Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2009

Πόρτα (νο. 1)

Κι ότι έλεγα πως πρέπει να ανασκουμπωθώ και να γράψω το περί-ανέμων-και-υδάτων της εβδομάδας αύριο στο ιστολόγιο, χτυπάει το κινητό μου και βλέπω αριθμό που μου είναι άγνωστος.

Ήταν από τον Εκδότη, ο οποίος θα παραμείνει και πάλι ανώνυμος, καθώς επέλεξε να μη σχετιστεί επαγγελματικά με το πόνημά μου. Με απλά λόγια, δεν ενδιαφέρονται να το εκδόσουν. Η πρώτη μου απόρριψη! Ενδιαφέρον ως εμπειρία.

Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα; Θέλει σκέψη.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Οι Περιφέρειες - Μεσογαίας

Τελικά, είμαι άνθρωπος της ρουτίνας, μου αρέσει να παίρνω τα πράγματα με τη σειρά. Επιστρέφω πάλι στη χερσόνησο της Αιγλώης, ακριβώς στο μέσο της, από τις παλαιοτερα και πυκνότερα κατοικημένες περιοχής της Πλάσης. Ένα παραμύθι λίγο μεγαλύτερο από τα προηγούμενα, κι ίσως λιγότερο εντυπωσιακό, μα με μια έκπληξη για όσους αντέξουν ως το τέλος της ανάγνωσης [update: αναφέρομαι στο δεύτερο, συμπληρωματικό κείμενο, το οποίο διέφυγε της προσοχής όσων αναγνωστών το πέρασαν για ξεχωριστή ιστορία].


Ο τσοπάνος και το αθάνατο βοτάνι

Τους καιρούς των Παλιών Γλωέων, ήταν’ ένα θεριό σα λύκος με νύχια σιδερένια. Γυρνούσε εδώ στα χωριά μας κι ως ίσα κάτω στον κάμπο, έτρωγε ανθρώπους και ζα, έφτυνε φωτιά να κάψει τα χωράφια πριν το θέρο και κακό δεν υπήρχε που να μην το ‘χει καμωμένο.

Ο βασιλιάς εδώ του τόπου – κείνα τα χρόνια, κάθε τόπος είχε δικό του βασιλιά – έβγαλε τελάληδες, όποιος το σκοτώσει το θεριό, παίρνει την κόρη του γυναίκα, παίρνει και την κορώνα σαν ποθάνει αυτός.

Ήτανε τότες κι ένα παιδί, τσοπάνος, κι είχε πολλούς μήνες πάνω στο βουνό με τα πράματά του και δεν είχε κρένει σε άνθρωπο. Έφτασε ως το μαντρί του το θεριό νύχτα, μεσάνυχτα κι έπιασε ένα αρνί γαλάρι να το φάει. Πετάχτηκε το παλικάρι απ’ το καλύβι του με το τόξο στο χέρι μόλις άκουσε τα πρόβατα να σκούζουν. Τηράει καλά-καλά το λυκόπραμα και δεν ήξερε τι σόι ζο ήγλεπε. Ήτανε αντρειωμένος, όμως, και δε δείλιασε, παρά ρίχνει μια σαΐτα στο θεριό και του βγάνει το ‘να μάτι. Μούγκρισε το θεριό και σείστηκε ολάκερο το βουνό, έτριξε τα δόντια του κι έσταξε η φλόγα που ‘χε μες τα σωθικά του και τσουρούφλιξε τα δεντρά στην πλαγιά πάνω απ’ το Αγναντοχώρι κι ακόμα έχει να φυτρώσει τίποτα.

Πιαστήκανε ύστερα στα χέρια και κυλάγανε στα χώματα με την απάλη. Κι όπου δάγκωνε και γρατζούναγε το θεριό, πέταγε το αίμα τζουρνάρι, όπου βάραγε το παλικάρι σπάγανε τα κόκαλα σαν το ξύλο το ξερό. Και στο τέλος έπιασε ο αντρειωμένος τα σαγόνια του θεριού γερά με τα δυο του τα χέρια και τα ξεκλείδωσε και ψόφησε το παλιόπραμα που ‘χε κάμει τόσο χαλασμό.

Ύστερα, έπιασε το παιδί κι έκαψε το ψοφίμι. Μόνο το τομάρι κράτησε και ροβόλησε στα χωριά να το πουλήσει, και τα νύχια τα σιδερένια να τα δώκει για καρφιά. Σα μαθεύτηκε το κατόρθωμά που ‘χε καμωμένο, τον πήρανε και τον πήγανε στο βασιλιά. Κείνος δεν ήθελε να κάμει γαμπρό προβατάρη και για να μην τον σκοτίζει το παιδί, το ‘στειλε να του φέρει το αθάνατο βοτάνι για χάρισμα – εκείνους τους καιρούς, λέει, ο γαμπρός έδινε προίκα, αντί να παίρνει.

Το παλικάρι, που την είχε δει τη βασιλοκόρη και του καλάρεσε, είπε ας το κάμει κι αυτό. Βουνίσος ήτανε, από κόσμο δεν ήξερε. Το φόβο δεν τον είχε μάθει, η πονηριά δεν του πέρναγε απ’ το νου.

Μόνο δεν ήξερε σε τι τόπο να φυτρώνει το αθάνατο βοτάνι. Ρώτα εδώ, ρώτα εκεί, έφτασε ψηλά στον τόπο τον αλογατάρηδων. Εκεί ήβρε ένα ‘ρημίτη πολύξερο. Τον πήρε στη σκήτη του τον τσοπάνο ο καλόγερος, τον τάισε, τον κοίμισε και το άλλο πρωί πιάσανε να πούνε πώς έτσι, πώς αλλιώς, πώς ετούτα, πώς εκείνα.

«Α», λέει ο γέροντας, «άμα είναι να πας για το βοτάνι, θες μπροστά να πάρεις τ’ άλογο το πλουμιστό που ‘ναι πέρ’ απ’ το πέλαγο».

Τι να κάμει το παλικάρι; Μια και δυο, μπαίνει σ’ ένα καράβι και περνάει απέναντι. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει σ’ ένα βρωμότοπο που αλλού ήτανε μικρό βουνό, αλλού μικρός κάμπος, αλλού μικρή βαλτουριά κι ένα σκέδιο δεν είχε, να ξέρουν κι οι ανθρώποι πώς να ζήσουνε. Εκεί τα πρόβατα και τα γίδια δεν τα ‘ξεραν, τα γελάδια δεν τα βόσκανε. Μόνο αλόγατα, άσπρα και μαύρα και κόκκινα. Πλουμιστό, ντιπ.

Ρωτάει από ‘δω, ρωτάει από κει το παιδί, του ‘πανε να πάει στο ποτάμι και να περιμένει. Έστησε παγανιά και νύχτα, μεσάνυχτα γλέπει ένα φως που ερχότανε, πότε έσβηνε, πότε άναφτε. Καρτεράει λίγο ακόμα, τι να δει; Έφτασε στο νερό να ξεδιψάσει ένα ζο σαν άλογο της καβάλας, μια γαλανό, μια πράσινο, μια κίτρινο, ό,τι χρώμα θες το πέρναγε.

Χιμάει ο τσοπάνος να το πιάσει, δίνει απίδρομο εκείνο. Κι όπου φτάνανε σε βουνό, το άλογο το πλουμιστό σκαρφάλωνε σαν το γίδι, όπου πιάνανε βαλτουριά κολύμπαγε σαν τη νεροφίδα, όπου φτάνανε σε κάμπο κόντευε το παιδί να το χάσει απ’ τα μάτια του. Εφτά μέρες κυνηγιόντανε, αρχίνησε κι απόκανε το παλικάρι, είπε πως θα λυγοθυμίσει. Α και πάνω στην ώρα, φτάσανε σε τόπο στενό, σε λαγκαδιά να πούμε. Τότες, τυλίγει το λυκοτόμαρο του θεριού στη γκλίτσα του το παιδί και την πετάει μπροστά στο μονοπάτι και στάθηκε όρθια. Τη βλέπει τ’ άλογο μες το σκοτάδι και λέει πως αλήθεια λύκο έχει μπροστά του, σκώθηκε στα πίσω ποδάρια και φρούμαζε. Και το ‘φτασ’ ο τσοπάνος και του πέρασε χαλινάρι.

Γυρνάει το παλικάρι πίσω στον καλόγερο. Να, του λέει, το ‘χω τ’ άλογο το πλουμιστό.

«Α», λέει ο γέροντας, «άμα είναι να πας για το βοτάνι, θες μπροστά να πάρεις το σπαθί το μαλαματένιο που ‘ναι στη μαύρη εκκλησιά πέρ’ απ’ τ’ αυλάκι».

Τι να κάμει το παλικάρι; Μια και δυο, ροβολάει τον κατήφορο, διαβαίνει το Λαιμό και πιάνει τα Κόκκινα Χώματα. Εκεί ‘ναι καλά και για στάρι και για φρούτο και για το κάθε τις. Αλλά οι νομάτοι του τόπου είναι πονηροί και μην τους βάλεις πίστη, άμα τους συναντήσεις.

Τέλος πάντων, έφερε γύρα όλον τον τόπο το παιδί, ότι ξωκλήσι έβρισκε, ήταν ασβεστωμένα σαν τα δικά μας.

Ρωτάει από ‘δω, ρωτάει από κει, του ‘πανε ν’ ανέβει στο βουνό, στην πιο ψηλή ράχη και ν’ αγναντέψει, μια μέρα να ‘ναι καθαρή. Πραγματικώς, από κει φαινότανε αυτό που ‘ψαχνε. Κατεβαίνει ύστερα στη μαύρη εκκλησιά, πάει να διαβεί τη θύρα, πετάγονται μπρος του πέντε αδέρφια, ο ένας πιο αντρειωμένος από τον άλλο. Κείνη η οικογένεια ήταν πάππου προς πάππου ομωμένη να μην αφήκουνε να πάρει άνθρωπος το μαλαματένιο το σπαθί χωρίς αμάχη.

Άλλα σαν να τα βρήκανε με το παλικάρι και είπανε να μη σκοτωθούνε τζάμπα. Βάλανε κρασί σ’ ένα ποτήρι και έπιανε όλοι στη σειρά, να γίνουνε σταυραδερφοί και ύστερα βάλανε στοιχήματα. Άμα κέρδιζε το παιδί του το δίνουνε το σπαθί, άμα χάσει γυρνάει και φεύγει. Έριξε λιθάρι ο μεγάλος αδερφός κι έπεσε στο διπλανό βουνό. Έριξ’ ο τσοπάνος και δεν φτάνανε να δούνε που έπεσε. Έδωσ’ απίδρομο ο δεύτερος αδερφός και πριν φτάσει εκεί που είχανε βαλμένο να σταματήσουνε, ο τσοπάνος πρόκανε να φτάσει και να γυρίσει. Βάρεσ’ ο τρίτος αδερφός ένα μήλο με τη σαΐτα του, βάρεσ’ ο τσοπάνος και έσκισε τη σαΐτα του άλλου στα δύο, σούβλισε και δυο μήλα μαζί. Έδωσ’ ο τέταρτος αδερφός μια γροθιά κι έχωσε τον τσοπάνο στο χώμα ως το γόνα, έδωσ’ ο τσοπάνος γροθιά και τον έχωσε τον τέταρτο αδερφό στο χώμα ως το λαιμό. Πήδησ’ ο μικρός αδερφός κι έφτασε ως τ’ αυλάκι, πήδησ’ ο τσοπάνος κι έφτασε πέρ’ απ’ το Λαιμό.

Κι αφού βρέθηκε καλύτερο σε όλα το παλικάρι, τον ασπαστήκανε τα σταυραδέρφια του και του το δώκανε το σπαθί το μαλαματένιο και γύρισε πίσω στον καλόγερο. Να, του λέει, το ‘χω κι ετούτο. Με το’ να και με τα’ άλλο, είχαν περάσει άλλες εφτά μέρες.

«Α», λέει ο γέροντας, «άμα είναι να πας για το βοτάνι, θες μπροστά να πάρεις το διαμαντένιο ξουράφι που ‘ναι κρεμασμένο στον χιλιόχρονο έλατο, στα δάσα πέρ’ απ’ το πέλαγο».

Τι να κάμει το παλικάρι; Ετοιμάστηκε να ταξιδέψει πάλε κι έπεσε για ύπνο νωρίς. Και βλέπει όνειρο τη μακαρίτισσα τη μάνα του που του ‘πε να πάρει μαζί τα σιδερένια νύχια του θεριού του σκοτωμένου, κι όπου σταθεί να τα φυτέψει.

Μια και δυο, ξαναπαίρνει καράβι, ξαναπερνάει το πέλαγο. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει σ’ έναν τόπο όλο καταχνιά, όλο βουνό και δάσα. Ούτε να δεις, ούτε ν’ ακούσεις τίποτα. Ο ουρανός μαύρος απ’ την καπνιά, οι ραχούλες αντιλαλούσανε σφυρί στ’ αμόνι.

Γυρνάει από ‘δω, γυρνάει από κει ο τσοπάνος, χίλιους μύριους έλατους είδε, όλοι ίδιοι του φαινότανε. Πάει να βρει κόσμο να ρωτήσει, σπίτια πουθενά. Όλο το βουνό ήτανε κουφωμένο σπηλιές, γιομάτες δράκους. Μόλις τον καταλάβανε, βγήκανε να τον φάνε. Παίρνει κι αυτός τα νύχια του θεριού και τα καρφώνει στο χώμα, όπως τον είχε ορμηνεμένο το όνειρο. Φυτρώνουνε στρατιώτες σιδεροντυμένοι, μιλιούνια. Κι η αμάχη κράτησε εφτά μέρες και κοκκινίσανε τα ποτάμια από το αίμα, ώσπου στο τέλος ξεπαστρευτήκανε οι δράκοι και μείνανε οι ανθρώποι. Όσοι είχανε γλιτώσει, σκορπίσανε ύστερα και χαλάσανε τον τόπο να βρούνε τον χιλιόχρονο έλατο. Σαν τον βρήκε ένας, μαζευτήκανε κι οι υπόλοιποι, πατήσανε ο ένας τους ώμους τ’ αλλουνού σαν τα μυρμήγκια και φτάσανε το διαμαντένιο ξουράφι που κρεμότανε στο πιο ψηλό κλωνί του έλατου. Ύστερα πιάσανε τις σπηλιές και τα αμόνια που ‘χανε ορφανέψει και κατοικήσανε κείνο τον τόπο.

Ο τσοπάνος γύρισε στον καλόγερο. Να, του λέει, το ‘χω και το ξουράφι, δώσε μου την ευχή σου.

«Είναι ένα ρουμάνι πυκνό-πυκνό με χίλια μονοπάτια, που το λένε άφαντο», λέει ο γέροντας, «γιατί φυτρώνει κάθε που το φεγγάρι γιομώνει και χάνεται το πουρνό και παίρνει μαζί όποιον μείνει μέσα και δεν τον ξαναβλέπει ανθρώπου μάτι. Το βοτάνι βγαίνει μες τη μέση απ’ το ρουμάνι, που καβαλάρης δεν προκάνει να φτάσει πριν ξημερώσει. Και το φυλάνε σαράντα αντρειωμένοι με ασημοκαπνισμένη αρματωσά που δεν την περνάει μήτε κοντάρι μήτε σαΐτα, μόν’ το σπαθί το μαλαματένιο. Κι άμα δεν το κόψεις το βοτάνι με το διαμαντένιο ξουράφι, παρά απλώσεις χέρι ή σίδερο, πάει μαραίνεται».

Καλά ορμηνεμένο, το παλικάρι καρτέρεψ’ από νωρίς και μόλις φάνηκε το φεγγάρι, μαζί και το ρουμάνι, ανέβηκε στ’ άλογο το πλουμιστό και πήρε να τρέχει. Πέρναγε το ζο το θαμαστό απ’ τα δεντρά ανάμεσα, πήρε το σωστό το μονοπάτι λες και το ‘ξερε από πριν, έφτασε στη μέση απ’ το ρουμάνι.

Εκεί ‘ταν μαζεμένοι οι σαράντα αντρειωμένοι με τις αργυρές αρματωσές και περιμέναν να στήσουν πόλεμο με κοντάρια φαρμακωμένα. Έδεσε το παλικάρι τα μάτια του αλόγου του να μη σκιαχτεί κι έπεσε μες το σκοτωμό. Μια πέρναγε κι έσπαγε τα κοντάρια, μια πέρναγε κι έκοβε τα κεφάλια, ώσπου σώθηκαν οι οχτροί κι άλλος ζωντανός δεν ήτανε στο ρουμάνι από κείνον.

Ξεπεζεύει, πίνει από μια πηγή δίπλα στο βοτάνι – είχε διψάσει από την αμάχη – πλένει και το μαντήλι του από τα αίματα. Πιάνει το διαμαντένιο ξουράφι, χραπ, κόβει το βοτάνι κι αφήνει τη ρίζα, να ‘χει να ξαναφυτρώνει. Το πήρε, το ‘βαλε στο δισάκι του, ξανά καβάλα και δρόμο. Πρόλαβε και βγήκε από το ρουμάνι κι ήθελε ακόμα το φεγγάρι για να κάτσει.

Ξαναπερνάει από τον καλόγερο το παλικάρι, του φιλεί το χέρι και πίσω στο βασιλιά που του ‘χε τάξει την κόρη.

Σαν έφτασε πάλε στα μέρη μας, βλέπει στολίδια κι άργανα. Ρωτάει από ‘δω, ρωτάει από κει, του λένε αρραβωνιάζεται η βασιλοκόρη μ’ ένα ξένο βασιλοπαίδι. Τρέχει ο τσοπάνος στο παλάτι να προλάβει. Πάνε να του φράξουν το δρόμο, δίνει έναν πήδο το πλουμιστό τ’ άλογο, περνάει αποπάνω. Φτάνει μπρος στα τραπέζα που ‘χανε στημένα για το γλέντι το παιδί, ξεκαβαλικεύει, ζητάει ξήγησες. Ο βασιλιάς του τόπου τον είδε πια πως ήταν άξιος και τον ήθελε τώρα. Αλλά οι συμπεθέροι που είχαν έρθει για το προξενιό, ο πατέρας του γαμπρού και έξι αδέρφια που ‘χε, ο καθένας βασιλιάς στον τόπο του, σηκωθήκανε ορθοί και λέγανε πως α λάχει και τους κάμουνε τέτοια προσβολή, να προτιμήσουνε προβατάρη από το δικό τους το παιδί, θα πάει ο καθένας να φέρει το ασκέρι του, να στήσουνε πόλεμο που δεν τον έχει ξαναδεί η Πλάση.

«’Λάτε», λέει ο τσοπάνος. «Βαστάω ‘γώ, με το μαλαματένιο σπαθί και το πλουμιστό τ’ άλογο και τ’ αθάνατο βοτάνι. Να δούμε ποιον θα φάει η μαύρη γης».

Σαν άκουσανε έτσι, δειλιάσανε και λουφάξανε. Μα το βασιλόπαιδο δεν έκανε πισω. Είπε θα κινήσει γη και ουρανό, ν’ ακουστεί πως δεν κρατεί το λόγο του ο βασιλιάς του τόπου και να μην έχει μούτρα στους άλλους βασιλιάδες, μήτ’ αυτός, μήτε κι ο γαμπρός του.

«Πάρε το μαλαματένιο σπαθί και το πλουμιστό τ’ άλογο και τ’ αθάνατο βοτάνι και δώσε τόπο στην οργή», λέει ο τσοπάνος, «Πάρε και την κορώνα, άμα τη θες. Εγώ μόνη τη βασιλοκόρη ζητάω, όπως είναι».

Στους ξένους, τους καλάρεσαν αυτά και σκωθήκανε να δώσουνε τα χέρια να κλείσει η συμφωνία. Μα σαν τους άκουσαν οι δικοί μας πως είναι τέτοιοι πλεονέχτες κι αφιλότιμοι, να αλλάζουν την αγάπη με τα πλούτη, τους πήραν στην κοροϊδία και τους ξαπόστειλαν. Και δεν είχαν μούτρα να παρουσιαστούν σε πανηγύρι βασιλικό και σε μάζωξη βασιλική, γιατί είχε ακουστεί σε όλους τους τόπους η ντροπή τους.

Και πήρε ο τσοπάνος τη βασιλοκόρη, γάμος από τους παλαιούς που κρατάγανε τα γλέντια κι οι χαρές σαράντα μέρες. Και κάμανε καλή πόρεψη που βασιλέψανε στον τόπο σαν πόθανε ο βασιλιάς και κάμανε και καλά παιδιά και ζήσανε καλά γεράματα με το αθάνατο βοτάνι, χωρίς αρρώστιες.

Κι άμα δεν το πιστεύετε, εκεί απέναντι στο βουνί που ‘ναι στοιβαμένα τα μεγάλα λιθάρια, κείνα ήταν τα θεμέλια του παλατιού τους.




Αριστοβίου Μυθογεωγραφικά, Βιβλίο Έβδομο

1. Βορείως και δυτικά του Λαιμού, εκτείνεται περιοχή καλούμενη Πολύκερσος, που τελευταία την επισκέφθηκα στα ταξίδια μου επί της Αιγλώης γης, κρίνοντας πως θα τη βρω πλούσια σε ιστορίες, καθώς λέγεται από όλους ότι αυτή είναι από τους πρώτους τόπους που κατοικήθηκαν, ήδη από τον καιρό που πλάστηκαν οι άνθρωποι από τους πρώτους θεούς, εκείνους που τώρα λέγουμε Τεθνεώτες.

[…]

245. Την τελευταία ημέρα πριν επιβιβαστώ στην τριήρη για τη Λύγρα ώστε να μεταβώ στην Έξω Αιγλώη και να συνεχίσω εκεί την αναζήτησή και την καταγραφή θρύλων προς τέρψη και επιμόρφωση των φιλομαθών, ο οδηγός μου μού παρουσίασε μια γραία τυφλή, η οποία είχε κατέλθει στην κώμη αναζητώντας θεραπευτή.

246. Η γραία γνώριζε πολλούς παλαιούς θρύλους, παραλλαγές όσων ήδη είχα συλλέξει, αν και ορισμένοι με βοήθησαν να ξεκαθαρίσω σημεία που άλλοι, νεότεροι, αφηγητές δε γνώριζαν την αρχική τους σημασία ή δεν είχαν συγκρατήσει στην πληρότητά τους.

247. Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα πληροφορία που έλαβα από τη γραία αφορά τα ερείπια έξω από το παλαιό κέντρο του Κοινού των Πολυκέρσιων, τα οποία ήδη έχω αναφέρει. Όπως ξαναείπα, αυτά – όπως και άλλα πολλά που βρίσκονται στη νότια Αιγλώη, ειδικά στην Ερυθρόγεια – είναι κτισμένα με λίθους τεράστιους που δε γνωρίζουμε πως είναι δυνατόν να τοποθετήθηκαν ο ένας πάνω στον άλλο με ανθρώπινα μέσα. Οι δεισιδαίμονες λέγουν πως είναι έργο γιγάντων, μα θέλω να πιστεύω πως το έργο μου δεν προορίζεται για ανθρώπους τόσους εύπιστους, ξένους στη φιλοσοφία και στην αναζήτηση της αλήθεια που κρύβεται πίσω από τους μύθους.

248. Σύμφωνα με τη γραία, τα ερείπια πλησίον του χώρου συγκέντρωσης του Κοινού υπήρξαν κάποτε ανάκτορα του τοπικού βασιλέα, ο οποίος εκθρονίστηκε και – καθώς κανείς δεν ήθελε να επωμιστεί το άγος της βασιλοκτονίας – αναγκάστηκε να εξοριστεί στο βουνό και να φροντίζει τα κοπάδια του νεοϊδρυθέντος τότε Κοινού.

249. Τα πρώτα χρόνια, το Κοινό έκανε σπονδές στους Ήρωες και θυσίες στους Επουράνιους Θεούς, αλλά δεν τιμούσε με κανέναν τρόπο τους Τεθνεώτες, θεωρώντας τους ξεχασμένους και αδύναμους. Εκείνοι – ας είναι μακριά από εμάς η μήνη τους – έστειλαν φρικτό τέρας να προκαλέσει καταστροφές για να εκφραστεί η δυσαρέσκειά τους. Επρόκειτο για ένα πλάσμα λυκόμορφο, με νύχια χάλκινα.

250. Όταν έφτασε ως τα κοπάδια του Κοινού το τέρας, βρήκε εκεί να τα φυλάσσει ο εγγονός του εκθρονισμένου βασιλέα, ο οποίος δε γνώριζε τη θεία φύση του θηρίου και το εξόντωσε παλεύοντας μαζί του και χρησιμοποιώντας τις λαβές και τα χτυπήματα που γνώριζε από το παγκράτιο. Έχοντας αθέλητα προσβάλλει τους Τεθνεώτες και άρα έχοντας μιανθεί, ο νεανίας αναγκάστηκε να ζητήσει φήγιο χρησμό. Προστάχτηκε να ντυθεί τη δορά του σφαγιασθέντος θηρίου, να αλειφθεί στάχτες ως πενθών και να φορέσει τα χάλκινα νύχια σαν περίαπτα στο λαιμό του. Και κατόπιν να περιπλανηθεί ώσπου να συναντήσει ιερέα των Τεθνεόντων, τον οποίο όφειλε να υπηρετήσει ως δούλος για επτά χρόνια, πριν καταστεί άξιος καθαρμού.

251. Ο μόνος που ιερέας που κατόρθωσε να βρει, ήταν ο ηγεμόνας της Μυριάνδρου, του οποίου οι απόγονοι ακόμη και σήμερα αληθινά διατυμπανίζουν πως κατάγονται από ιερατικό γένος. Εκείνος, φοβούμενος μήπως ο φιλοξενούμενος με το βασιλικό αίμα θα επιθυμούσε να σφετεριστεί το θρόνο του, έστελνε τον ικέτη σε δοκιμασίες και άθλους, ώστε να μένει στην αυλή του το λιγότερο δυνατόν ή, ακόμα καλύτερα, να θανατωθεί από ξένο χέρι μακριά από τη δική του εξουσία και προστασία.

252. Πρώτα τον ανάγκασε να φέρει φοράδες από τα άγρια κοπάδια της Ευίππου, ώστε να πλουτισθούν παραπάνω οι ξακουστοί βασιλικοί στάβλοι της Μυριάνδρου. Για να αφήσουν το νεανία να περάσει, οι νομαδικές φυλές της περιοχής απαίτησαν να δωρίσει στους αρχηγούς τους το δέρμα του κτήνους που είχε σκοτώσει.

253. Κατόπιν, ο ιερέας απαίτησε ο ικέτης να επιστρέψει νικητής από τους αγώνες που λαβαίνουν χώρα κάθε πενταετία στη Σικύα προς τιμήν των πέντε αδελφών ηρώων, σε τέμενος γνωστό μόνο στους μυημένους. Ο νέος μπόρεσε να εντοπίσει μύστη και να γίνει δεκτός στη λατρεία, να επισκεφθεί το τέμενος και να επιστρέψει ελαιοστεφανωμένος, έχοντας διακριθεί και στα πέντε αγωνίσματα, την πυγμαχία, τον ακοντισμό, το δρόμο, το άλμα και το δίσκο.

254. Τέλος, ο ιερέας ζήτησε από τον ικέτη να κρεμάσει εκ μέρους του ανάθημα στην Ιερά Πίτυ της Ανθρακίας. Η Δέσποινα που λατρεύεται εκεί, θεωρούταν ήδη από τότε πως είναι ταυτόσημη με την Πασιμήτηρα και της αρμόζει σεβασμός. Ως εκ τούτου, ο νεανίας έκανε στάση στη Μύρρα, στο ναό της Πασιμήτηρας και τέλεσε θυσίες για επιτυχή έκβαση του ταξιδιού, μιας και καλά γνώριζε πως οι γηγενείς Ανθράκιοι ήταν αφιλόξενοι και συνήθιζαν να ληστεύουν και να φονεύουν τους ξένους, ενίοτε δε και να τους θυσιάζουν τεμαχίζοντάς τους ζώντες ενώπιον της Ιεράς Πίτεως. Έλαβε χρησμό να φυτέψει τα χάλκινα νύχια του θηρίου. Σύμφωνα με το μύθο, φύτρωσαν τη νύχτα οπλίτες οι οποίοι εξόντωσαν τους Ανθράκιους και μετά κατοίκησαν τον τόπο στη θέση τους.

255. Καθώς τα επτά χρόνια της ικεσίας ολοκληρώθηκαν με τα τόσα ταξίδια, ο ιερέας αναγκάστηκε να τελέσει τον καθαρμό∙ όχι σε ναό, μα στο βασιλικό άλσος της Μυριάνδρου. Έλουσε με νερό που ανάβλυζε από υπόγεια σπήλαια το νέο, ώστε να φύγουν οι πενθητικές στάχτες από το δέρμα του, έκοψε με το ιερατικό δρεπάνι την ιερή δάφνη και τον στεφάνωσε. Και η οργή των Τεθνεώτων έπαψε.

256. Εκείνη τη νύχτα, πριν ο φιλοξενούμενος αναχωρήσει, ο ιερέας είδε προφητικό όνειρο πως είχε αδικήσει τον ικέτη με τους κινδύνους στους οποίους τον εξέθετε, και συνεπώς όφειλε να του προσφέρει ένα αντάλλαγμα από τα υπάρχοντά του, ό,τι ο ίδιος ο νεανίας θα επέλεγε ελεύθερα. Αντί να συμμορφωθεί, φοβούμενος πως ο Πολυκέρσιος θα του ζητούσε το θρόνο ή τη ζωή του, ο ιερέας έστειλε άντρες να τον φονεύσουν.

257. Ο καθαρμένος πλέον νεανίας κατατρόπωσε τους δολοφόνους και ο ηγεμόνας αναγκάστηκε να του αποκαλύψει τι πρόσταζαν οι θεοί. Προς μεγάλη έκπληξή του, ο πρώην δούλος ζήτησε μόνο τη μικρότερη θυγατέρα του βασιλικού οίκου για σύζυγο και αρνήθηκε να παραμείνει στη Μυρίανδρο περαιτέρω, ακόμη κι όταν του προσέφεραν το θρόνο.

258. Η ιστορία που σας παρουσίασα παραπάνω μοιάζει στα δικά μου μάτια να αποτελεί συρραφή από άλλους, ακόμη παλαιότερους μύθους. Η μεγάλη της ηλικία, όμως, είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς αναφέρει χάλκινα αντικείμενα και τις πρώτες μέρες του Κοινού των Πολυκερσίων, οι οποίες απέχουν τουλάχιστον δεκατέσσερις εικοσιπενταετίες από την εποχή μας.

259. Θα ήταν πολύ ωφέλιμο για τον αναγνώστη αν είχα τη δυνατότητα να ερευνήσω κατά πόσον είναι όντως τα πέντε προαναφερθέντα αθλήματα στα οποία διαγωνίζονται οι μυημένοι στη Σικύα, αν υπάρχουν στην Ανθρακία ιστορίες για Μυριάνδριους ή Πολυκέρσιους εποίκους ή, έστω, κάποιο ίχνος ετούτης της αφήγησης επιζεί στην Εύιππο και τη Μυρίανδρο. Αν κάτι με παρηγορεί, είναι η ελπίδα πως θα έλθουν άλλοι στο μέλλον να συνεχίσουν το έργο μου. Και θα βρουν, πιστεύω, την ίδια ιστορία να τους περιμένει εδώ, καθώς είναι τόπος που όχι μόνο βρίθει μύθων, μα τους συντηρεί κιόλας.