμένο δόγμα. Αλλιώς ξεχνάμε την κοινωνική συνοχή σε μεγάλη κλίμακα και πάμε πίσω στις εποχές της πόλης-κράτους, εκεί που οι σχέσεις μέσα στην πόλη είναι στενές κι η αλληλεγγύη σε εθνικό επίπεδο χαλαρή (που είναι επίσης θεμιτό και σχετικά ανέγγιχτο στο φάνταζυ).

Μια άλλη εναλλακτική πηγή κοινωνικής συνοχής που ευτυχώς δεν έχει κυριαρχήσει ακόμη στο κακογραμμένο φάνταζυ, είναι η πολιτική ιδεολογία. Απαιτεί κι αυτή τυπογραφία, αλλά και γρήγορες μεθόδους επικοινωνίας (αλλιώς πώς θα συντονίζεται η δράση των ομοϊδεατών σε πολλά σημεία της χώρας;) Απαιτείται ακόμη μια στοιχειώδης ελευθερία του λόγου (το πολύ να σε κυνηγάνε γι’ αυτά που λες κι όχι επειδή μιλάς χωρίς να διαθέτεις αξίωμα). Αλλά κι όλα αυτά να τα υποθέσουμε, η πολιτική είναι περισσότερο διασπαστική παρά συνεκτική. Δεν έχει νόημα δίχως κάποιον αντίπαλο εντός της ίδιας κοινωνίας (αν μιλάμε για κράτη με ένα μόνο κόμμα-ιδεολογία, δεν έχει κοινωνιολογική διαφορά από κράτη με μια μόνο θρησκεία). Υπονοείται από την ύπαρξη πολιτικής, τέλος, ένα καλό βιοτικό επίπεδο που επιτρέπει στον πολίτη να νιώσει ασφαλής, ικανός να κάνει μια επιλογή για τον εαυτό του. Δηλαδή, ικανός να σταθεί χωρίς τους άλλους να τον στηρίζουν.

Αλλοτριωμένος.

Κι αν η πολιτική απουσιάζει από το φάνταζυ, παρ’ όλ’ αυτά τα επακόλουθά της επικρατούν σε πολλά βιβλία. Ο λαός συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, όπως βολεύει το συγγραφέα και την πλοκή, όχι όπως θα ήταν λογικό. Γενικά ατομιστής και με άποψη για τα πάντα. Γνήσιο τέκνο του εικοστού πρώτου αιώνα κι όχι του κόσμου στον οποίο κατοικεί. Κι από την άλλη, έτοιμος να βγει στο δρόμο μαζί με τον όχλο, χωρίς προοικονομία και σοβαρό λόγο, μόνο με θυμόσοφες αναλύσεις του «έτσι είναι ο τάδε λαός, έρμαιο του τάδε πράγματος». Αλλά τι τον ενώνει με τους υπόλοιπους ροπαλοφόρους, τι τον φέρνει στο πλευρό τους; Η θρησκεία στην οποία δεν πιστεύει; Η πολιτική που δεν έχει εφευρεθεί ακόμη στον κόσμο του; Η εθνική του συνείδηση που έχει διαμορφωθεί και συντηρείται ανεξήγητα; Ποια είναι η κινητήρια δύναμη της κοινωνίας στην οποία ζει; Η δύναμη που την κρατά ενωμένη;

Για να το πω όσο πιο απλά γίνεται, ένας πρόγονός σας θα αυτοπροσδιοριζόταν (ανάλογα με την εποχή που γεννήθηκε) ως π.χ. Αθηναίος ή Χριστιανός/Ρωμιός ή Έλληνας ή Δημοκράτης. Μόνο ο τελευταίος κι εσείς σήμερα έχετε την πολυτέλεια να δηλώσετε «ιδιώτες». Γιατί οι υπηρεσίες του στρατού, της πυροσβεστικής, των τραπεζών, σας επιτρέπουν να επιβιώσετε χωρίς να ενταχθείτε κάπου. Οι χαρακτήρες ενός φανταστικού προβιομηχανικού κόσμου δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.

Νομίζω εξήγησα πως οι δυο πατέρες του φάνταζυ προσπάθησαν να γράψουν κάτι που να είναι καλό γενικώς. Κι έδωσα παραδείγματα για το πώς μπορεί να βρεθεί μια ενδιαφέρουσα πλοκή φάνταζυ με τη θρησκεία ή με την έλλειψή της (χωρίς ν’ αγγίξω καν το γόνιμο ζήτημα των πραγματικά υπαρκτών θεών και των πιθανών παρεμβάσεών τους). Μπορεί, βέβαια, κάποιος να με αγνοήσει, να κουτσουρέψει τη θρησκεία χωρίς να αντικαταστήσει την κοινωνική της υπόσταση με κάτι άλλο και να επιμείνει να γράφει για ξεροκέφαλα ιερατεία, που η στενομυαλιά τους δεν προσθέτει πιο πολλή ουσία στην πλοκή απ’ ότι θα είχε μια απεργία των ταξιτζήδων. Αλλά ας έχει υπόψη πως γράφει για το Σήμερα, κάτι που ίσως Αύριο να είναι το ίδιο ξεπερασμένο όπως έχει καταντήσει τώρα η μεσαιωνική προσέγγιση για τη θρησκεία. Πως γράφει δηλαδή, ένα αλληγορικό σχόλιο για το σύγχρονο κόσμο, έστω κι αν το ντύνει με δράκους. Ένα κείμενο που του αξίζει να ξεχαστεί αργά ή γρήγορα, γιατί δεν προσπαθεί να καταπιαστεί με αλήθειες ανεξάρτητες από τον τόπο και το χρόνο.


*: "Λένε πως μια χορέυτρια από τη Σάντιζαρ κοιμήθηκε υπερβολικά κοντά στα προανθρώπινα ερείπια στο Λόφο του Ντάγκοθ και ξύπνησε στην αγκαλιά ενός μαύρου δαίμονα· πως απ’ αυτή την ανόσια ένωση γεννήθηκε το καταραμένο υβρίδιο που οι άνθρωποι αποκαλούν Τσόθα-λάντι-"
- Robert E. Howard, Η Άλικη Ακρόπολη, 1933

**: Εξαίρεση αποτελεί εν μέρει το ατυχές διήγημα «Ο φοίνικας στο σπαθί», που είναι μια πρόχειρη διόρθωση/συμπλήρωση του εξαιρετικού «Με τούτο το τσεκούρι κυβερνώ» στο οποίο πρωταγωνιστούσε άλλος ήρωας του Howard (ο Κουλ), οπότε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μέτρο για τις ιστορίες του Κόναν.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Στιγμή 7

Σήμερα βλέπουμε τον τελευταίο από τους «ήρωες της δεύτερης γραμμής», ένα από τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς. Καθώς πλησιάζει σιγά-σιγά η ημερομηνία της έκδοσης, οι Στιγμές θα επικεντρώσουν στο αντίπαλο δέος, τους «κακούς». (Αν έχουμε καινούριους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν τι είναι οι στιγμές, ας ρίξουν μια ματιά εδώ)

Πολυκράτης


Στηρίχτηκε στον παραστάτη πριν χτυπήσει το ρόπτρο. Ένιωθε αδύναμος. Η αυστηρή νηστεία που είχε επιβάλει στον εαυτό του για πάνω από δέκα ημέρες αποδείχτηκε κακή ιδέα. Δεν έμοιαζε λιγότερο υπέρβαρος το πρωί στον καθρέπτη, έμοιαζε ταλαιπωρημένος, σαν να ανάρρωνε από μακρά ασθένεια. Το ανοιχτόχρωμο δέρμα του και τα αχυρένια μαλλιά του δε βοηθούσαν. Έπρεπε να το είχε απλά αποδεχτεί· είχε κληρονομήσει την ευφυΐα και τη μεθοδικότητα που χαρακτήριζε τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του. Και μαζί της είχε κληρονομήσει αποστροφή για τη σωματική άσκηση, συνδυασμένη με λαιμαργία. Έτσι όπως τα είχε καταφέρει, η σκέψη του φαγητού είχε γιγαντωθεί μέσα του, σχεδόν καλύπτοντας ακόμη και την εικόνα εκείνης.

Η εξώθυρα άνοιξε απότομα και τον έπιασε απροετοίμαστο, κάνοντας έναν χείμαρρο παγωμένου ιδρώτα να τρέξει στον αυχένα και την πλάτη του. Μόρφασε νευρικά, άνοιξε το στόμα του και δε βγήκε φωνή. Θύμωσε. Είχε καταστρώσει τέλειο σχέδιο, είχε πάει με συνταγή στα χέρια. Γιατί να γεννηθεί τόσο αγχωτικός; Καθάρισε το λαιμό του, κορδώθηκε για να τονίσει το αξιόλογο ύψος του και δρασκέλισε το κατώφλι με ύφος κατακτητή. Ο αποσβολωμένος υπηρέτης μόλις που πρόλαβε να παραμερίσει. Την επόμενη στιγμή ο Πολυκράτης δήλωσε το όνομά του και την καταγωγή του και παρέδωσε το δώρο που είχε φέρει για την οικοδέσποινα.

Ήταν πολύ προσεκτικά διαλεγμένο. Είχε δωροδοκήσει ένα σωρό εμπόρους για να μάθει τι της άρεσε. Ως και το μεταξωτό του περιτύλιγμα δεν ήταν ένα τυχαίο κομμάτι πανάκριβου πανιού. Είχε την ίδια ακριβώς απόχρωση με τα πράσινα μάτια της. Αυτό ήταν από τα πιο δύσκολα κομμάτια του σχεδίου. Χρειάστηκε οι υπηρέτριες των γονιών του να ανακρίνουν διακριτικά τις υπηρέτριες του δικού της σπιτικού και τελικά ο ίδιος να καταλήξει στο ποια μαρτυρία ήταν η πιο αξιόπιστη.

Ξεφύσησε ενοχλημένος στην ανάμνηση του κόπου του και άφησε να τον οδηγήσουν στον εσωτερικό κήπο, εκεί που βρίσκονταν ήδη οι υπόλοιποι υποψήφιοι μνηστήρες. Το περίμενε πως θα είχε να κάνει με τους πιο εμφανίσιμους, τους πιο πλούσιους και τους πιο έξυπνους νέους της Νεάπολης. Μόνο οι άριστοι από τους ανύπαντρους βρίσκονταν εκεί – γι’ αυτό ακριβώς τον κοίταξαν με μισό μάτι. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλη του, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Αν δε φοβόταν τόσο τις επιπλήξεις των γονιών του που τον είχαν αναγκάσει να συμμετάσχει κι εκείνος στη διαδικασία, θα έβαζε την ουρά στα σκέλια και θα αποχωρούσε. Να είναι πολύ λίγος για τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί, το άντεχε. Να τον σφυροκοπούν κάθε μέρα πως δεν είναι λίγος, δεν το άντεχε.

Άρχισε να χαιρετά όσους γνώριζε καλά ή έστω εξ όψεως. Άλλοι χαμογέλασαν, άλλοι δεν έκρυψαν τη δυσφορία για την επαφή με τις ιδρωμένες του παλάμες. Δεν τον απασχόλησε. Χρησιμοποιούσε διακριτικά τον όγκο του για να φτάσει στο σημείο που έπρεπε. Ο αρχιτέκτονας που είχε χτίσει την έπαυλη ορκιζόταν ότι το πιο βολικό σημείο για να παρακολουθήσει εκείνη τον κήπο κρυμμένη στα διαμερίσματά της, ήταν ακριβώς πάνω από το σιντριβάνι. Ότι λεγόταν εκεί, θα έφτανε στα αυτιά της πεντακάθαρα, ενώ τον ομιλητή θα τον μισόκρυβε – κολακευτικά, στην περίπτωση του Πολυκράτη – το περβάζι.

Όταν στάθηκε ακριβώς εκεί που ήθελε, έφερε για μια τελευταία φορά στ’ αυτιά του τις φράσεις που είχε ετοιμάσει για να την εντυπωσιάσει. Είχε βασιστεί στα όσα η ίδια συζητούσε στον γυναικωνίτη της μητρόπολης με τις φίλες της για τον ιδανικό σύζυγο. Αυτά είχαν κοστίσει πιο πολύ για να μαθευτούν κρυφά, αλλά ήταν και τα πιο εύκολα προσβάσιμα – μυστικά μεταξύ γυναικών.

Δεν πρόλαβε να βρει ή να δημιουργήσει αφορμή για να πει κάτι.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε μια υπηρέτρια που μοίραζε γλυκίσματα από ένα καλάθι και ζητούσε συγνώμη για την αναμονή. Το στομάχι του Πολυκράτη διαμαρτυρήθηκε έντονα. Αυτός κοκκίνισε ντροπιασμένος, αν και κανείς δεν του έδωσε σημασία. Δεν άπλωσε το χέρι του να τιμήσει το κέρασμα. Όταν η υπηρέτρια επέστρεψε στο μαγειρείο και οι άλλοι μνηστήρες ξανάρχισαν τις συζητήσεις, την πρώτη φορά που το γαλανό βλέμμα του διασταυρώθηκε μ’ εκείνο κάποιου άλλου, ντράπηκε που ήταν αναψοκοκκινισμένος και κοκκίνισε ακόμη περισσότερο. Ένιωσε να πνίγεται, να τον στενεύει ο χιτώνας του στο λαιμό. Τα φρύδια του έσταζαν ιδρώτα.

«Όλοι συμφωνούμε πως είναι η ομορφότερη κόρη στη Βασιλεία Αιγλωέων», είπε ένας εντυπωσιακός μελαχροινός χιλίαρχος που είχε έλθει με την επίσημη στολή του.

«Η ομορφότερη των τελευταίων εκατό χρόνων λέει ο παππούς μου», υπερθεμάτισε ένας από τους Καλόθετους, φορτωμένος στο χρυσάφι.

«Ναι, μη με διακόπτεις», τον αποπήρε ο στρατιωτικός. «Αλλά πού ακούστηκε μια γυναίκα να καλεί μνηστήρες για να επιλέξει το σύζυγό της; Ο αυτοκράτορας, ναι, πολλές φορές έχει γίνει. Σπουδαίοι άρχοντες; Ναι. Αλλά μια γυναίκα;»

«Μα η Όμορφη Σελάη!» αναφώνησε αυθόρμητα ο Πολυκράτης. «Που οι Παλιοί Αιγλωείς κίνησαν όλα τα πλοία τους για χάρη της κι έκαψαν το πλούσιο Άρκειο! Δε μάθατε κι εσείς ανάγνωση από την Αρκειάδα; Δε θυμάστε στην πρώτη ραψωδία το δείπνο των βασιλέων που είχαν όλοι αποδεχθεί την πρόσκλησή της για να επιλέξει σύντροφο ανάμεσά τους;»

Όλοι στον κήπο είχαν σταματήσει να μιλούν κι είχαν στραφεί προς το μέρος του. Άλλοι ενοχλημένοι, άλλοι δύσπιστοι, άλλοι πρόθυμοι να ακούσουν περισσότερα, ελάχιστοι πεπεισμένοι πως άκουσαν κάτι σημαντικό και ουσιώδες. Ο Πολυκράτης σφίχτηκε. Δεν πίστευε πως μπορούσε να γίνει ακόμη πιο κόκκινος απ’ ότι ήδη ήταν, αλλά τα κατάφερε.

Και τώρα τι; Πίστευε πως η πρόθεσή της δεν ήταν να θέσει τον εαυτό της στο ίδιο επίπεδο με την ομορφότερη γυναίκα όλων των εποχών. Δεν ήταν εγωισμός το κίνητρό της, αλλά μια απόπειρα να αναβιώσει κάτι που θεωρούσε όμορφο, να προτρέψει τους άλλους να φερθούν ξεχωριστά για μια μέρα, όχι ειδικά σ’ εκείνη.

Να το πει αυτό; Ή να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να στρέψει τη συζήτηση εκεί που ήθελε, να προβάλει τον εαυτό του; Σίγουρα είχε κεντρίσει την περιέργειά τη ήδη, ώστε να θέλει να μάθει περισσότερα γι’ αυτόν. Κι οι άλλοι δε θα έμεναν άφωνοι για πολύ ακόμη, ό,τι και να τους έλεγε. Ακόμα χειρότερα, αν δεν έλεγε κάτι αμέσως.

Είχε μόνο μια στιγμή στη διάθεσή του για να αποφασίσει.