Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Η καθαρότητα της Φυλής

Λέει η «Φυλλάδα του Μέγ’ Αλέξανδρου» (τουλάχιστον στις εκδόσεις του 18ου μ.Χ. αιώνα, αν όχι ήδη στις πρώτες του 4ου):

Ηύραν ανθρώπους μονοπόδαρους, με ουρά ωσάν πρόβατα, και πιάνοντας πολλούς και απ' αυτούς, ήφεράν τους εις τον Αλέξανδρον· όστις τους ερώτησε λέγων· πώς είστε αυτού; […] Το κρέας μας είναι νοστιμώτερον από όλα τα πετούμενα και τετράποδα, το κουφάρι μας γέμει πολύτιμα λιθαρόπουλα, με χοντρόν μαργαριτάρι, και το πετζί μας σίδερον δεν το απερνά. Ως τους ήκουσεν ο Αλέξανδρος, εγέλασε λέγων· ο άνθρωπος από την γλώσσαν του χάνει το κεφάλι του.


Ας έχουν τόσο παράξενη φυσιολογία, ας είναι βρώσιμα, τα πλάσματα που περιγράφονται δεν τα χαρακτηρίζει με κάποιο τρόπο «μη ανθρώπους» ο συγγραφέας.

Στον Πάρσιφαλ (γραμμένο γύρω στο 1200), ο πρωταγωνιστής έχει έναν ετεροθαλή αδελφό ονόματι Feirefiz, από Μαυριτανή μητέρα, ο οποίος είναι παρδαλός, με άσπρα και σκούρα μπαλώματα, όπως θα ήταν ένα ζώο με γονείς διαφορετικών χρωμάτων. Προφανώς, ο ραψωδός δεν είχε ποτέ συναντήσει μιγάδα. Αλλά το όλο θέμα δεν έχει κάποιο κρυφό νόημα, είναι καθαρά για λόγους ποικιλίας και εξωτισμού. Ο Feirefiz περιγράφεται ως ιδιαίτερα εμφανίσιμος και είναι ο μόνος πολεμιστής ισάξιος του πρωταγωνιστή.

Η φυλή – όπως λέμε «Λευκή φυλή» ή «Μαύρη φυλή», όχι όπως λέμε «η φυλή των Απάτσι» ή «η φυλή των Ζουλού» – δεν υπάρχει στις καταβολές του φάνταζυ σαν έννοια. Εμφανίζεται τη δεκαετία του 1930, και στον Howard και στον Tolkien. Κι εδώ, οι δυο μεγάλοι δεν βρίσκονται στους αντίποδες του φάσματος ως συνήθως. Οι απόψεις τους μάλλον ταυτίζονται.

Ο πρώτος μένει σε Λευκούς, Μαύρους, «Καστανούς» και Κίτρινους, ενώ ο δεύτερος μιλάει για ξωτικά, νάνους και χόμπιτ, αλλά η λέξη είναι ίδια: race. Δε μιλάμε για έθνη ή είδη, αλλά για φυλές. Και ισχύουν οι ίδιες πάνω-κάτω παραδοχές στους δυο πατέρες του είδους, οι οποίες θα έπρεπε να φαίνονται παράξενες σε έναν σύγχρονο αναγνώστη:

- Υπάρχει σαφής ιεραρχία από το καλύτερο προς το χειρότερο. Ο Λευκός είναι ανώτερος σε κάθε ουσιαστικό ζήτημα από τον Μαύρο. Το ρέψιμο του πιο φάλτσου ξωτικού είναι μελωδικότερο από το τραγούδι του πιο καλλίφωνου Ανθρώπου. Ο νάνος ξεπετάει ένα αριστούργημα στο λεπτό άμα έχει σφυρί και αμόνι. Το χόμπιτ είναι ανθεκτικό στα πάντα. (Στη μια περίπτωση, ο αναγνώστης ως Λευκός είναι στην κορυφή, στην άλλη ως Άνθρωπος είναι στον πάτο, αλλά η ουσία είναι πως δεν υπάρχει η έννοια της ποικιλίας, μόνο της κλίμακας)

- Οι μικτοί γάμοι δεν είναι απλώς κατακριτέοι, είναι και ανύπαρκτοι. Πιο σπάνιοι απ’ όσο υπήρξαν ποτέ στην Ιστορία κι απ’ ότι ήταν στις ιδιαίτερες πατρίδες των δυο συγγραφέων. Ενώ οι φυλές στο φάνταζυ ζουν πολύ πιο ανάκατες από τις διάφορες εθνότητες στον Μεσαίωνα του πραγματικού κόσμου, δεν υπάρχει σεξουαλική έλξη μεταξύ τους. Οι ξωτικοκυράδες είναι πιο ωραίες από τις Ανθρώπινες γυναίκες, αλλά δεν ποθούν όλοι οι Άνθρωποι μια τέτοια σύζυγο. Ομοίως για τις Λευκές και τους μη Λευκούς άντρες. Σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ οι ενώσεις αφρικανών και ινδιάνων δεν ήταν ασυνήθιστες, αλλά ούτε οι Καστανοί παντρεύονταν Μαύρους, ούτε ένας στους δεκατρείς νάνους βλέπει έστω μία χομπιτίνα του γούστου του σε ολόκληρο χωριό.

- Οι βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών δεν παίζουν κανένα ρόλο στην κουλτούρα και την καθημερινή ζωή τους. Οι κοινωνίες τους λειτουργούν όπως θέλει ο συγγραφέας κι όχι όπως επιβάλει η Φύση. Αντοχή στα τραύματα, υπέρτερη μυϊκή δύναμη, περιορισμένο ύψος, ακόμη και αθανασία, τίποτε δεν αλλάζει το σκεπτικό τους, τίποτα δε λαμβάνουν υπόψη. Υπάρχει μια ψυχολογική προδιάθεση που καθορίζει ότι θα χτίζουν τα σπίτια τους με συγκεκριμένο τρόπο, θα υφαίνουν τα ρούχα τους με συγκεκριμένο τρόπο, θα φτιάχνουν τα έπιπλά τους με συγκεκριμένο τρόπο, θα φέρονται με συγκεκριμένο τρόπο και η πρακτικότητα εκπαραθυρώνεται.

- Οι Ινδοί έχουν τις κάστες, οι δυτικοευρωπαίοι τους ευγενείς, οι Ιάπωνες το giri, εμείς οι Έλληνες το φιλότιμο. Οι φανταστικές φυλές δεν αρέσκονται στις πολιτισμικές έννοιες που να μην μεταφράζονται εύκολα σε κάποιο αγγλοσαξωνικό αντίστοιχο και να θέλουν την εξήγηση ενός αληθινά ξένου τρόπου σκέψης. Δεν προτιμούν κοινωνικές δομές οι οποίες να μην είναι ωμά λογικές και εμφανώς κατασκευασμένες, χωρίς καμιά μυρωδιά παράλογης παράδοσης ή αληθινής πολυπλοκότητας. Απευθείας από τη φιλοσοφία και τις ουτοπίες του Διαφωτισμού ή των αρχών του εικοστού αιώνα, στο χαρτί. Οι τέλειες λειτουργούν ρολόι, χωρίς κανέναν ρυθμιστικό μηχανισμό. Οι ατελείς έχουν εμφανή ελαττώματα, αλλά δεν καταρρέουν, κι ας μην έχουν καμία αιτία συνοχής στην καθημερινότητά τους.

- Οι Άνθρωποι και οι άνθρωποι τεκνοποιούν με οτιδήποτε κινείται. Με ξωτικά, με τελώνια, με δαίμονες από το απώτερο διάστημα. Αλλά οι διασταυρώσεις συνοδεύονται από περίεργα φαινόμενα. Ο αθάνατος γονέας γίνεται θνητός, το παιδί γεννιέται με χαρακτηριστικά που δεν τα είχε καμιά από τις αρχικές φυλές.

- Φυλές και λαοί, δεν έχουν καμιά επαφή μεταξύ τους πριν την έναρξη του βιβλίου, δε βγαίνουν από τα σπίτια τους. Αναγκαζόμενοι να συμπρωταγωνιστήσουν διάφοροι ξένοι μεταξύ τους, σοκάρονται ή μένουν έκθαμβοι κάθε δεύτερη σελίδα με το πώς ξυρίζεται ο άλλος, πώς σκέφτεται, πώς πολεμάει, τι τρώει. Είτε για να βγει γέλιο, είτε για να μπει ένα ακόμα κήρυγμα των απόψεων του συγγραφέα στο στόμα κάποιου χαρακτήρα.

Όλα αυτά είναι δείγματα της εποχής εκείνης. Έγκριτοι επιστήμονες συμβούλευαν τον Τσώρτσιλ να μη φοβάται πόλεμο με τους Ιάπωνες, μιας και τα σχιστά μάτια τους δεν έχουν σωστή αίσθηση του βάθους κι έτσι δεν μπορούν να στελεχώσουν ικανή αεροπορία. Βιολόγοι προσπαθούσαν με μετρήσεις να αποδείξουν ότι οι «φυλές» είναι ξεχωριστά είδη του Homo Sapiens, με διαφορετικές δυνατότητες. Δεν κατακρίνω τον Howard και τον Tolkien που περιγράφουν τον κόσμο όπως τον έβλεπαν γύρω τους, δεν αφαιρεί από την λογοτεχνική αξία του έργου τους. Αν από κάποιο θαύμα βρίσκονται και τα δικά μου βιβλία σε κυκλοφορία εβδομήντα χρόνια μετά την έκδοσή τους, δεν θα φαίνονται λιγότερο δέσμια ξεπερασμένων πια απόψεων.

Αλλά δε ζούμε πλέον στο Μεσοπόλεμο και δεν υπάρχει μόνο μια επιλογή για το πώς θα χειριστούμε τις φυλές στο φάνταζυ σήμερα, ανοίγονται πολλοί δρόμοι μπροστά μας, άλλοι με προοπτικές κι άλλοι αδιέξοδοι. Μπορούμε:

- να είμαστε εντελώς αστοιχείωτοι για το είδος το οποίο υπηρετούμε και την ιστορία του. Να συγχέουμε τις συμβάσεις μιας περασμένης εποχής με τις συμβάσεις του ίδιου του φανταστικού. Δηλαδή, να γράφουμε με τις ίδιες παραδοχές που είχαν οι δυο μεγάλοι στα έργα τους γιατί «αυτό είναι φάνταζυ». Η λύση που επιλέγει η πλειοψηφία των μετά το ’80 συγγραφέων. Συνήθως μιλάμε για μια φυλή υπερανθρώπων στην οποία θα ανήκει ο ήρωας για να ικανοποιούνται οι εφηβικές φαντασιώσεις ισχύος του αναγνώστη και/ή μια φυλή υπανθρώπων την οποία θα γενοκτονεί ο ήρωας χωρίς την ανάγκη για τύψεις.

- να φτιάξουμε μια «φυλή» που δεν έχει πραγματικούς λόγους, να μην ενωθεί με την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Για την ακρίβεια, η κοινωνία της θα κατέρρεε ερχόμενη σε επαφή με τις υπόλοιπες. Την τοποθετούμε σε μια απομακρυσμένη ήπειρο μόνη της ή σε μια άλλη διάσταση και κλείσαμε. Λύση συνηθισμένη και πιστευτή. Αλλά φτηνή, σε ένα λογοτεχνικό είδος στο οποίο χτίζουμε τον κόσμο όπως εμείς θέλουμε.

- να φτιάξουμε μια πραγματικά ξένη φυλή, η οποία ίσως είναι ανθρωποειδής πλην αμφίβια ή ίσως αποτελείται από κατσαρίδες με τέσσερα φύλα. Να δουλέψουμε σοβαρά πάνω της, βάζοντας λίγη Κοινωνιολογία, λίγη Βιολογία, λίγη Λαογραφία, λίγη Γλωσσολογία, μπόλικη κοινή λογική. Όπως κάνουν με τους εξωγήινους στην Επιστημονική Φαντασία. Τίμια τακτική που δεν μπορεί να την μεμφθεί κανείς. Απλά χρειάζεται χώρος σε ένα βιβλίο για παρουσιαστούν και να αναλυθούν όλα αυτά, τόσος χώρος που κινδυνεύει να επισκιάσει την πλοκή του έργου. Εκτός κι αν αυτό είναι το επίκεντρο της πλοκής. Δεν είναι ο τρόπος που σκέφτομαι σαν συγγραφέας και δε νομίζω πως θα πάρω τέτοια κατεύθυνση ποτέ. Σαν αναγνώστης δεν είμαι αρνητικός, αρκεί να μην είναι απλά αφορμή για να δω μια ακόμη ουτοπία ή δυστοπία.

- να μη μιλήσουμε για φυλές, αλλά για λαούς. Ανθρώπους σαν όλους τους άλλους, οι οποίοι έχουν επιλέξει τον απομονωτισμό και μια κοινωνία-κλειστό σύστημα με μηχανισμούς που παρεμποδίζουν την αλλαγή και την διάλυσή της (ιστορικό παράδειγμα: αρχαία Σπάρτη). Στα συν, μιας και μιλάμε για φάνταζυ, μπορούμε να εισαγάγουμε για έναν τέτοιο λαό μικρές βιολογικές διαφορές από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, οι οποίες να είναι η αιτία που έχτισαν μια τέτοια κοινωνία και ταυτόχρονα η βοήθεια με την οποία μπορούν να την συντηρούν. Έχω χρησιμοποιήσει τέτοια τακτική σε γραπτά μου, αλλά όχι στους Γιους της Στάχτης.

- να έχουμε, μόνους τους ή μαζί με φυλές στο ίδιο βιβλίο, παράξενους λαούς στους οποίους χωρίζονται οι Άνθρωποι. Να τραβήξουμε αυθαίρετες γραμμές στο χάρτη, χωρίς κάποιο φυσικό όριο όπως βουνό ή ποτάμι και να πούμε «από ‘δω και πέρα ζουν οι μεγαλόσωμοι βουνίσιοι με τις γενειάδες, από την άλλη οι μελαχροινοί και μικρόσωμοι θαλασσινοί». Και να φτιάξουμε πολιτισμούς που θα αφήσουν ιστορία, όπως ο διαρκώς επανεμφανιζόμενος στο κακής ποιότητας φάνταζυ, εκείνος που πιστεύει στην τύχη. Μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι ρίχνουν ζάρια για να πάρουν και την παραμικρή καθημερινή απόφαση. Τις δυο-τρεις πρώτες φορές που το είδα γέλασα – και ήμουν 15 χρονών. Τώρα πια τρομάζω όταν συνειδητοποιώ πως ένας άνθρωπος ικανός να ολοκληρώσει ένα βιβλίο 200 σελίδων με αξιοπρεπή γραφή, βάζει κάτι τέτοιο μέσα και δεν καταλαβαίνει πως είναι ηλίθιο.

- να συνειδητοποιήσουμε ότι οι δυτικοευρωπαίοι το μεσαίωνα όντως δεν έβγαιναν από το χωριό τους, δεν ήξεραν τίποτε για κανέναν άλλον και έπαθαν πολιτισμικό σοκ όταν οι Σταυροφορίες τούς ταξίδεψαν. Αλλά εμείς δεν είμαστε απόγονοί τους. Οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Ρώσοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί, είχαν εμπορικές σχέσεις, αντίληψη της ύπαρξης άλλων ανθρώπων με άλλους τρόπους ζωής. Δεν ήξεραν όλες τις λεπτομέρειες, υπήρχαν παρανοήσεις και φήμες και προπαγάνδα και μισαλλοδοξία. Αλλά υπήρχαν και ταξιδιωτικά κείμενα. Όσοι ζούσαν στα σύνορα ή εμπορεύονταν, έρχονταν συχνά σε κάποια επαφή με τους γείτονες, συμπεθέρευαν μάλλον συχνά. Και δυο άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής που γνωρίζονταν μπορούσαν να αλληλοεκτιμηθούν ή η σχέση τους να παραμείνει τεταμένη, όποια κι αν είναι η επίσημη σχέση των πατρίδων τους, όχι όμως γιατί μοιράστηκαν τον ίδιο υπνόσακο στο Δάσος της Λησμονιάς ή επειδή κοντεύει να τελειώσει το βιβλίο και χρειάζεται δραματουργική λύση κάθε ανοιχτού ζητήματος. Σ’ αυτά τα πλαίσια προσπαθώ να κινηθώ στους Γιους της Στάχτης.

Αν πάρεις τους ανθρώπους που όλοι ξέρουμε και τους δώσεις φτερά, τους βάλεις να φοράνε μόνο κόκκινα ρούχα και να ζουν σε μια πόλη-κράτος με τρεις «κάστες», Ευγενείς, Στοχαστές και Τεχνίτες, λες και είναι μυρμήγκια, δεν έχεις μόλις φτιάξει μια νέα φυλή με πολλές προοπτικές. Έχεις φτιάξει μια καρικατούρα. Οι «μη άνθρωποι» θέλουν δουλειά και βάθος, το ίδιο και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων. Και δουλειά προς τη σωστή κατεύθυνση με τα σημερινά δεδομένα. Γιατί τον Howard και τον Tolkien δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει ότι δεν ήταν διαβασμένοι ή ότι δεν δούλεψαν τους κόσμους. Αλλά δεν μπορούμε αιωνίως εμείς να «πατάμε» πάνω στη δουλειά τους, τη στιγμή που έχουμε άλλα δεδομένα στη διάθεσή μας.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Οι Περιφέρειες - Πελάγους

Στο Πέλαγος υπάρχουν εικοσιένα νησιά, δεκάδες νησόπουλα με μια ή δυο οικογένειες πάνω τους και αμέτρητες βραχονησίδες. Από τόπο σε τόπο, τα έθιμα και η ντοπιολαλιά διαφέρουν, αν και είναι ορατή μια κοινή ρίζα πάντα. Με τις εμπορικές συναλλαγές, οι ιστορίες μεταδίδονται και επιζούν σαν αφηγήσεις σε κάθε νησί, αλλά είναι αδύνατον να πει κανείς ποια μορφή τους είναι αρχαιότερη και κοντινότερη στα αυθεντικά γεγονότα, ποια έχει διαστρεβλωθεί περισσότερο από το σκεπτικό του αφηγητή.

Για παράδειγμα, οι κάτοικοι της Νήου και εκείνοι της Κήρου, αν και βρίσκονται σε συνεχή επαφή, έχουν εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Οι πρώτοι είναι οι καλύτεροι ναυπηγοί στο Πέλαγος, πλούσιοι πλοιοκτήτες, περήφανοι, ιδιαίτερα τοπικιστές - μόνο οι καραβοκύρηδες-έμποροι ταξιδεύουν και δύσκολα κερδίζει κανείς την εμπιστοσύνη τους για να βρεθεί φιλοξενούμενός τους. Οι δεύτεροι είναι οι καλύτεροι ναυτικοί στο Πέλαγος, δουλεύουν στα νηώτικα πλοία από ανάγκη γιατί το έδαφος του νησιού τους είναι φτωχό, είναι ξακουστοί για την πραότητά και την ταπεινότητά τους, ενώ είναι και ιδιαίτερα φιλόξενοι στο σπιτικό τους.


Ζιατί οι Νηώτες ‘εν κάνουσιν Κηριώτες γαμπρούς

Μνια βολά τσ’ έναν τσαιρό, ήσαν τρεις καραβοτσυραίοι ‘δω στη Χώρα, αδέρφια, τσ’ είχασιν τσαι μια αδερφήν πεντάμορφην. Οι γονιοί τζοι είχασιν ποθάνει χρόνια τσαι η μάνα τζοι τσοι είχεν αφημένα φυλαχτάρια, ζια την κακιάν την ώραν.

Σ’ ένα ταγκζίδιν που ήσαν όλοι αντάμα στο ίδιο καράβιν ζια ν’ αγοράσωσιν οίνους στη Βότρια, ο πρωτοναύτης τζοι – που ήτο άτιμη Κηριώτικη σπορά – τσοι άφησεν να πίουσιν ώσπου ζαλιστήκασιν τσαι άμα ζυρίσασιν στο καράβιν, εκέρνα τζοι πλιο ακόμα.

Άμα ξυπνήσασιν με το τσεφάλι βαρύν, τζοι είπε πως του είχαν κάμει λόγο να γενεί γαμπρός τσαι συνεταίρος, να πάρει την αδερφήν τζοι. Τέθοιο πράμα ‘εν εθυμούντασιν. Μα ‘εν εθυμούντασιν τσαι άλλον πράμα, από τσοι πολλούς οίνους τσαι από ντροπή ‘εν μπορούσασιν να κάμουν πίσω, μήμπως τσαι αλήθεια είχασιν κάμει όρκον.

Σα φτάσασιν πίσω στη Νηο, βγάλασιν λαλητήν να πει τον γάμον στσοι ζειτονιές τσαι φωνάξασιν παπά να κάμωσιν τον αρραβώναν.

Μα ο πονηρός ο Κηριώτης ‘εν είχεν στο νου του να γενεί μονάχα αδερφός τζοι, είχεν αποφασίσει να τσοι γκζεκάμει κιόλα, να απομείνωσι όλα τα καράβια τζοι δικά του τσαι όλες τσοι σεντούκες τζοι να τσοι πάρει προίκαν.

Κάλεσέν τζοι να θηρεύσωσιν ρήζισσες, στο βουνίν μπζηλά. Ξεμονάχιασεν τον μικρόν, αμούστακον αγόρι ακόμα, τσαι κάρφωσέν του στην τσοιλιάν ένα κοντάριν που είχεν κρυμμένον από πριν στσοι βάτους. Σαν ακούσασιν οι μεγάλοι τη φωνήν τσαι ετρέξασιν, είπεν τζοι ο γαμπρός πως τον αδερφόν τζοι τον εσούβλισεν ελάφιν που ξάφνισέν το.

Κάμασιν πέθος, κρεμάσασιν τα μαύρα σκουτιά στα παρεθύρια τσαι μάζεψεν η αδερφή το φυλαχτάριν τση μάνας τζοι από του αδικοσκοτωμένου το στήθι, να θυμάται τον από δαύτο τουλάιστον, αφού ‘εν τον βοήθησεν που φόρα το. Καθά πως το έχομεν συνήθειο, ο γάμος πήεν πίσω μνια χρονιά.

Άμα πέρασε το πέθος τσαι ήσαν πάλι προετοιμασίες ζια την εκκλησά, είπεν τους κωνιάδους του ο πονηρός να πάγωσιν ζια το νυφόγκζυλλον. Πήρασιν τα μπριόνια τζοι τσαι τσοι αγκζίνες τζοι τσαι δώσασιν δρόμον. Ο πρωτοναύτης είχεν πάει από προηγούμενην μέραν τσαι είχεν πελετσήσει ένα μεγαλόν δεντρί. Τσαι μόλις το περάσασιν οι άλλοι, το αμπώχνει τσαι το ρίχνει καθά μέρος τζοι. Ο μεγάλος έσμπρωγκζεν τον μεσαίον παράμερα να γλιτώσει τσαι πλακώθηκεν μονάχος του τσαι πάει τσαι. Είπαν τύχη του ήτο, ‘εν καταλάβασιν το φόνο.

Πάλι τσηδείες τσαι πέθος τσαι μαύρα σκουτιά, πάλι πίσω ο γάμος μνια χρονιά, πάλι μάζεψεν η αδερφή τση μάνας το φυλαχτάριν από του αδικοσκοτωμένου το στήθι. Σαν πέρασεν ο τσαιρός, είπεν ο πονηρός του τελευταίου κωνιάδου να πάγουσιν στο βουνί να κάμουσιν νυχτέρι στο ξωκλήσιν, μην εύρει τζοι πάλι κακόν. Πήρασιν το μονοπάτι το πισινό, από του Μαώρου τα Καλύβια αποπάνου. Τσαι ότι φτάνασιν την κορυφήν, δίνει μνια ο πονηρός τσαι στέλει τον μεσαίο καραβοτσύρη να τσακίνεται στο κρεμνί στα βράχια.

Τρίτη φορά πέθος, τρίτη φορά μαύρα σκουτιά, τρίτο φυλαχτάριν μάζωξεν η αδερφή από αδικοσκοτωμένου στήθι. Άλλους συγγενείς ‘εν είχεν, ο γάμος ‘εν πήαινεν άλλον πίσω, να μη μείνει μοναχή τζη. Ένα φεγγάρι που ‘πρεπε να περάσει ως το μυστήριον, είπεν ο γαμπρός να το κάμει ταγκζίδιν, να πάρει τσαι δώρα νυφιάτικα.

Η νύφη, καλύτερά της έτζι. Είχεν λωλαθεί από την λύπην με το χαμό των αδερφώνε της τσ’ έρωτα ζια τον Κηριώτη ‘εν είχεν. Πήεν στο ακροζιάλι, εκρέμασεν τα φυλαχτάρια του αδερφώνε τση στα σκίνα, έβγαλεν τσαι το δικό της, κρέμασέν το κι εκείνον, τσ’ ετοιμάστη να πέσει να πνιεί, να πάει κοντά στο σόι της που είχεν ξεπατωθεί. ‘Εν επρόλαβε να βουτήξει, εσηκώθη το νερό μπρος της όρθιον.

«Στάσε!», είπεν την κόρην η κυρα-Θάλασσα. «Από να σε πάρω τσαι να με καταριέται ο κόσμος, καλύτερον σου να πάεις καλογριά να με βλογάς, να σχωρνιούνται τσαι οι ποθαμένοι σου. Ρίξε μου τα φυλαχτάρια σας, ζιατί μεγάλον άδικο σας έχει γενεί τσαι τώρα θα το λύσω. Τσαι μη φοβάσαι πως δε θα σε κρατήσωσι σε μοναστήρι που είσαι ταμένη ζια γάμο. Οι μέρες του αρραβώνα σου μετρημένες είναι».

Όπως ορμήνεψέν την η κυρα-Θάλασσα, έτσι έκαμεν η κοπέλα, τα φυλαχτάρια εριξέν τα τσαι πήεν να καλογερέψει. Τσ’ ότι ζύριζε ο πρωτοναύτης ο άτιμος στη Νηο, ετσακίστη το καράβιν σε γκζέρα τσαι εξεβράστη αυτός μισοπνιμένος στη Χώρα. Τσαι από το φόβο του, τα κρίματα τσαι τ’ άδικα που είχεν καμωμένα τα εμαρτύρησε πριν του βγει η ψυχή, τσαι τα έμαθε ο κόσμος.

Τσαι από τότε ‘εν κάνουσιν οι Νηώτες γαμπρούς Κηριώτες.


Γιατί οι Κηριώτες δεν πααίνουν γαμπροί στη Νηο

Τον καιρό των παλαιών ταξιδιών, ήταν ένας Κηριώτης. Συγγενείς και βιος αυτός δεν είχε. Είχε μονάχα μια δουλειά κοντά σε τρεις αδερφούς Νηώτες με πολλά καράβια.

Τα αφεντικά καλά δεν ήταν. Ήταν σφιχτοχέρικα και πολύ τους έβαζαν να δουλεύουν τους ανθρώπους τους. Μια φορά, έφτασαν κι οι τρεις μαζί στη Βότρια, με το καράβι που αρμένιζε ο Κηριώτης. Το ταξίδι άσχημα δεν πήε. Καλά πολύ πήε κι έκαμαν κέρδη και πήραν και κρασά να πουλήσουν αλλού.

Από τη χαρά τους, αυτοί δεν κρατήθηκαν γλέντι να κάμουν σα γύριζαν σπίτια τους. Έκαμαν γλέντι εκεί και γίνηκαν σταφίδα με τα κρασά που είχαν πάρει. Και τον Κηριώτη τον κάλεσαν να τον κεράσουν γιατί ήταν άξιος ναύτης και πάντα καλή δουλειά τους έκανε. Κι αυτοί πάνω στην τύφλα τους, να τον κάνουν καπετάνιο δεν του είπανε. Του είπανε να τον κάμουν γαμπρό και συγγενή, που είχαν μια αδερφή ξακουσμένη για την εμορφάδα της, την είχε δει μια φορά κι ο ναύτης και την είχε βάλει στην καρδιά του.

Το πρωί σα συνήρθανε, το λόγο που είχανε πει, να τον τιμήσουνε δε θέλανε. Θέλανε καλύτερα να του δώσουνε ένα καράβι να το διαφεντεύει και γαμπρό να κάμουνε κανέναν της σειράς τους, να ‘χει βιος σεντούκες, να το ενώσει με το δικό τους. Μα είχανε ακούσει κι οι άλλοι ναύτες το λόγο τους και να πούνε πως έλεε ψέματα ο Κηριώτης, δε μπορούσανε. Μπορούσανε μονάχα να τον ξεφορτωθούνε με πονηριά.

Του είπανε να πάνε για κυνήι στη Βότρια πριν φύουνε, που έχει ορτύκους και λαούς και περδίκους. Αυτοί σκοπό να τον γυρίσουν ζωντανό δεν είχαν. Είχαν σκοπό να τον τοξέψουν και να πουν πως πέρναε ζάρκαδος μπροστά του και ξεστόχησαν. Μα κοντά στην Πέρια, φυσάει γερά κι ο Κηριώτης βλαστήμια για τον κυρ-Άνεμο στα ταξίδια του ποτέ δεν έλεε. Έλεε μόνο ‘καλά να ‘σαι κυρ-Άνεμε κι άσε μας να διαβούμε’. Κι ο κυρ-Άνεμος τον λυπήθηκε και του πήρε το κεφαλομάντηλο την ώρα που τον τόξευε ο μεγάλος ο αδερφός ο καραβοκύρης, κι όπως έσκυψε ο Κηριώτης να το πιάσει, ίσα πήε η σαΐτα στου μικρού αδερφού την καρδιά. Μια ανάσα που του ‘μεινε, κατάρα έριξε στο ναύτη να μη του ‘βγουνε σε καλό τα καράβια τους.

Κλάψανε οι άλλοι δύο, φωνάξανε, τον πήρανε τον σκοτωμένο στους ώμους και κατεβήκανε στο καράβι. Μοιριολόια δε λέανε. Λέανε τραγούδια της χαράς, που ήτανε ανύπαντρος ακόμα. Βάλανε μαύρα πανιά και κινήσανε.

Οι δυο καραβοκυραίοι στενοχώρια δεν είχανε. Είχανε μίσος και λέανε πως ο γαμπρός τους φταίει. Είπανε να πιάσουνε στη Λεύκη, να φορτώσουνε μάρμαρο για το μνήμα του αδερφού τους και ρίξανε άγκυρα. Πήρανε ξινάρια και τον Κηριώτη, μα στο νου τους να φτάσουνε ως απάνω στο βουνό δεν είχανε. Είχανε στο νου τους να ρίξει ο μεσαίος βράχο και να πλακώσει το ναύτη. Μα εκεί είναι γυμνός τόπος κι ο ναύτης στα ταξίδια του βλαστήμια στις ξέρες ποτέ δεν έλεε. Έλεε μόνο ‘καλά να ‘σαι κυρά-Πέτρα κι απάνω σου να μη βρούμε’. Κι η κυρά-Πέτρα τον λυπήθηκε και τον έκαμε να σκοντάψει την ώρα που ερχότανε ο βράχος και πλακώθηκε ο μεγάλος ο αδερφός αντί για δαύτονε κι γίνηκε μπουκούνια. Μια ανάσα που του ‘μεινε, κατάρα έριξε στο ναύτη να μη του ‘βγουνε σε καλό τα πλούτια από τις σεντούκες τους.

Τον πεθαμένο τον φορτώθηκε ο μεγάλος, τον πήρε κάτω στο καράβι, με τραούδια της χαράς πάλι, που ήταν και τούτος ανύπαντρος. Από στεναχώρια και πένθος ο καραβοκύρης δεν έκλαψε. Έκλαψε από το κακό του και αντί να βάλει μυαλό, έδωκε όρκο να τον ξεκάμει τον Κηριώτη.

Είπε και πιάσανε και στη Χαριέσσα, δήθεμου-τάχαμου να πάρουνε καντηλέρια μαλαματένια για την κηδεία. Εκεί άλλοι ναύτες στη στεριά δε βγήκανε. Βγήκανε μονάχα οι δυο τους με τη βάρκα, που είχε κάμει σχέδιο ο Νηώτης να τον πετάξει σε ρούφουλα που ‘ξερε από παλιά τον Κηριώτη και να τον πνίξει. Μα ο ναύτης στα ταξίδια του στη θάλασσα την αρμυρή βλαστήμια ποτέ δεν έλεε. Μόνο έλεε ‘όμορφη κυρά-Θάλασσα, σπλαχνίσου μανάδες και γυναίκες’. Κι η κυρά-Θάλασσα τον λυπήθηκε και μόλις φτάσανε κοντά στο ρούφουλα, βγήκε απάνου το κύμα και πήρε τον καραβοκύρη μέσα από τη βάρκα και τον έπνιξε εκείνον. Μια ανάσα που του ‘μεινε, έριξε κατάρα στο ναύτη να μην του ‘βγουνε σε καλό τα προικιά που θα πάρει.

Ο Νηώτης, τα κακά που θέλεσαν να του κάμουν, δεν τα είχε καταλάβει. Είχε καταλάβει μονάχα που πρώτη φορά βρήκε οικοένεια. Και τον πήρε τον πεθαμένο και τον πήε πίσω στο καράβι κλαίοντάς τον και μοιριολοώντας τον.

Σα φτάσανε πίσω στη Νηο, έδωσε τα κακά μαντάτα στην αδερφή των καραβοκυραίων και στη γυναίκα του μεγάλου που είχε παιδί μικρό. Ο γάμος να περιμένει τρία χρόνια για το πένθος δε γινόταν. Γινόταν μονάχα να παντρευτούν σε ένα φεγγάρι από την κηδεία την τριπλή, γιατί άλλος άντρας στο σόι δεν είχε απομείνει να το διαφεντεύει.

Το βιος που είχε μείνει, με τέτοιο κακό τρόπο, ο Κηριώτης να το πάρει δεν ήθελε. Ήθελε να μείνουν όλα τα καράβια και οι σεντούκες στη χήρα του κουνιάδου του και να περάσουν και σε ό,τι παιδιά του κάμει η δική του η γυναίκα. Κι αυτός να τα αυγατίζει τα πλούτια, αλλά χέρι να μη βάλει απάνω τους. Και τη γυναίκα του είπε πως με προίκες δεν την ήθελε. Την ήθελε όπως ήτανε, με το φουστάνι που φόραε μονάχα, με την εμορφάδα της και την προκοπή της. Μα να μην πάρει τα κεντήματα που έκανε με τα χέρια της τόσα χρόνια για το σπιτικό της, δεν γινότανε. Γινότανε να τα φορτώσει και να τα πάει μέσα σε ένα σπίτι καινούριο.

Μα η καραβοκυροπούλα έβαλε μέσα στα μεσάλια και τα σεντόνια κι έκρυψε ένα κουτί μικρό, με τα μαλαματικά που της είχε παρμένα η μάνα της η μακαρίτισσα. Και τη βραδιά του γάμου, να κοιμηθούνε αντάμα δεν έμελλε. Έμελλε να πιάσουν τόπο οι κατάρες οι τρεις και μόλις άνοιξε το κουτί να στολιστεί η νύφη, βγήκε φωτιά και τους καρβούνιασε. Και το είδανε με τα μάτια τους οι ανθρώποι, που είχε καλέσει όλη την Κήρο ο ναύτης να χαρεί τη χαρά του και είπανε πως κανονική δουλειά δεν ήτανε. Ήτανε κατάρα και μάλιστα νηώτικη, μιας και κακό στο νου τους για δαύτον οι συντοπίτες του δεν είχανε.

Κι από τότε οι Κηριώτες δεν πααίνουν γαμπροί στη Νηο.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Μπήκαμε στο επόμενο στάδιο

Σήμερα επιβεβαίωσα πως η επιμέλεια του βιβλίου έχει ξεκινήσει. Συνεχίζουμε κανονικά για Γενάρη (με στάσεις ενδιάμεσα για εξώφυλλο και, υποθέτω, διαδικαστικά όπως βιογραφικό για το εσώφυλλο).

Επίσης έμαθα ότι οι διαστάσεις του βιβλίου θα είναι ίδιες με την "Παγίδα των αηδονιών" και τον "Έραγκον" (21 x 14 εκατοστά - το πάχος προφανώς θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των σελίδων). Θα υπάρχουν δυο ασπρόμαυροι χάρτες, ένας για τη Γνωστή Πλάση κι ένας για τη Βασιλεία Αιγλωέων, βασισμένοι σε αυτόν κι όχι εκείνον που βλέπετε μόλις μπαίνετε στο ιστολόγιο. Η χειροτεχνία είναι φυσικά του Ozzo και πάλι, ο οποίος δουλεύει τώρα σε μια έκπληξη για το μέλλον. Αναμείνατε στο ακουστικό σας.