Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Οι Περιφέρειες - Αργυρούπολης

Η Αργυρούπολη δεν παράγει τίποτε. Αλλά προσφέρει κάθε είδους υπηρεσία και είναι χτισμένη στο πιο κομβικό σημείο της Οικείας Ανατολής. Όπως δηλώνει και το όνομά της, εκεί όλα έχουν μια τιμή. Και οι κάτοικοί της ζουν (δηλωμένα) με μια πιο χαλαρή ηθική από τους υπόλοιπους Αιγλωείς, αγνοώντας ακόμη και αρχές όπως η απαγόρευση της Εκκλησίας του Δημιουργού για διαζύγια και γάμους πέρα από τον πρώτο.

Η ξαναπαντρεμένη

Καλησπέρα στην αφεντιά σας.

Ήτανε μια φορά μια μικροπαντρεμένη. Κι είχε πάρει έναν άντρα που δεν ημπορούσε να βάλει σε σειρά τη ζωή του, πιοτή και παιζοζάρη. Μάλαμα δεν έμενε στο χέρι του, ασήμι δεν έφτανε στο σπίτι του∙ ό,τι κέρδιζε, μετά ή το ξανάπαιζε ή το ‘πινε. Ώσπου έδωσε ο Δημιουργός και βρήκε την πλερωμή του και πάει από προσώπου γης. Και μείνανε η γυναίκα του κι η θεγατέρα του – μωρό της αγκαλιάς – στους πέντε δρόμους με μόνη κληρονομιά δυο ζάρια κοκάλινα.

Χωρίς στον ήλιο μοίρα, η χήρα γύρεψε να πορευτεί με τον δικό της τον κόπο. Ήτανε χρυσοχέρα και τη δεχτήκανε πολλοί στη δούλεψή τους. Και ράφτρα έκανε, και κεντήστρα και την πλύστρα. Μα ήθελε η Μοίρα της να είναι έμορφη και όλο τα αφεντικά της είχανε πονηριά στο νου και μήτε τα μαύρα που φόραγε σεβαστήκανε, μήτε το παιδί της. Έτσι έφευγε κάθε φορά και πήγαινε παραπέρα.

Ώσπου ευρέθη ένας άνθρωπος καλός και τίμιος που την έβαλε στο μαγέρικό του και είδε άσπρη μέρα γιατί τα φαγιά της αρέσανε σε όλον τον κόσμο και από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε και δεν είχε χώρο και καρέγλες πια να βάνει την πελατεία του. Τι τα θες; Πέρασε το πένθος της, ήτανε κι εκείνος νιος κι ωραίος, τα βρήκανε μεταξύ τους κι είπανε να κάμουνε γάμο.

Έλα που η μάνα του δεν την ήθελε. Τι τη θες αυτή, του ‘λεγε, που μπορείς να πάρεις όποια θες, κοπέλα αχάλαστη, δίχως να σου φορτώσει ξένο παιδί; Και μια γειτόνισσα που τον είχε βαλμένο στο μάτι από καιρό να τον παντρολογήσει με την θεγατέρα της, του ‘λεγε να το σκεφτεί καλύτερα, τι και γιο να του κάμει η χήρα, πάλι την κοπέλα της θα κοιτάει καλύτερα, που την είχε πρωτογεννημένη. Ως και οι φίλοι του, πάλε λόγια του βάνανε – ότι αυτή που έχει γνωρισμένο έναν άντρα και τώρα θα μάθει και δεύτερο, μετά γιατί να μη θέλει και τρίτο και τέταρτο.

Αυτουνού το κεφάλι δε γύριζε. Την είχε βάλει στην καρδιά του και αφορμή δεν του είχε δοσμένη πως ο χαρακτήρας της δεν είναι τίμιος. Όπως το είχανε κουβεντιασμένο, της έβαλε στεφάνι. Και στους εννιά μήνες απάνω, του ‘καμε και το γιο. Χαρές και γλέντια, το μαγέρικο όλο γεμάτο, και η ξαναπαντρεμένη δεν είχε δείξει άλλο πρόσωπο. Τον νέο τον άντρα της τον είχε κορώνα στο κεφάλι της, τη δουλειά της όπως πάντα και πρώτα κοίταγε αν είναι το μικρό το παιδί φαγωμένο και ντυμένο, μετά το πρώτο.

Αλλά οι δικοί του πάλε δεν τη χωνεύανε, κάτι τους ξίνιζε, κάτι τους βρώμαγε κι όλο τη γλωσσοτρώγανε. Πες-πες, τους κατάφερε η γειτόνισσα να τόνε γελάσουνε πως η γυναίκα του έκανε αίσχη πίσω από την πλάτη του, να τη διώξει, για το καλό του τάχαμου – λες και δεν ήξερε εκείνος ποιο ήταν το καλό του και το ξέρανε μαθές όλοι οι άλλοι για δαύτονε. Να μην τα πολυλογούμε, μια μέρα που ο ταβερνιάρης είχε πάει στους μακελάρηδες να πάρει κρέατα για το μαγέρικο κι η γυναίκα του ζέστανε νερό να κάμει το λουτρό της, η μάνα του έβαλε έναν από τους φίλους του το σπίτι κι η γειτόνισσα έτρεξε και τόνε φώναξε. Γυρνάει σπίτι, τι να ιδεί, βρήκε τη γυναίκα του τσίτσιδη που είχε κάμει το λουτρό της, το φίλο του στην κάμαρη και το γιο του να κλαίει παρατημένος στην κούνια που τον είχε τσιμπημένο η μάνα του ταβερνιάρη γι’ αυτή τη δουλειά.

Με τα λίγα και τα πολλά, την πέταξε στο δρόμο τη γυναίκα του και την κοπέλα της και μήτε να την ξαναϊδεί, μήτε να την ξανακούσει ήθελε, μήτε της έβαλε πίστη στην αλήθεια που του ‘λεγε. Με τον καιρό, τον καταφέρανε και πήρε και την θεγατέρα της γειτόνισσας, τι είχε και το μωρό και χρειαζούντανε κι εκείνο φροντίδα.

Ας τους αφήσουμε τώρα αυτούς, να πούμε τι απογίνηκε η διωγμένη. Αφού καλό δεν περίμενε από κανέναν πια, πήρε των ομματιών της να φύγει στις ερμιές, να μην ξανασυναντήσει άνθρωπο. Έπιασε την θεγατέρα της από το χέρι και πηγαίνανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες ώσπου αποστάσανε και μπήκανε σ’ ένα χάλασμα να κοιμηθούνε. Μέσα στο όνειρο της γυναίκας παρουσιάστηκε ο πρώτος της ο άντρας, ίδιος όπως τη μέρα που τόνε πήρε γαμπρό.

«Μη σκιάζεσαι», της λέει, «και γύρισα πίσω για καλό. Πολλά άδικα σού ‘χω καμωμένα και τρίζουνε τα κόκαλά μου μες το μνημούρι, ένα κυπαρίσσι δε φυτρώνει να μου κάμει ίσκιο, καντήλι δε μου ‘χει ανάψει ποτές. Δε βρίσκω ησυχία ν’ αναπαθώ α δε διορθώσω τα κρίματά μου. Το πρωί που θα ξυπνήσεις, βάλε και σκάψε δίπλα στη γωνιά, εκεί που είναι η παλιά χόβολη ξεραμένη. Με ό,τι βρεις, κάμε όπως καταλαβαίνεις καλύτερα».

Έτσι που την είχε ορμηνεμένη έκαμε την αυγή και βρίσκει βαθιά στο χώμα ένα σακούλι φλουριά. Ξανάβαλε το μυαλό της και σκέφτηκε και αποφάσισε πως όλες τις ατυχιές της τις είχε πάθει που είναι γυναίκα. Γύρισε πίσω στην πόλη και πρώτα-πρώτα παρήγγειλε αντρίκια ρούχα να φορέσει και αγορίστικα για την θεγατέρα της. Ύστερα πήγε στο μαγέρικο που ήτανε απέναντι από του δεύτερου του άντρα της και το αγόρασε με τα φλουριά.

Έκατσε και το ασβέστωσε, άλλαξε τραπέζα και καρέγλες και το ‘καμε αγνώριστο. Έκανε και το μάγερα μοναχή της και σιγά-σιγά, μάζεψε πελατεία κι έκανε χρυσές δουλειές. Μα και ο άντρας της δεν πήγαινε τελείως χαμένος, όποιος δεν έβρισκε να κάτσει στο δικό της πήγαινε απέναντι. Άλλο καλό όμως δεν είχε εκείνος ο άνθρωπος. Ο δεύτερος ο γάμος του βγήκε σκάρτος. Η γειτονοπούλα του έκαμε δεύτερο γιο και μόνο το δικό της παιδί κοίταζε να ‘χει καλά ρούχα και να ναι φαγωμένο. Ο πρώτος ο γιος όλο με τα αποφάγια είχε να κάμει και με ξύλο και του ‘λεγε πως αν τη μαρτυρήσει θα τόνε δώσει σκλάβο για τιμωρία. Παιδάκι ήτανε, δεν ήξερε καλύτερα και την πίστευε. Εκείνη η άτιμη είχε και αγαπητικούς και για να μην τους βάζει μέσα στο σπίτι της, τους συνάνταγε στο πατρικό της, που η μάνα της τής έκανε πλάτες όταν τάχαμου πήγαινε για επίσκεψη. Όλ’ αυτά τα ‘βλεπε η μάνα του ταβερνιάρη και έσκαγε από τη στεναχώρια της, αλλά δε μίληγε για να μη στεναχωρήσει το γιο της και για να μη βγει στο φόρο πως αυτή έφταιγε πρώτ’ απ’ όλα για την κατάντια του.

Αλλά τα ‘βλεπε και η ξαναπαντρεμένη, ακόμα μασκαρεμένη αντρίκια. Κι αν τον άντρα της δεν τον παραλυπόταν που την είχε διώξει χωρίς να την ακούσει και να της βάλει πίστη, το παιδί της το έρμο, το σπλαχνίζονταν. Το περιμάζευε, το ‘κρυβε άμα ήθελε να το δείρει η μητριά, το τάιζε και του μπάλωνε τα ρούχα. Και όταν μεγάλωσε κάπως, το ζήτησε και το πήρε παραγιό με καλό μισθό. Ο πατέρας του δεν ήθελε στην αρχή, μα είχε βρεθεί στην ανάγκη. Ούτε το μαγέρικό του είχες τις παλιές τις δόξες, ούτε και πολλά φλουριά του είχανε μείνει στην άκρη με τη γυναίκα που είχε πάρει και αντί να τον βοηθά στις δουλειές, τον έβαζε να πάρει υπηρέτες και να της κάνει λούσα. Τόσο ξέπεσε πια ο ταβερνιάρης, που ως κι οι φίλοι του δεν τρώγανε πια κοντά του, μα πηγαίνανε στο άλλο μαγέρικο, της πρώτης γυναίκας του.

Εκείνη με τα χρόνια είχε μάθει να παίζει τα ζάρια που της είχε αφημένα ο μακαρίτης, αλλά με τέχνη, όχι σαν τον μακαρίτη που την άφηκε χήρα. Του γιου της και της κόρης της μονάχα, δεν άφηνε ποτέ τα χέρια να πιάσουν τέτοια πράματα και τους το είχε ευχή και κατάρα να μην παίξουν ποτέ στη ζωή τους. Ο δικός της ο σκοπός ήτανε άλλος. Έπιασε να παίζει με τους παλιούς φίλους του ταβερνιάρη και τους κέρδευε συνέχεια, τους πήρε σπίτια και περιουσίες και τους άφησε στο δρόμο. Μα είπε τους τα δίνει όλα πίσω, μονάχα να πάνε να πούνε την αλήθεια για την απάτη που είχε ακούσει τάχαμου πως είχανε κάμει μιανής γυναίκας – του εαυτού της, σα να λέμε. Όλοι κι ο καθένας οι φταίχτες εντρεπόντανε, μα δεν την αντέχανε και την ανέχεια και τελικώς κάμανε την ανάγκη φιλοτιμία και τα ξεφουρνίσανε όλα στον ταβερνιάρη.

Σαν τα άκουσε εκείνος, δεν ήθελε να πιστέψει στην αρχή τέτοιο πράμα. Μα έλα που ήρθε κι ο μοναχογιός του παραπίσω και τον έπιασε και του είπε όλα τα πάθια που είχε περασμένα μικρός. Και τον έσυρε κοντά του, μαζί και τη γιαγιά του, να πιάσουνε τη μητριά στο σπίτι της συμπεθέρας με τους αγαπητικούς στα πράσα. Κι αλήθεια έτσι γίνηκε. Ποιος τον είδε τον ταβερνιάρη μετά και δεν τόνε φοβήθηκε! Ούτε φίλους ήθελε να ξαναϊδεί, ούτε τη δεύτερη τη γυναίκα και την πεθερά του, ούτε τη μάνα του την ίδια, με το κακό που του ‘χανε κάμει και πήγε η μισή ζωή του στράφι. Και στο γιο του τον πρώτο ντρεπότανε να παρουσιαστεί, που δεν τον είχε προσεγμένο κατά πώς έπρεπε. Μόνο έκλεισε το μαγέρικό του και καθόταν απόξω ν’ αναστενάζει, πώς να ‘βρισκε την πρώτη του γυναίκα να της ζητήσει σχώρεση γονατιστός.

Πήγε κοντά ο άλλος ο ταβερνιάρης – η ξαναπαντρεμένη, σα να λέμε – και του έπιασε κουβέντα. Αφού άκουσε όλη την ιστορία, πιάνει και τον ρωτάει τον δυο φορές ζωντοχήρο:

«Εγώ την ξέρω τη γυναίκα που ‘διωξες και ζει καλά. Σε ξαναπαίρνει λες πίσω άμα έχει τώρα φλουριά και μπορεί να ματαπαντρευτεί νεότερο κι εμορφότερο; Κι άμα έχει γνωρισμένους τρεις και τέσσερις άντρες, τι να σε κάμει εσένα έναν και σιτεμένο; Και το παιδί που σου ‘καμε θα το ‘χει ξεχασμένο, τόσα χρόνια που ‘χει να το ‘δει κι έχεις και δεύτερο παιδί ακόμα, που δε βγήκε από τη δική της την κοιλιά».

«Καλά τα λες», αποκρίθηκε φαρμακωμένος ο ταβερνιάρης, δίχως να ξέρει ακόμα πως την είχε μπροστά του εκείνη που ‘ψαχνε. «Εμένα η ζωή μου τελειωμένη είναι τώρα. Ούτε περιμένω τίποτις από δαύτη, μονάχα να ξεχολώσει όσο γίνεται, να σκωθεί από πάνω μου το άδικο που της έκαμα σκεδόν αθέλητά μου και μετά να φύγω στις ερμιές να μη βλέπει άνθρωπος τις πομπές μου».

Τότες λύγισε η καρδιά της μασκαρεμένης και φανερώθηκε πως είναι γυναίκα και ποια.

«Μωρέ τελειώνει ποτέ η ζωή όσο παίρνουμε ανάσα;», του λέει. «Όπως εσύ δε μ’ έκανες πέρα μέχρι που σε γελάσανε, έτσι κι εγώ δε σε κάνω πέρα για ξένες κουβέντες. Και να πας να βρεις τον άλλο γιο που έκαμες, γιατί δεν έχει παιδί μου και παιδί σου. Όπως εσύ τη θεγατέρα μου την είχες σα δική σου, έτσι κι εγώ θα το ‘χω το παιδί αίμα μου. Άιντε γιατί έχουμε να τα κοιτάξουμε και να τα νοικοκυρέψουμε, να κάμουνε καλές παντρειές, όχι σαν εκείνες που μας βρήκανε εμάς».

Αγκαλιαστήκανε, φιλιώσανε και για τα χρόνια που χάσανε και δεν ήτανε μαζί, τα άλλα χρόνια που ‘ρθανε παραπίσω, διπλά καλά τα περάσανε.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Στιγμή 3

Αυτή τη φορά παρουσιάζω έναν χαρακτήρα που έχω ήδη μιλήσει γι' αυτόν (στην ανάρτηση περί μαγείας).

Μελέτιος

Έβλεπε το μείγμα να κοχλάζει στο βραστήρα, τα στέρεα υλικά να σηκώνονται στιγμιαία στην επιφάνεια μαζί με μικροσκοπικούς πίδακες, να ξαναβυθίζονται.

Άκουγε πίσω του τις σταγόνες να πέφτουν από το στόμιο του πρώτου άμβυκα, μία-μία, να καταλήγουν μέσα στον δεύτερο για να συνεχίσει η απόσταξη, να διαταράσσουν την επιφάνεια του υγρού με αλλεπάλληλα κύματα.

Αισθανόταν τον σκληρό βολβό που τεμάχιζε να λιγοστεύει, να γίνεται ελαφρύτερος με κάθε κατέβασμα του μαχαιριού, ενώ η λεπίδα βάραινε σχεδόν ανεπαίσθητα από τους χυμούς και τα κομματάκια που κολλούσαν πάνω της.

Γευόταν το πικρό κόμμι που μασούσε εδώ και ώρα, ενώνοντάς το με το σάλιο του ώσπου να μαλακώσει, να μετουσιωθεί και να γίνει έτοιμο για να προστεθεί στη χύτρα μαζί με όλα τα άλλα μέρη της συνταγής, το καθένα απαραίτητο με τον τρόπο του.

Οσφραινόταν τον ίδιο του τον ιδρώτα, το στυφό κάρβουνο στα πύραυνα, τα λαχανικά, τη σάρκα, το οινόπνευμα, τα πιο εξωτικά υλικά που είχε βγάλει από τα σφραγισμένα βάζα και απελευθέρωναν τις ευωδιές και τις αποφορές τους όσο περίμεναν να χρησιμοποιηθούν.

Ένιωθε – μ’ έναν τρόπο που οι άλλοι άνθρωποι ήταν αδύνατον να κατανοήσουν – τη σταδιακή αποδυνάμωση του άχρωμου, άοσμου, άγευστου υγρού που βρισκόταν διπλοκλειδωμένο στο ερμάρι του πίσω δωματίου. Η ουσία που ήταν φυλακισμένη μέσα του να διασπείρεται και να χάνεται οριστικά κι αυτός ακόμη δεν μπορούσε να βρει πώς να το συντηρήσει, πού να το χρησιμοποιήσει.

Και πάνω απ’ όλα ένα ενοχλητικό βουητό που δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί, ένα ερέθισμα λιγότερο σημαντικό από τα άλλα. Η φωνή του πελάτη του.

«… θέλω να είμαι βέβαιος πως το παιδί είναι δικό μου», μπαμπάλιζε ο γέρος.

Να μην παντρευόσουν γυναίκα σαράντα χρόνια νεότερή σου τότε, ήθελε να απαντήσει ο φαρμακός.

«Να πεθάνει, αν τόλμησε να με απατήσει!»

Αλλά ο εραστής της, που σίγουρα θα είναι γνωστός σου, δικός σου άνθρωπος, να μην πάθει τίποτε, γιατί είναι άντρας. Ή θα το σκεφτείς αργά και θα έρθεις πάλι, να σου βρω έναν τρόπο να μάθεις ποιος ήταν.

«Να σαπίσει το ξένο έμβρυο μέσα της και να πεθάνει κι αυτή!»

Κι αν αυτό δεν είναι ξένο, ίσως είναι το επόμενο. Ή μπορεί να παίρνει προφυλάξεις με τον εραστή που σίγουρα έχει. Αλλά δε βλέπεις μπροστά να μου ζητήσεις μια συνολική και μόνιμη λύση.

Ο φαρμακός σκούπισε τα χέρια του πάνω στο λευκό χιτώνα του και πρόσθεσε μερικούς χρωματιστούς λεκέδες ακόμη. Μπορούσε να εξυπηρετήσει το χούφταλο, να εξοντώσει τη γυναίκα του και το εξώγαμό της. Δυο νεκροί ακόμη, σιγά τη διαφορά. Μπορούσε κανείς να γνωρίζει αν θα επιβίωναν τη γέννα χωρίς τη δική του παρέμβαση, πόσα χρόνια τους έμελλε να ζήσουν ούτως ή άλλως; Η οδύνη του εραστή της, η πιθανή μετάνοια του γέρου; Δικά τους προβλήματα, καρποί της αφροσύνης τους. Ή μπορούσε ο Μελέτιος να φανεί προνοητικότερος από τον άντρα που είχε απέναντί του. Να δοκιμάσει το μυστηριώδες υγρό που είχε στο πίσω δωμάτιο, αντί να το αναβάλει συνέχεια με τη δικαιολογία πως έψαχνε καλύτερα ευκαιρία. Και στο τέλος θα του ξεθύμαινε εντελώς. Ας το έπαιρνε καλύτερα εκείνη η έγκυος και το αποτέλεσμα του πειράματος θα φαινόταν σε λίγους μήνες.

Αυτό πραγματικά ήταν κάτι με το οποίο τον ενδιέφερε να ασχοληθεί για λίγες στιγμές, πριν επιστρέψει στο τωρινό μείγμα που κόντευε να κόψει.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Οι Περιφέρειες - Ευίππου

Η Περιφέρεια Ευίππου, στο νότιο μέρος της Οικείας Ανατολής, είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί. Αποτελείται από πεδιάδες, βουνά, λίμνες και κάθε άλλου είδους γεωγραφικό στοιχείο, όλα σε μικρή έκταση. Αν υπάρχει κάτι μοναδικό στην περιοχή, εκτός από το πλήθος των εξαιρετικών αλόγων που εκτρέφονται εκεί, αυτό είναι οι νεραϊδότοποι: κοιλάδες γεμάτες φυσικούς ορθόλιθους και πετρώδεις πλαγιές με σχισμάδες στις οποίες ο άνεμος ουρλιάζει αδιάλλειπτα. Το απόκοσμο τοπίο κάνεις τους ανθρώπους να λένε πως είναι έργο η κατοικία νεράιδων.


Photo by Mila Zinkova/Edit by CillanXC. Used under the Creative Commons Attribution ShareAlike 2.5 Licence.


Η νεραϊδονύφη

Σε καιρούς παλιακούς, τον τόπο τον διαφέντευε ένας άρχοντας που είχαν να λένε για την εμορφιά του. Βρήκε και ταίρι αντάξιό του και κάμαν ένα γιο που δεν είχε ξαναδεί η Πλάση. Ψηλός, σπαθάτος, μελαχροινός, μαυρομάτης. Μα όσο μεγάλωνε, απ’ όλους το ίδιο άκουγε. Πως γυναίκα ταιριαστή του σε όψη και σε πλούτο, δε θε να βρει.

Όταν φτάσανε τα χρόνια του για παντρειά, κάμανε καλέστρα ο κύρης κι η μάνα του σε όλες τις αρχοντοπούλες να διαλέξουνε την καλύτερη. Μα καμιά δεν τους γιόμιζε το μάτι και σε καμιά δεν το παίρνανε απόφαση να δώσουνε τον κανακάρη τους. Κι εκεί που είχαν απελπιστεί κι αυτοί κι εκείνος, ένα βράδυ που καθόταν στον κήπο του και τραγουδούσε λυπημένος, σαν ένα φως να ‘πεσε στα μάτια του. Γυρνάει, τι να δει; Μια κόρη τόσο ξανθομαλλούσα που το κεφάλι της καθρέφτιζε το φεγγάρι, άσπρη σαν το γάλα και πρασινομάτα σαν τη γάτα.

Τρέχει να πάει κοντά της, δεν πρόλαβε. Καβαλίκεψε ‘κείνη ένα άτι άσπρο, έκατσε πλαγιαστά στη σέλα και μην την είδατε, μην την απαντήσατε. Πάει το αρχοντόπουλο στους γονέους του και τους λέει το και το. Εγώ ή θα πάρω αυτήνη ή θα πάω καλόγερος. Είπανε να στείλουνε κόσμο να την ψάξει, μα το αρχοντόπουλο δεν κρατιότανε. Ούτε συνοδειά έπαιρνε κοντά του. Μόνο το δαχτυλίδι της μάμμης του να το δώκει για αρρεβώνα και το πιο γλήγορο άλογο που είχανε, να φύγει αξημέρωτα ακόμα. Πώς να κάμουνε ο κύρης κι η μάνα του, του δώκανε την ευκή τους.

Παίρνει το στρατί στρατί, το δρόμο δρόμο, περνάνε μέρες, φτάνει σε μια διχάλα σε βουνί και δεν ήξερε πού να πάει. Βλέπει ένα αϊτό κουρνιασμένο σε δεντρί με το κεφάλι χαμηλά και τις φτερούγες κατεβασμένες. Ντράπηκε να τον ρωτήσει για την κοπελιά.

«Τι έχεις κυρ-αϊτέ;»

«Τι να ‘χω, που έκαμε η κυρά μου έκαμε ένα σωρό αυγά εφέτος και δεν προλαβαίνω να κυνηγάω και να ταΐζω τ’ αϊτόπουλα; Όπως πάει, δε βλέπω να μου ζούνε όλα. Να ‘σαι καλά που άκουσες τα βάσανά μου, γιατί μια κόρη που πέρασε μ’ ένα άσπρο άλογο και πήγε στο ζερβί το μονοπάτι, ούτε και ‘στάθη με καλησπερίσει».

Ευχαριστεί το αρχοντόπουλο τον αϊτό, του εύχεται καλή τύχη και πάλι πίσω στο δρόμο. Φτάνει σε διχάλα σε κάμπο και πάλι κοντοστέκεται. Εκεί ήτανε ένας περιβολάρης με τα παλικάρια του και φορτώνανε το βιος τους σ’ ένα κάρο να φύγουνε. Ντράπηκε το αρχοντόπουλο να ρωτήσει για την κόρη που ‘ψαχνε.

«Τι κακό σας βρήκε πατριώτες κι αφήνετε τη γη σας πίσω;»

«Κακό μαύρο», αποκριθήκανε. «Εφέτος γινήκανε πολλοί λαγοί και δεν προφταίνουμε να τους ξεπαστρεύουμε, μας χαλάνε όλα τα φύτρα. Πάει ο κόπος μας χαμένος και σοδειά δε θα ξαναδούμε Να ‘σαι καλά που άκουσες τα βάσανά μου, γιατί μια κόρη που πέρασε μ’ ένα άσπρο άλογο και πήγε στο ζερβί το μονοπάτι, ούτε και ‘γύρισε να μας κοιτάξει».

Βιαζότανε το αρχοντόπουλο να πάει ξοπίσω της, μα δεν του ‘κανε και καρδιά να τους αφήσει έτσι, που τον είχανε βοηθημένο. Γυρνάει πίσω, ξαναβρίσκει τον αϊτό και του λέει έτσι κι έτσι, εκεί θα πας να βρίσκεις όσο κυνήγι θες.

«Τέτοιο καλό που μου ‘καμες», αποκρίθηκε το πουλί, «πάρε το φτερό μου κι α με χρειαστείς το τσακίνεις».

Πάλι μπροστά το αρχοντόπουλο, πάει και πάει, φτάνει σε διχάλα δασωμένη και δεν ήξερε κατά πού να κάμει. Βλέπει ένα κυνηγό κι ήτανε κίτρινος σαν το φλουρί και καθότανε σε μια πέτρα να πελεκάει ένα κομμάτι ξύλο. Ντράπηκε να τον ρωτήσει για την κόρη, μες τη στενοχώρια του.

«Τι βάσανο έχεις, κυρ κυνηγέ;»

«Το βάσανο που ‘χεις και ‘συ. Του έρωτα. Άμα γυαλιστείς, θα δεις που έχεις καταντήσει σαν εμένα απ’ τον καημό. Μα εγώ πάω να χαθώ, γιατί ο κύρης της κόρης που θέλω μου ζήτησε να του φέρω ένα δέρμα για να δείξω την τέχνη μου κι όπως είναι χειμώνας, έχουν λουφάξει όλα τα θεριά και δε βρίσκω κανένα. Και στεναχωριέμαι γιατί πέρασε μια ξανθομαλλούσα και μου θύμισε τον καημό μου όπως ξεμάκραινε στο ζερβί μονοπάτι».

Το αρχοντόπουλο αγκάλιασε τον κυνηγό και του ‘πε να βαστήξει καρδιά και θα βρεθεί τρόπος, όπως βρισκότανε και για κείνο. Μετά καβαλίκεψε ξανά και πήρε το κατόπι της κόρης. Ώσπου έφτασε σ’ ένα λιβάδι και τέλειωσε το μονοπάτι και δεν ήξερε τι να κάμει. Βλέπει μελισσοκόμους και κλαίγανε τα κουβέλια τους σπασμένα. Ντράπηκε να τους ρωτήσει για το δρόμο μες τον πόνο τους.

«Τι πάθατε, μαστόροι;»

«Τι να πάθουμε; Κάθε που ξαναστένουμε κουβέλια, έρχεται μια αρκούδα και τρώει το μέλι. Δυο φορές μεγάλη σαν τις άλλες, μήτε ύπνος την πιάνει τώρα που πιάσανε χιόνια, μήτε τίποτα τη βαστάει πίσω, μήτε φοβάται σκυλί. Χτες πρόγκηξε και το άτι της αρχόντισσας που έχει το παλάτι της πέρα προς τα κει και δε στάθηκε να τη φιλέψουμε».

Βλέποντας που κόντευε να φτάσει εκεί που ‘θελε, το αρχοντόπουλο δεν κρατιότανε. Μα σκέφτηκε και τον κυνηγό που μαράζωνε και δεν του ‘κανε καρδιά να τον απαρατήσει στη μοίρα του. Ματαγυρνάει στο δάσο και του λέει το και το, εκεί θα πας να στήσεις καρτέρι, να βρεις δέρμα που δεν το ματάδε μάτι ανθρώπινο.

«Τέτοιο καλό που μου ‘καμες», αποκρίθηκε ο κυνηγός, «πάρε τη σαΐτα μου κι α με χρειαστείς την τσακίνεις».

Μετά, ποιος το κρατεί και ποιος το προλαβαίνει το αρχοντόπουλο! Περνάει και το λιβάδι και φτάνει σ’ ένα νεραϊδότοπο. Φέρνει από ‘δω, φέρνει από κει, βρίσκει μια λίμνη και δίπλα ένα γέρο πλάτανο με τα κλωνιά του γερμένα λες κι ήτανε ιτιά. Παλάτι πουθενά. Ντράπηκε να ρωτήσει το δεντρί που είχε τέτοιο χάλι.

«Τι έχεις γερο-πλάτανε;»

«Τι να ‘χω, παιδί μου; Χίλιοι και μύριοι ταξιδιώτες κοιμηθήκανε στη σκιά μου και τώρα άνθρωπος δε με πλησιάζει, γιατί έχει κρεμαστεί ένα αγριομελίσσι στα κλωνιά μου κι όποιος σιμώσει τον κεντάνε».

Το παλικάρι δάγκωσε τ’ αχείλι του, μα το λυπήθηκε το δεντρί και γύρισε πίσω στο λιβάδι να μάθει πώς να καπνίζει τα κουβέλια. Κι ύστερα γύρισε στη λίμνη κι έδιωξε το μελίσσι.

«Να ‘σαι καλά σου πάντα», είπε ο γέρο-πλάτανος. «Δυο χάρες θα σου κάμω για το καλό που μου ‘καμες. Για να φτάσεις ως εδώ, θα γυρεύεις τη νεράιδα. Περίμενε, το λοιπόν, ως να γιομώσει το φεγγάρι και να φτάσει να φέγγει ίσα πάνου απ’ το νερό. Και τότε πιάσε γερά μια φεγγαραχτίδα και γλίστρα να σε πάει τέρμα κάτου, αλλιώς δεν προφταίνεις με ανθρώπινη ανασαιμιά να φτάσεις. Και πάρε κι ένα κλωνί μου κι α με χρειαστείς το τσακίνεις».

Έτσι έκαμε το αρχοντόπουλο. Καρτέρεσε, και σαν το φεγγάρι έφτασε μεσούρανα και ασήμισε το νερό, απλώνει το χέρι, γραπώνει λίγο φως και αμολιέται. Κατεβαίνει, κατεβαίνει, περνάει δίπλα από ψάρια, και τι να δει μπροστά του, μες τη λίμνη ήταν ένα γυάλινο παλάτι που δε φαινόταν στα νερά, παρεξόν κι άμα το φώτιζε το φεγγάρι. Κι η αχτίδα που βαστούσε τον έφερε στο κατώφλι μπροστά, σα σκοινί κρεμασμένο. Διαβαίνει τη θύρα, όλα μέσα κρουσταλλένια και μαλαματένια, τέτοιο πλούτο δεν είχανε ούτε οι γονέοι του. Και σ’ ένα θρονί διαμαντένιο, η νεράιδα – που ήτανε, δηλαδή, η κόρη που κυνήγαε τόσες μέρες – και έλαμπε πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα πράματα εκεί μέσα. Και γύρα της αγάλματα παλικαριών.

Τον κοιτάει καλά-καλά με τα πράσινα τα μάτια της και του λέει:

«Ήθελα να σε δω που είχανε να λένε για την εμορφιά σου, μα σ’ έκαψα με τα καμώματά μου. Τι εδώ που ήρθες, ή θα με πάρεις νύφη ή πας χαμένος. Τον βλέπεις κείνο τον τράφο; Είναι γιομάτος με τα δαχτυλίδια που μου φέρανε άλλοι γαμπροί. Μα είμαι νεράιδα και πριν πλαγιάσω με άνθρωπο πρέπει να κάμει τρεις ανδραγαθίες. Κι αν χάσει την πρώτη, τον κοιτώ και του ξεραίνονται τα χέρια. Κι αν χάσει τη δεύτερη, τον κοιτώ και παλαβώνει. Κι αν χάσει την τρίτη, τον κοιτώ και μαρμαρώνει».

Στη μοναξιά της, η νεράιδα είχε ένα χρυσό τόπι σαν όλες τις γενιάς της για να παίζει. Μα το ‘χε χαμένο καιρούς και χρόνια και δεν ημπόρεσε κανένας να το ‘βρει κι ας γυρίσανε όλο το νεραϊδότοπο, απ’ άκρη σ’ άκρη. Πρώτη ανδραγαθία ήτανε να πάει το αρχόντόπουλο να της φέρει της νεράιδας το τόπι της. Τσακίνει το αρχοντόπουλο το φτερό του αϊτού, πετάει το πουλί, γυρεύει εδώ, γυρεύει εκεί, φτάνει το μάτι του και βλέπει εκεί που τ’ ανθρώπινο δεν έφτανε. Ήτανε το χρυσό το τόπι πιασμένο μέσα σε μια βατσουνιά, μiσοξηλωμένο. Βουτάει ο αϊτός λες και χούμαγε σε περιστέρα, το πιάνει με τη μύτη του το τόπι και το φέρνει να το απιθώσει μπρος στα πόδια του παιδιού.

Ήταν κι ένα αηδόνι αργυρό, που η φωνή του ακουγόταν έλεγε ο μύθος, σαν χίλια κουδουνάκια. Κι όποιος τ’ άκουγε, λέγανε, τον πιάνανε τα γέλια απ’ τη χαρά του, δεν πα να ‘χε και πένθος ακόμα. Δεύτερη ανδραγαθία ήτανε να πάει το αρχοντόπουλο να της φέρει της νεράιδας τ’ αργυρό αηδόνι ζωντανό, να τ’ ακούει το κελάηδισμά του σαν σεργιανά στους νερένιους κήπους της. Ο αϊτός μπορούσε να το βρει που φτερουγίζει, μα μόνο σκοτωμένα ήξερε να τα πιάνει τα άλλα πουλιά, ποτέ ζωντανά. Τσακίνει το αρχοντόπουλο τη σαΐτα του κυνηγού, έρχεται αμέσως κείνος, ήξερε όλα τα καρτέρια και τα δόκανα. Απλώνει σιναπόσπορο, κεχρί και κόλλα από ρετσίνι, κατεβαίνει τ’ αργυρό αηδόνι να τσιμπολογήσει και πιάνεται, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τις φτερούγες του. Το βάζει ευθύς σε κλουβί ο κυνηγός, το δένει σε φεγγαραχτίδα κι ίσια κάτω κυλάει, τσουπ στα χέρια του αρχοντόπουλου.

Κόντευε να κάτσει το φεγγάρι και λίγο είχανε να φαίνονται ακόμα οι αχτίδες του στη λίμνη. Τελευταία ανδραγαθία ήτανε να φτάσει το αρχοντόπουλο απάνω στην όχθη πρώτα από τη νεράιδα. Πιάνουνε κι οι δυο ν’ ανέβουνε, αλλά πού, άλλο το γλύστρισμα προς τα κάτου, άλλο το σκαρφάλωμα. Η κόρη κόντεψε να χαθεί από τα μάτια του αρχοντόπουλου, αλαφρή σα σύγνεφο, όπως όλες οι νεράιδες. Τα δικά του τα χέρια, αμάθητα από δουλειά, ματώνανε. Πού να την προλάβει. Χαμένος από τη μια, χαμένος από την άλλη. Να μείνει πίσω, μόλις καθότανε το φεγγάρι θα πνιγότανε, να φτάσει δεύτερος, θα τον μαρμάρωνε η νεράιδα. Τσακίνει το κλωνί του πλάτανου το αρχοντόπουλο, γέρνει το δεντρί, πιάνεται γερά αυτός, τον τραβάει ο γέρο-πλάτανος. Την ώρα που πάτησε το πρώτο ποδάρι της νεράιδας στην όχθη, πατήσανε και τα δυο τα δικά του μαζί δίπλα της και την κέρδεψε.

Πια δεν είχε λόγο να του πει και να τον κάμει πέρα. Αποφασίσανε να κάμουν δυο γάμους, έναν στο παλάτι της κι έναν στο δικό του, και να ζούνε το μισό χρόνο εδώ και το μισό χρόνο εκεί. Και γίνανε δυο γλέντια που δεν ξαναπεράσανε ούτε θα ξαναπεράσουνε, σαράντα μέρες να χορεύουνε οι ανθρώποι με τις νεράιδες αντάμα, κι ύστερα άλλες σαράντα να χορεύουνε οι νεράιδες με τους ανθρώπους. Καλότυχος να το ‘βλεπε!