Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Πηγές έμπνευσης

Λέει εύστοχα ο nihilio* στην τελευταία του ανάρτηση για το 2009:

Σε πρώτο επίπεδο μας λένε, αντί να εμπνεόμαστε από ψευδομεσαιωνικούς κόσμους και να τους αντιγράφουμε, να πάρουμε ως πηγή έμπνευσης το Βυζάντιο και την αρχαία Ελλάδα. […] το να παίρνεις το κλισαρισμένο Τολκιενικό πρότυπο και να του δίνεις ένα άλλο χρώμα δεν κάνει το αποτέλεσμα λιγότερο κλισαρισμένο, αντίθετα το κάνει ακόμα πιο γραφικό. Το να γράψει κανένας τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών με σάτυρους και δρυάδες αντί για ξωτικά και νάνους και ακρίτες αντί για ρέηντζερ είναι μάλλον αστείο (πόσο μάλλον αν αντί για ορκ έχει Τούρκους).

Δυστυχώς, εδώ καταδεικνύεται μια μεγάλη αλήθεια για το ελληνικό φανταστικό: οι περισσότεροι συγγραφείς επιδιώκουν την «ελληνικότητα» ως ζητούμενο. Παίρνουν ένα δεδομένο πλαίσιο (το φάνταζυ), αφαιρούν αυτό που δεν τους κάνει (τη «δυτική» ατμόσφαιρα) και την αντικαθιστούν με κάτι που τους αρέσει καλύτερα (ελληνικά στοιχεία). Αλλά για να ταιριάξουν πλαίσιο και περιεχόμενο, πρέπει να δουλευτούν και τα δύο, αλλιώς γίνονται σαλάτα με ετερόκλητες γεύσεις. Σαν να προσπαθείς να βάλεις έναν τετράγωνο πίνακα σε ορθογώνια κορνίζα.

Χρησιμοποίησα τη λέξη ‘πλαίσιο’ εσκεμμένα. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, δεν γράφουμε ανεπηρέαστοι. Ακόμη κι αν δεν έχουμε διαβάσει οι ίδιοι Τόλκιεν ή Χάουαρντ ή οποιονδήποτε άλλο επηρέασε σημαντικά τη λογοτεχνία φαντασίας με τα βιβλία του, έχουμε διαβάσει έργα τρίτων που γράφτηκαν υπό αυτήν την επιρροή. Για να είμαστε ακριβείς, ήμασταν εκτεθειμένοι από παιδιά σε εικόνες, ταινίες, κόμικ, κινούμενα σχέδια, βιβλία, κάθε είδους αφηγηματική ή εικαστική δημιουργία που θα ήταν αλλιώτικη αν δεν είχαν υπάρξει στο παρελθόν οι προαναφερθέντες γίγαντες του είδους.

Είτε πούμε πως είναι αρχέτυπα που υπάρχουν ούτως ή άλλως στο συλλογικό ασυνείδητο, είτε πούμε πως είναι πρότυπα που τα σχημάτισαν οι πατέρες του φάνταζυ κι ύστερα διαδόθηκαν μέσω της pop culture, ορισμένα πράγματα είναι εδώ κι είμαστε αναγκασμένοι να τα λάβουμε υπόψη. Η ομάδα από ασύμβατους χαρακτήρες που παρά τις εσωτερικές συγκρούσεις της θα σώσει τον κόσμο, ο σιωπηρός ξένος που τελικά είναι πρίγκιπας κάποιας ξένης χώρας, ακόμη και σ’ ένα παιδί είναι γνώριμα, δίχως να προέρχονται από τα παραμύθια.

Το φάνταζυ είναι φαντασία και, αυτό που χρειαζόμαστε είναι καλή κοσμοπλασία και καλές ιστορίες, όχι επιπλέον περιορισμούς στη φαντασία του συγγραφέα.

λέει ακόμη ο nihilio και αγγίζει μια ακόμη μεγάλη αλήθεια: Είμαστε περιορισμένοι. Μπορεί η φαντασία να μας ανοίγει θεωρητικά άπειρους ορίζοντες, αλλά το φάνταζυ είναι αυτό που οι αγγλόφωνοι αποκαλούν genre – ένα είδος με δικούς του κανόνες, σαν το γουέστερν ή το αστυνομικό, ένα είδος με κλισέ. Μπορούμε να τα σεβαστούμε, να τα ανατρέψουμε, να τα παραλλάξουμε, να παίξουμε μ’ αυτά, να τα χτίσουμε από την αρχή. Αλλά για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να τους γνωρίζουμε τους κανόνες πρώτ’ απ’ όλα, ποιοι είναι, γιατί είναι έτσι κι από πού προέρχονται. Αυτή η προσέγγιση επέτρεψε να εμφανιστούν νέοι δημοφιλείς συγγραφείς όταν τα κλισέ είχαν πια παγιωθεί. Η δύναμη του Μούρκοκ, ας πούμε, είναι το ότι έγραφε κάνοντας σαφές πως είχε υπόψη του τον Τόλκιεν και τον Χάουαρντ και τους διαστρέβλωνε εσκεμμένα.

Όποιος δε με πιστεύει ότι είναι απαραίτητη μια τέτοια γνώση για να σταθεί κανείς συγγραφικά χωρίς να γίνει ρεζίλι, ας δοκιμάσει να σκεφτεί μια πρωτότυπη πλοκή για αστυνομικό μυθιστόρημα. Μετά ας ρωτήσει κάποιον φίλο του που να ασχολείται με το είδος, για να μάθει σε ποιο βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι – γραμμένο δεκαετίες πριν – υλοποιήθηκε η «πρωτότυπη» ιδέα του. Τα πρώτα πράγματα που θα σκεφτούμε, είχαν χρόνο να τα σκεφτούν άλλοι πριν από εμάς. Μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα, ένα βήμα σε απάτητες περιοχές, μόνο αν λάβουμε υπόψη μας όσο περισσότερα γίνεται απ’ αυτά που έχουν προηγηθεί. Για κάθε ιδέα που καλύπτεται σε βιβλίο, γεννιέται μία δεύτερη, ανεκμετάλλευτη ακόμη, η οποία δεν θα μπορούσε χωρίς την πρώτη.

Δυστυχώς, έχουν παρουσιαστεί τελευταία διάφοροι φωστήρες στο ελληνικό φανταστικό, οι οποίοι διατείνονται με υπερηφάνεια πως δεν διαβάζουν φαντασία (και δυο-τρεις που λένε πως δε διαβάζουν γενικώς, πράγμα που εξηγεί γιατί δεν ξέρουν να γράφουν και γιατί δε θα μάθουν ποτέ, εκτός αν το Άγιο Πνεύμα αρχίσει να μοιράζει επιφοιτήσεις Δημιουργικής Γραφής). Αυτοί συνήθως κρύβονται πίσω από κάποια δικαιολογία του τύπου «εκμεταλλεύομαι τα κλισέ του είδους», οπότε πρέπει να πρόκειται για εξαιρετικές ιδιοφυίες, μιας και τα κλισέ τα έμαθαν από πέντε ταινίες που έχουν δει ενώ άλλοι κάνουν διδακτορικά στο θέμα και δεν τολμούν να πουν πως το έχουν καλύψει πλήρως.

Εδώ ίσως βρεθεί κανείς να θέσει ενστάσεις. Δηλαδή, τι πρέπει να γίνει; Να διαβάσουμε τα δεκάδες χιλιάδες βιβλία φάνταζυ που γράφτηκαν τα τελευταία εβδομήντα χρόνια; Σίγουρα δεν μπορούμε. Αλλά η λύση σε καμία περίπτωση δεν είναι να μην διαβάσουμε κανένα. Πώς θα επιλέξει ο καθένας να διευρύνει τις γνώσεις του, είναι επιλογή του. Εγώ υποστηρίζω πως όσο περισσότερο τις διευρύνει, τόσο καλύτερο φάνταζυ θα γράφει. Κι αν πείτε πως όλα τα παρουσιάζω πιο εύκολα για τους παλιότερους συγγραφείς, σκεφτείτε: πώς προέκυψε το δικό τους περιεχόμενο, με παρθενογένεση;

Και πάλι καταφεύγω στο nihilio, αλλά αυτή τη φορά για να διαφωνήσω ελαφρώς μαζί του:

Γιατί, κακά τα ψέματα, οι θρύλοι και οι παραδόσεις αφορούν ελάχιστα τον μέσο κάτοικο του αστικού περιβάλλοντος κάτω από 30. […] Οπότε το να γράψει κάποιος φανταστικό με ξωθιές και τελώνια αφορά μικρή μερίδα του κοινού, που δείχνει να έχει περισσότερο λαογραφικό ενδιαφέρον και που μάλλον είναι αρνητικό σε δραματικές τροποποιήσεις των θρύλων και παραδόσεων.

Λογικό ακούγεται. Αλλά υπήρχαν περισσότεροι στην Μεγάλη Βρετανία που να τους αφορούσαν elf και dwarf, περισσότεροι που να τα γνώριζαν (δεν είναι καν αγγλικοί μύθοι) και να ήταν δεκτικότεροι στην τροποποίησή τους; Δε νομίζω. Και μήπως ο Τόλκιεν έγραψε από επιλογή για τέτοια θέματα; Για να έχει πέραση στο πιθανό κοινό του; Όχι. Ήταν αυτό που γνώριζε, αυτό που είχε μελετήσει και αγαπούσε, γι’ αυτό μπόρεσε να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο, να πάρει ό,τι ήθελε, να αλλάξει ό,τι δεν ήθελε και να πλάσει μια ιστορία. Αν έγραφε για τις Σταυροφορίες που ήταν πολύ πιο της μόδας την εποχή του στην Αγγλία, σήμερα δεν θα τον θυμόταν κανείς. Γιατί δεν το κάτεχε το θέμα.

Ο Χάουαρντ, γιατί έχει τόσες ιστορίες που μοιάζουν με γουέστερν, με pulp εξωτικές περιπέτειες, με ιστορικά, με τρόμου; Ας πούμε, δεν είναι σαφείς οι ομοιότητες στη σύλληψη του Red Nails με το νουάρ Red Harvest του Χάμετ, γραμμένο επτά χρόνια πριν; Έχασε ο Χάουαρντ από την επιλογή του αυτή; Δεν μπορεί να πει κανείς ότι αντέγραψε, απλά ανέπτυξε. Αυτά ήταν τα αναγνώσματά του, από τα περιοδικά που διάβαζε (και στα οποία επίσης έγραφε). Αν μια ιδέα και μια τεχνική λειτουργούσαν τοποθετημένες στον πραγματικό μας κόσμο, γιατί να μην λειτουργούσαν και σε κάποιου είδους φανταστικό υπόβαθρο; Έβλεπε πώς έστηναν, ας πούμε, οι άλλοι ένταση σε μια μονομαχία με πιστόλια, και έτσι έστησε ο ίδιος τις μονομαχίες με σπαθιά. Έτσι σκέφτηκε. Έτσι λειτούργησε. Και πέρασε κι αυτός στην Ιστορία με χρυσά γράμματα.

Και οι δυο περιπτώσεις είναι ίδιες. Τόλκιεν και Χάουαρντ διάβαζαν πολύ, είχαν ενδιαφέροντα, τα μελετούσαν σε βάθος και τα έκαναν φάνταζυ. Αν του ενός το πάθος ήταν τα σκανδιναβικά και γερμανικά έπη των ύστερων μεσαιωνικών χρόνων, ενώ του άλλου ήταν η «παραλογοτεχνία» της εποχής του, και τα δυο υπήρξαν εξεζητημένα και εξειδικευμένα. Θεωρητικά, σαν θέματα, ήταν αδύνατον να παράγουν κάτι δημοφιλές. Η τεράστια επιτυχία των δυο συγγραφέων δεν προέρχεται από τη θεματολογία τους αυτή καθεαυτή, αλλά από τη βαθιά γνώση της που διέθεταν, η οποία τους επέτρεψε να την κόψουν και να τη ράψουν στα μέτρα του ταλέντου τους.

Κι επίσης καταπιάστηκαν με πράγματα που γνώριζαν από τη ζωή τους. Ο θείος Μπομπ δεν έμαθε για τα άλογα διαβάζοντας γουέστερν. Ζούσε στο Τέξας και ίππευε συχνά. Ο Τόλκιεν δεν έμαθε τα δάση από εγχειρίδια Βοτανολογίας. Μεγάλωσε στην επαρχία, την εποχή που αυτό σήμαινε ύπαιθρο.

Έγραψα πιο πάνω ότι η «ελληνικότητα» ως ζητούμενο είναι κάτι αρνητικό. Και επιμένω. Λέω «γράφτε κάτι ελληνικό» υποθέτοντας ότι η Ελλάδα είναι αυτό που γνωρίζουμε, αυτό το οποίο μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να γράψουμε καλά. Όχι για να διαφημίσουμε την Ελλάδα ή να πουλήσουμε βιβλία χάρη σ’ αυτήν. Απλά γιατί ίσως από εκεί μπορέσουμε να αντλήσουμε συγγραφική δύναμη για το έργο μας. Στην τελική, ποτέ δε θα έχουμε καλό ελληνικό φάνταζυ αν προσπαθούμε να γράψουμε κι εμείς για Βίκινγκ ή Κέλτες. Οι απόγονοί τους πάντα θα το κάνουν καλύτερα από μας.

Κι αν κάποιος δεν ξέρει αρκετά για την ελληνική Ιστορία-Μυθολογία για να την περάσει στο έργο του (ΔΕΝ είναι θανάσιμη αμαρτία), υπάρχουν άλλα πράγματα που θα γνωρίζει ή θα έχει ζήσει για να αξιοποιήσει. Αν του αρέσει η μαγειρική, ας γράψει για αλχημιστές, με μείγματα, μυστικές συνταγές και σπάνια υλικά. Αν του αρέσει η μπάλα, ας γράψει για οπαδισμό, στημένα παιχνίδια και πάθος των κερκίδων σε μια φανταστική αρένα. Αν κάνει ιστιοπλοΐα, ας γράψει μια ναυτική φανταστική περιπέτεια. Οτιδήποτε είναι κτήμα μας μπορεί να γίνει μια καλή αφορμή για φάνταζυ. Αυτό που μας λέει πώς να γράψουμε, αλλά δεν μπορεί να μας πει τι να γράψουμε, είναι το ίδιο το φάνταζυ. Είπα ότι πρέπει να έχουμε καλή γνώση του πεδίου, αλλά αν περιοριστούμε εκεί, όπως κάνουν πολλοί συγγραφείς, Έλληνες και μη, θα γράφουμε ανοησίες στερούμενες πειστικότητας, με κοινωνίες που δε θα ήταν βιώσιμες, με αναχρονισμούς, με ανακρίβειες. Η λογοτεχνία του φανταστικού ΔΕΝ είναι εγκυκλοπαίδεια. Δε θα μάθετε από εκεί τον κόσμο. Τα τόξα δεν λειτουργούν σαν τα πιστόλια. Τα άλογα είναι ζωντανά πλάσματα, δεν είναι ποδήλατα χωρίς αντιδράσεις. Μην αντιγράφετε ότι είδατε αλλού, ή ότι σας φαίνεται λογικό. Ή καθίστε να μάθετε ή μη μπαίνετε σε λεπτομέρειες που μπορεί να σας εκθέσουν.

Διαβάστε, λοιπόν, φάνταζυ. Και όχι μόνο φάνταζυ. Ζήστε. Κι ύστερα γράψτε γι’ αυτό που κατέχετε καλά. Αν είναι η Ελλάδα, καλώς. Αν είναι κάτι άλλο, και πάλι καλώς.


*: Προτείνω να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο, μιας και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Για την ακρίβεια, προτείνω να παρακολουθείτε το ιστολόγιο του nihilio όπως κάνω κι εγώ

1 σχόλιο:

nihilio είπε...

"Για κάθε ιδέα που καλύπτεται σε βιβλίο, γεννιέται μία δεύτερη, ανεκμετάλλευτη ακόμη, η οποία δεν θα μπορούσε χωρίς την πρώτη."
Αυτό κι αν είναι μεγάλη αλήθεια...

Το άρθρο ήταν πολύ καλή απάντηση στα όσα έγραψα, τόσο στα σημεία που συμφωνείς όσο και σε αυτά που διαφωνείς (με έστειλες λίγο με τον παραλληλισμό Red nails-Red harvest, διότι τόσο η ιστορία του Howard όσο και η ταινία Yojimbo που βασίστηκε στο red harvest είναι από τις αγαπημένες μου, αλλά ποτέ δεν έκανα τον παραλληλισμό) και δίνει μια άλλη οπτική στο όλο θέμα (πάρεπιμπτόντως, συμφωνώ με τα σημεία στα οποία διαφωνείς, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται)