Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Η καθαρότητα της Φυλής

Λέει η «Φυλλάδα του Μέγ’ Αλέξανδρου» (τουλάχιστον στις εκδόσεις του 18ου μ.Χ. αιώνα, αν όχι ήδη στις πρώτες του 4ου):

Ηύραν ανθρώπους μονοπόδαρους, με ουρά ωσάν πρόβατα, και πιάνοντας πολλούς και απ' αυτούς, ήφεράν τους εις τον Αλέξανδρον· όστις τους ερώτησε λέγων· πώς είστε αυτού; […] Το κρέας μας είναι νοστιμώτερον από όλα τα πετούμενα και τετράποδα, το κουφάρι μας γέμει πολύτιμα λιθαρόπουλα, με χοντρόν μαργαριτάρι, και το πετζί μας σίδερον δεν το απερνά. Ως τους ήκουσεν ο Αλέξανδρος, εγέλασε λέγων· ο άνθρωπος από την γλώσσαν του χάνει το κεφάλι του.


Ας έχουν τόσο παράξενη φυσιολογία, ας είναι βρώσιμα, τα πλάσματα που περιγράφονται δεν τα χαρακτηρίζει με κάποιο τρόπο «μη ανθρώπους» ο συγγραφέας.

Στον Πάρσιφαλ (γραμμένο γύρω στο 1200), ο πρωταγωνιστής έχει έναν ετεροθαλή αδελφό ονόματι Feirefiz, από Μαυριτανή μητέρα, ο οποίος είναι παρδαλός, με άσπρα και σκούρα μπαλώματα, όπως θα ήταν ένα ζώο με γονείς διαφορετικών χρωμάτων. Προφανώς, ο ραψωδός δεν είχε ποτέ συναντήσει μιγάδα. Αλλά το όλο θέμα δεν έχει κάποιο κρυφό νόημα, είναι καθαρά για λόγους ποικιλίας και εξωτισμού. Ο Feirefiz περιγράφεται ως ιδιαίτερα εμφανίσιμος και είναι ο μόνος πολεμιστής ισάξιος του πρωταγωνιστή.

Η φυλή – όπως λέμε «Λευκή φυλή» ή «Μαύρη φυλή», όχι όπως λέμε «η φυλή των Απάτσι» ή «η φυλή των Ζουλού» – δεν υπάρχει στις καταβολές του φάνταζυ σαν έννοια. Εμφανίζεται τη δεκαετία του 1930, και στον Howard και στον Tolkien. Κι εδώ, οι δυο μεγάλοι δεν βρίσκονται στους αντίποδες του φάσματος ως συνήθως. Οι απόψεις τους μάλλον ταυτίζονται.

Ο πρώτος μένει σε Λευκούς, Μαύρους, «Καστανούς» και Κίτρινους, ενώ ο δεύτερος μιλάει για ξωτικά, νάνους και χόμπιτ, αλλά η λέξη είναι ίδια: race. Δε μιλάμε για έθνη ή είδη, αλλά για φυλές. Και ισχύουν οι ίδιες πάνω-κάτω παραδοχές στους δυο πατέρες του είδους, οι οποίες θα έπρεπε να φαίνονται παράξενες σε έναν σύγχρονο αναγνώστη:

- Υπάρχει σαφής ιεραρχία από το καλύτερο προς το χειρότερο. Ο Λευκός είναι ανώτερος σε κάθε ουσιαστικό ζήτημα από τον Μαύρο. Το ρέψιμο του πιο φάλτσου ξωτικού είναι μελωδικότερο από το τραγούδι του πιο καλλίφωνου Ανθρώπου. Ο νάνος ξεπετάει ένα αριστούργημα στο λεπτό άμα έχει σφυρί και αμόνι. Το χόμπιτ είναι ανθεκτικό στα πάντα. (Στη μια περίπτωση, ο αναγνώστης ως Λευκός είναι στην κορυφή, στην άλλη ως Άνθρωπος είναι στον πάτο, αλλά η ουσία είναι πως δεν υπάρχει η έννοια της ποικιλίας, μόνο της κλίμακας)

- Οι μικτοί γάμοι δεν είναι απλώς κατακριτέοι, είναι και ανύπαρκτοι. Πιο σπάνιοι απ’ όσο υπήρξαν ποτέ στην Ιστορία κι απ’ ότι ήταν στις ιδιαίτερες πατρίδες των δυο συγγραφέων. Ενώ οι φυλές στο φάνταζυ ζουν πολύ πιο ανάκατες από τις διάφορες εθνότητες στον Μεσαίωνα του πραγματικού κόσμου, δεν υπάρχει σεξουαλική έλξη μεταξύ τους. Οι ξωτικοκυράδες είναι πιο ωραίες από τις Ανθρώπινες γυναίκες, αλλά δεν ποθούν όλοι οι Άνθρωποι μια τέτοια σύζυγο. Ομοίως για τις Λευκές και τους μη Λευκούς άντρες. Σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ οι ενώσεις αφρικανών και ινδιάνων δεν ήταν ασυνήθιστες, αλλά ούτε οι Καστανοί παντρεύονταν Μαύρους, ούτε ένας στους δεκατρείς νάνους βλέπει έστω μία χομπιτίνα του γούστου του σε ολόκληρο χωριό.

- Οι βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών δεν παίζουν κανένα ρόλο στην κουλτούρα και την καθημερινή ζωή τους. Οι κοινωνίες τους λειτουργούν όπως θέλει ο συγγραφέας κι όχι όπως επιβάλει η Φύση. Αντοχή στα τραύματα, υπέρτερη μυϊκή δύναμη, περιορισμένο ύψος, ακόμη και αθανασία, τίποτε δεν αλλάζει το σκεπτικό τους, τίποτα δε λαμβάνουν υπόψη. Υπάρχει μια ψυχολογική προδιάθεση που καθορίζει ότι θα χτίζουν τα σπίτια τους με συγκεκριμένο τρόπο, θα υφαίνουν τα ρούχα τους με συγκεκριμένο τρόπο, θα φτιάχνουν τα έπιπλά τους με συγκεκριμένο τρόπο, θα φέρονται με συγκεκριμένο τρόπο και η πρακτικότητα εκπαραθυρώνεται.

- Οι Ινδοί έχουν τις κάστες, οι δυτικοευρωπαίοι τους ευγενείς, οι Ιάπωνες το giri, εμείς οι Έλληνες το φιλότιμο. Οι φανταστικές φυλές δεν αρέσκονται στις πολιτισμικές έννοιες που να μην μεταφράζονται εύκολα σε κάποιο αγγλοσαξωνικό αντίστοιχο και να θέλουν την εξήγηση ενός αληθινά ξένου τρόπου σκέψης. Δεν προτιμούν κοινωνικές δομές οι οποίες να μην είναι ωμά λογικές και εμφανώς κατασκευασμένες, χωρίς καμιά μυρωδιά παράλογης παράδοσης ή αληθινής πολυπλοκότητας. Απευθείας από τη φιλοσοφία και τις ουτοπίες του Διαφωτισμού ή των αρχών του εικοστού αιώνα, στο χαρτί. Οι τέλειες λειτουργούν ρολόι, χωρίς κανέναν ρυθμιστικό μηχανισμό. Οι ατελείς έχουν εμφανή ελαττώματα, αλλά δεν καταρρέουν, κι ας μην έχουν καμία αιτία συνοχής στην καθημερινότητά τους.

- Οι Άνθρωποι και οι άνθρωποι τεκνοποιούν με οτιδήποτε κινείται. Με ξωτικά, με τελώνια, με δαίμονες από το απώτερο διάστημα. Αλλά οι διασταυρώσεις συνοδεύονται από περίεργα φαινόμενα. Ο αθάνατος γονέας γίνεται θνητός, το παιδί γεννιέται με χαρακτηριστικά που δεν τα είχε καμιά από τις αρχικές φυλές.

- Φυλές και λαοί, δεν έχουν καμιά επαφή μεταξύ τους πριν την έναρξη του βιβλίου, δε βγαίνουν από τα σπίτια τους. Αναγκαζόμενοι να συμπρωταγωνιστήσουν διάφοροι ξένοι μεταξύ τους, σοκάρονται ή μένουν έκθαμβοι κάθε δεύτερη σελίδα με το πώς ξυρίζεται ο άλλος, πώς σκέφτεται, πώς πολεμάει, τι τρώει. Είτε για να βγει γέλιο, είτε για να μπει ένα ακόμα κήρυγμα των απόψεων του συγγραφέα στο στόμα κάποιου χαρακτήρα.

Όλα αυτά είναι δείγματα της εποχής εκείνης. Έγκριτοι επιστήμονες συμβούλευαν τον Τσώρτσιλ να μη φοβάται πόλεμο με τους Ιάπωνες, μιας και τα σχιστά μάτια τους δεν έχουν σωστή αίσθηση του βάθους κι έτσι δεν μπορούν να στελεχώσουν ικανή αεροπορία. Βιολόγοι προσπαθούσαν με μετρήσεις να αποδείξουν ότι οι «φυλές» είναι ξεχωριστά είδη του Homo Sapiens, με διαφορετικές δυνατότητες. Δεν κατακρίνω τον Howard και τον Tolkien που περιγράφουν τον κόσμο όπως τον έβλεπαν γύρω τους, δεν αφαιρεί από την λογοτεχνική αξία του έργου τους. Αν από κάποιο θαύμα βρίσκονται και τα δικά μου βιβλία σε κυκλοφορία εβδομήντα χρόνια μετά την έκδοσή τους, δεν θα φαίνονται λιγότερο δέσμια ξεπερασμένων πια απόψεων.

Αλλά δε ζούμε πλέον στο Μεσοπόλεμο και δεν υπάρχει μόνο μια επιλογή για το πώς θα χειριστούμε τις φυλές στο φάνταζυ σήμερα, ανοίγονται πολλοί δρόμοι μπροστά μας, άλλοι με προοπτικές κι άλλοι αδιέξοδοι. Μπορούμε:

- να είμαστε εντελώς αστοιχείωτοι για το είδος το οποίο υπηρετούμε και την ιστορία του. Να συγχέουμε τις συμβάσεις μιας περασμένης εποχής με τις συμβάσεις του ίδιου του φανταστικού. Δηλαδή, να γράφουμε με τις ίδιες παραδοχές που είχαν οι δυο μεγάλοι στα έργα τους γιατί «αυτό είναι φάνταζυ». Η λύση που επιλέγει η πλειοψηφία των μετά το ’80 συγγραφέων. Συνήθως μιλάμε για μια φυλή υπερανθρώπων στην οποία θα ανήκει ο ήρωας για να ικανοποιούνται οι εφηβικές φαντασιώσεις ισχύος του αναγνώστη και/ή μια φυλή υπανθρώπων την οποία θα γενοκτονεί ο ήρωας χωρίς την ανάγκη για τύψεις.

- να φτιάξουμε μια «φυλή» που δεν έχει πραγματικούς λόγους, να μην ενωθεί με την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Για την ακρίβεια, η κοινωνία της θα κατέρρεε ερχόμενη σε επαφή με τις υπόλοιπες. Την τοποθετούμε σε μια απομακρυσμένη ήπειρο μόνη της ή σε μια άλλη διάσταση και κλείσαμε. Λύση συνηθισμένη και πιστευτή. Αλλά φτηνή, σε ένα λογοτεχνικό είδος στο οποίο χτίζουμε τον κόσμο όπως εμείς θέλουμε.

- να φτιάξουμε μια πραγματικά ξένη φυλή, η οποία ίσως είναι ανθρωποειδής πλην αμφίβια ή ίσως αποτελείται από κατσαρίδες με τέσσερα φύλα. Να δουλέψουμε σοβαρά πάνω της, βάζοντας λίγη Κοινωνιολογία, λίγη Βιολογία, λίγη Λαογραφία, λίγη Γλωσσολογία, μπόλικη κοινή λογική. Όπως κάνουν με τους εξωγήινους στην Επιστημονική Φαντασία. Τίμια τακτική που δεν μπορεί να την μεμφθεί κανείς. Απλά χρειάζεται χώρος σε ένα βιβλίο για παρουσιαστούν και να αναλυθούν όλα αυτά, τόσος χώρος που κινδυνεύει να επισκιάσει την πλοκή του έργου. Εκτός κι αν αυτό είναι το επίκεντρο της πλοκής. Δεν είναι ο τρόπος που σκέφτομαι σαν συγγραφέας και δε νομίζω πως θα πάρω τέτοια κατεύθυνση ποτέ. Σαν αναγνώστης δεν είμαι αρνητικός, αρκεί να μην είναι απλά αφορμή για να δω μια ακόμη ουτοπία ή δυστοπία.

- να μη μιλήσουμε για φυλές, αλλά για λαούς. Ανθρώπους σαν όλους τους άλλους, οι οποίοι έχουν επιλέξει τον απομονωτισμό και μια κοινωνία-κλειστό σύστημα με μηχανισμούς που παρεμποδίζουν την αλλαγή και την διάλυσή της (ιστορικό παράδειγμα: αρχαία Σπάρτη). Στα συν, μιας και μιλάμε για φάνταζυ, μπορούμε να εισαγάγουμε για έναν τέτοιο λαό μικρές βιολογικές διαφορές από την υπόλοιπη ανθρωπότητα, οι οποίες να είναι η αιτία που έχτισαν μια τέτοια κοινωνία και ταυτόχρονα η βοήθεια με την οποία μπορούν να την συντηρούν. Έχω χρησιμοποιήσει τέτοια τακτική σε γραπτά μου, αλλά όχι στους Γιους της Στάχτης.

- να έχουμε, μόνους τους ή μαζί με φυλές στο ίδιο βιβλίο, παράξενους λαούς στους οποίους χωρίζονται οι Άνθρωποι. Να τραβήξουμε αυθαίρετες γραμμές στο χάρτη, χωρίς κάποιο φυσικό όριο όπως βουνό ή ποτάμι και να πούμε «από ‘δω και πέρα ζουν οι μεγαλόσωμοι βουνίσιοι με τις γενειάδες, από την άλλη οι μελαχροινοί και μικρόσωμοι θαλασσινοί». Και να φτιάξουμε πολιτισμούς που θα αφήσουν ιστορία, όπως ο διαρκώς επανεμφανιζόμενος στο κακής ποιότητας φάνταζυ, εκείνος που πιστεύει στην τύχη. Μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι ρίχνουν ζάρια για να πάρουν και την παραμικρή καθημερινή απόφαση. Τις δυο-τρεις πρώτες φορές που το είδα γέλασα – και ήμουν 15 χρονών. Τώρα πια τρομάζω όταν συνειδητοποιώ πως ένας άνθρωπος ικανός να ολοκληρώσει ένα βιβλίο 200 σελίδων με αξιοπρεπή γραφή, βάζει κάτι τέτοιο μέσα και δεν καταλαβαίνει πως είναι ηλίθιο.

- να συνειδητοποιήσουμε ότι οι δυτικοευρωπαίοι το μεσαίωνα όντως δεν έβγαιναν από το χωριό τους, δεν ήξεραν τίποτε για κανέναν άλλον και έπαθαν πολιτισμικό σοκ όταν οι Σταυροφορίες τούς ταξίδεψαν. Αλλά εμείς δεν είμαστε απόγονοί τους. Οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Ρώσοι, οι Κινέζοι, οι Ινδοί, είχαν εμπορικές σχέσεις, αντίληψη της ύπαρξης άλλων ανθρώπων με άλλους τρόπους ζωής. Δεν ήξεραν όλες τις λεπτομέρειες, υπήρχαν παρανοήσεις και φήμες και προπαγάνδα και μισαλλοδοξία. Αλλά υπήρχαν και ταξιδιωτικά κείμενα. Όσοι ζούσαν στα σύνορα ή εμπορεύονταν, έρχονταν συχνά σε κάποια επαφή με τους γείτονες, συμπεθέρευαν μάλλον συχνά. Και δυο άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής που γνωρίζονταν μπορούσαν να αλληλοεκτιμηθούν ή η σχέση τους να παραμείνει τεταμένη, όποια κι αν είναι η επίσημη σχέση των πατρίδων τους, όχι όμως γιατί μοιράστηκαν τον ίδιο υπνόσακο στο Δάσος της Λησμονιάς ή επειδή κοντεύει να τελειώσει το βιβλίο και χρειάζεται δραματουργική λύση κάθε ανοιχτού ζητήματος. Σ’ αυτά τα πλαίσια προσπαθώ να κινηθώ στους Γιους της Στάχτης.

Αν πάρεις τους ανθρώπους που όλοι ξέρουμε και τους δώσεις φτερά, τους βάλεις να φοράνε μόνο κόκκινα ρούχα και να ζουν σε μια πόλη-κράτος με τρεις «κάστες», Ευγενείς, Στοχαστές και Τεχνίτες, λες και είναι μυρμήγκια, δεν έχεις μόλις φτιάξει μια νέα φυλή με πολλές προοπτικές. Έχεις φτιάξει μια καρικατούρα. Οι «μη άνθρωποι» θέλουν δουλειά και βάθος, το ίδιο και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων. Και δουλειά προς τη σωστή κατεύθυνση με τα σημερινά δεδομένα. Γιατί τον Howard και τον Tolkien δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει ότι δεν ήταν διαβασμένοι ή ότι δεν δούλεψαν τους κόσμους. Αλλά δεν μπορούμε αιωνίως εμείς να «πατάμε» πάνω στη δουλειά τους, τη στιγμή που έχουμε άλλα δεδομένα στη διάθεσή μας.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Οι Περιφέρειες - Πελάγους

Στο Πέλαγος υπάρχουν εικοσιένα νησιά, δεκάδες νησόπουλα με μια ή δυο οικογένειες πάνω τους και αμέτρητες βραχονησίδες. Από τόπο σε τόπο, τα έθιμα και η ντοπιολαλιά διαφέρουν, αν και είναι ορατή μια κοινή ρίζα πάντα. Με τις εμπορικές συναλλαγές, οι ιστορίες μεταδίδονται και επιζούν σαν αφηγήσεις σε κάθε νησί, αλλά είναι αδύνατον να πει κανείς ποια μορφή τους είναι αρχαιότερη και κοντινότερη στα αυθεντικά γεγονότα, ποια έχει διαστρεβλωθεί περισσότερο από το σκεπτικό του αφηγητή.

Για παράδειγμα, οι κάτοικοι της Νήου και εκείνοι της Κήρου, αν και βρίσκονται σε συνεχή επαφή, έχουν εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Οι πρώτοι είναι οι καλύτεροι ναυπηγοί στο Πέλαγος, πλούσιοι πλοιοκτήτες, περήφανοι, ιδιαίτερα τοπικιστές - μόνο οι καραβοκύρηδες-έμποροι ταξιδεύουν και δύσκολα κερδίζει κανείς την εμπιστοσύνη τους για να βρεθεί φιλοξενούμενός τους. Οι δεύτεροι είναι οι καλύτεροι ναυτικοί στο Πέλαγος, δουλεύουν στα νηώτικα πλοία από ανάγκη γιατί το έδαφος του νησιού τους είναι φτωχό, είναι ξακουστοί για την πραότητά και την ταπεινότητά τους, ενώ είναι και ιδιαίτερα φιλόξενοι στο σπιτικό τους.


Ζιατί οι Νηώτες ‘εν κάνουσιν Κηριώτες γαμπρούς

Μνια βολά τσ’ έναν τσαιρό, ήσαν τρεις καραβοτσυραίοι ‘δω στη Χώρα, αδέρφια, τσ’ είχασιν τσαι μια αδερφήν πεντάμορφην. Οι γονιοί τζοι είχασιν ποθάνει χρόνια τσαι η μάνα τζοι τσοι είχεν αφημένα φυλαχτάρια, ζια την κακιάν την ώραν.

Σ’ ένα ταγκζίδιν που ήσαν όλοι αντάμα στο ίδιο καράβιν ζια ν’ αγοράσωσιν οίνους στη Βότρια, ο πρωτοναύτης τζοι – που ήτο άτιμη Κηριώτικη σπορά – τσοι άφησεν να πίουσιν ώσπου ζαλιστήκασιν τσαι άμα ζυρίσασιν στο καράβιν, εκέρνα τζοι πλιο ακόμα.

Άμα ξυπνήσασιν με το τσεφάλι βαρύν, τζοι είπε πως του είχαν κάμει λόγο να γενεί γαμπρός τσαι συνεταίρος, να πάρει την αδερφήν τζοι. Τέθοιο πράμα ‘εν εθυμούντασιν. Μα ‘εν εθυμούντασιν τσαι άλλον πράμα, από τσοι πολλούς οίνους τσαι από ντροπή ‘εν μπορούσασιν να κάμουν πίσω, μήμπως τσαι αλήθεια είχασιν κάμει όρκον.

Σα φτάσασιν πίσω στη Νηο, βγάλασιν λαλητήν να πει τον γάμον στσοι ζειτονιές τσαι φωνάξασιν παπά να κάμωσιν τον αρραβώναν.

Μα ο πονηρός ο Κηριώτης ‘εν είχεν στο νου του να γενεί μονάχα αδερφός τζοι, είχεν αποφασίσει να τσοι γκζεκάμει κιόλα, να απομείνωσι όλα τα καράβια τζοι δικά του τσαι όλες τσοι σεντούκες τζοι να τσοι πάρει προίκαν.

Κάλεσέν τζοι να θηρεύσωσιν ρήζισσες, στο βουνίν μπζηλά. Ξεμονάχιασεν τον μικρόν, αμούστακον αγόρι ακόμα, τσαι κάρφωσέν του στην τσοιλιάν ένα κοντάριν που είχεν κρυμμένον από πριν στσοι βάτους. Σαν ακούσασιν οι μεγάλοι τη φωνήν τσαι ετρέξασιν, είπεν τζοι ο γαμπρός πως τον αδερφόν τζοι τον εσούβλισεν ελάφιν που ξάφνισέν το.

Κάμασιν πέθος, κρεμάσασιν τα μαύρα σκουτιά στα παρεθύρια τσαι μάζεψεν η αδερφή το φυλαχτάριν τση μάνας τζοι από του αδικοσκοτωμένου το στήθι, να θυμάται τον από δαύτο τουλάιστον, αφού ‘εν τον βοήθησεν που φόρα το. Καθά πως το έχομεν συνήθειο, ο γάμος πήεν πίσω μνια χρονιά.

Άμα πέρασε το πέθος τσαι ήσαν πάλι προετοιμασίες ζια την εκκλησά, είπεν τους κωνιάδους του ο πονηρός να πάγωσιν ζια το νυφόγκζυλλον. Πήρασιν τα μπριόνια τζοι τσαι τσοι αγκζίνες τζοι τσαι δώσασιν δρόμον. Ο πρωτοναύτης είχεν πάει από προηγούμενην μέραν τσαι είχεν πελετσήσει ένα μεγαλόν δεντρί. Τσαι μόλις το περάσασιν οι άλλοι, το αμπώχνει τσαι το ρίχνει καθά μέρος τζοι. Ο μεγάλος έσμπρωγκζεν τον μεσαίον παράμερα να γλιτώσει τσαι πλακώθηκεν μονάχος του τσαι πάει τσαι. Είπαν τύχη του ήτο, ‘εν καταλάβασιν το φόνο.

Πάλι τσηδείες τσαι πέθος τσαι μαύρα σκουτιά, πάλι πίσω ο γάμος μνια χρονιά, πάλι μάζεψεν η αδερφή τση μάνας το φυλαχτάριν από του αδικοσκοτωμένου το στήθι. Σαν πέρασεν ο τσαιρός, είπεν ο πονηρός του τελευταίου κωνιάδου να πάγουσιν στο βουνί να κάμουσιν νυχτέρι στο ξωκλήσιν, μην εύρει τζοι πάλι κακόν. Πήρασιν το μονοπάτι το πισινό, από του Μαώρου τα Καλύβια αποπάνου. Τσαι ότι φτάνασιν την κορυφήν, δίνει μνια ο πονηρός τσαι στέλει τον μεσαίο καραβοτσύρη να τσακίνεται στο κρεμνί στα βράχια.

Τρίτη φορά πέθος, τρίτη φορά μαύρα σκουτιά, τρίτο φυλαχτάριν μάζωξεν η αδερφή από αδικοσκοτωμένου στήθι. Άλλους συγγενείς ‘εν είχεν, ο γάμος ‘εν πήαινεν άλλον πίσω, να μη μείνει μοναχή τζη. Ένα φεγγάρι που ‘πρεπε να περάσει ως το μυστήριον, είπεν ο γαμπρός να το κάμει ταγκζίδιν, να πάρει τσαι δώρα νυφιάτικα.

Η νύφη, καλύτερά της έτζι. Είχεν λωλαθεί από την λύπην με το χαμό των αδερφώνε της τσ’ έρωτα ζια τον Κηριώτη ‘εν είχεν. Πήεν στο ακροζιάλι, εκρέμασεν τα φυλαχτάρια του αδερφώνε τση στα σκίνα, έβγαλεν τσαι το δικό της, κρέμασέν το κι εκείνον, τσ’ ετοιμάστη να πέσει να πνιεί, να πάει κοντά στο σόι της που είχεν ξεπατωθεί. ‘Εν επρόλαβε να βουτήξει, εσηκώθη το νερό μπρος της όρθιον.

«Στάσε!», είπεν την κόρην η κυρα-Θάλασσα. «Από να σε πάρω τσαι να με καταριέται ο κόσμος, καλύτερον σου να πάεις καλογριά να με βλογάς, να σχωρνιούνται τσαι οι ποθαμένοι σου. Ρίξε μου τα φυλαχτάρια σας, ζιατί μεγάλον άδικο σας έχει γενεί τσαι τώρα θα το λύσω. Τσαι μη φοβάσαι πως δε θα σε κρατήσωσι σε μοναστήρι που είσαι ταμένη ζια γάμο. Οι μέρες του αρραβώνα σου μετρημένες είναι».

Όπως ορμήνεψέν την η κυρα-Θάλασσα, έτσι έκαμεν η κοπέλα, τα φυλαχτάρια εριξέν τα τσαι πήεν να καλογερέψει. Τσ’ ότι ζύριζε ο πρωτοναύτης ο άτιμος στη Νηο, ετσακίστη το καράβιν σε γκζέρα τσαι εξεβράστη αυτός μισοπνιμένος στη Χώρα. Τσαι από το φόβο του, τα κρίματα τσαι τ’ άδικα που είχεν καμωμένα τα εμαρτύρησε πριν του βγει η ψυχή, τσαι τα έμαθε ο κόσμος.

Τσαι από τότε ‘εν κάνουσιν οι Νηώτες γαμπρούς Κηριώτες.


Γιατί οι Κηριώτες δεν πααίνουν γαμπροί στη Νηο

Τον καιρό των παλαιών ταξιδιών, ήταν ένας Κηριώτης. Συγγενείς και βιος αυτός δεν είχε. Είχε μονάχα μια δουλειά κοντά σε τρεις αδερφούς Νηώτες με πολλά καράβια.

Τα αφεντικά καλά δεν ήταν. Ήταν σφιχτοχέρικα και πολύ τους έβαζαν να δουλεύουν τους ανθρώπους τους. Μια φορά, έφτασαν κι οι τρεις μαζί στη Βότρια, με το καράβι που αρμένιζε ο Κηριώτης. Το ταξίδι άσχημα δεν πήε. Καλά πολύ πήε κι έκαμαν κέρδη και πήραν και κρασά να πουλήσουν αλλού.

Από τη χαρά τους, αυτοί δεν κρατήθηκαν γλέντι να κάμουν σα γύριζαν σπίτια τους. Έκαμαν γλέντι εκεί και γίνηκαν σταφίδα με τα κρασά που είχαν πάρει. Και τον Κηριώτη τον κάλεσαν να τον κεράσουν γιατί ήταν άξιος ναύτης και πάντα καλή δουλειά τους έκανε. Κι αυτοί πάνω στην τύφλα τους, να τον κάνουν καπετάνιο δεν του είπανε. Του είπανε να τον κάμουν γαμπρό και συγγενή, που είχαν μια αδερφή ξακουσμένη για την εμορφάδα της, την είχε δει μια φορά κι ο ναύτης και την είχε βάλει στην καρδιά του.

Το πρωί σα συνήρθανε, το λόγο που είχανε πει, να τον τιμήσουνε δε θέλανε. Θέλανε καλύτερα να του δώσουνε ένα καράβι να το διαφεντεύει και γαμπρό να κάμουνε κανέναν της σειράς τους, να ‘χει βιος σεντούκες, να το ενώσει με το δικό τους. Μα είχανε ακούσει κι οι άλλοι ναύτες το λόγο τους και να πούνε πως έλεε ψέματα ο Κηριώτης, δε μπορούσανε. Μπορούσανε μονάχα να τον ξεφορτωθούνε με πονηριά.

Του είπανε να πάνε για κυνήι στη Βότρια πριν φύουνε, που έχει ορτύκους και λαούς και περδίκους. Αυτοί σκοπό να τον γυρίσουν ζωντανό δεν είχαν. Είχαν σκοπό να τον τοξέψουν και να πουν πως πέρναε ζάρκαδος μπροστά του και ξεστόχησαν. Μα κοντά στην Πέρια, φυσάει γερά κι ο Κηριώτης βλαστήμια για τον κυρ-Άνεμο στα ταξίδια του ποτέ δεν έλεε. Έλεε μόνο ‘καλά να ‘σαι κυρ-Άνεμε κι άσε μας να διαβούμε’. Κι ο κυρ-Άνεμος τον λυπήθηκε και του πήρε το κεφαλομάντηλο την ώρα που τον τόξευε ο μεγάλος ο αδερφός ο καραβοκύρης, κι όπως έσκυψε ο Κηριώτης να το πιάσει, ίσα πήε η σαΐτα στου μικρού αδερφού την καρδιά. Μια ανάσα που του ‘μεινε, κατάρα έριξε στο ναύτη να μη του ‘βγουνε σε καλό τα καράβια τους.

Κλάψανε οι άλλοι δύο, φωνάξανε, τον πήρανε τον σκοτωμένο στους ώμους και κατεβήκανε στο καράβι. Μοιριολόια δε λέανε. Λέανε τραγούδια της χαράς, που ήτανε ανύπαντρος ακόμα. Βάλανε μαύρα πανιά και κινήσανε.

Οι δυο καραβοκυραίοι στενοχώρια δεν είχανε. Είχανε μίσος και λέανε πως ο γαμπρός τους φταίει. Είπανε να πιάσουνε στη Λεύκη, να φορτώσουνε μάρμαρο για το μνήμα του αδερφού τους και ρίξανε άγκυρα. Πήρανε ξινάρια και τον Κηριώτη, μα στο νου τους να φτάσουνε ως απάνω στο βουνό δεν είχανε. Είχανε στο νου τους να ρίξει ο μεσαίος βράχο και να πλακώσει το ναύτη. Μα εκεί είναι γυμνός τόπος κι ο ναύτης στα ταξίδια του βλαστήμια στις ξέρες ποτέ δεν έλεε. Έλεε μόνο ‘καλά να ‘σαι κυρά-Πέτρα κι απάνω σου να μη βρούμε’. Κι η κυρά-Πέτρα τον λυπήθηκε και τον έκαμε να σκοντάψει την ώρα που ερχότανε ο βράχος και πλακώθηκε ο μεγάλος ο αδερφός αντί για δαύτονε κι γίνηκε μπουκούνια. Μια ανάσα που του ‘μεινε, κατάρα έριξε στο ναύτη να μη του ‘βγουνε σε καλό τα πλούτια από τις σεντούκες τους.

Τον πεθαμένο τον φορτώθηκε ο μεγάλος, τον πήρε κάτω στο καράβι, με τραούδια της χαράς πάλι, που ήταν και τούτος ανύπαντρος. Από στεναχώρια και πένθος ο καραβοκύρης δεν έκλαψε. Έκλαψε από το κακό του και αντί να βάλει μυαλό, έδωκε όρκο να τον ξεκάμει τον Κηριώτη.

Είπε και πιάσανε και στη Χαριέσσα, δήθεμου-τάχαμου να πάρουνε καντηλέρια μαλαματένια για την κηδεία. Εκεί άλλοι ναύτες στη στεριά δε βγήκανε. Βγήκανε μονάχα οι δυο τους με τη βάρκα, που είχε κάμει σχέδιο ο Νηώτης να τον πετάξει σε ρούφουλα που ‘ξερε από παλιά τον Κηριώτη και να τον πνίξει. Μα ο ναύτης στα ταξίδια του στη θάλασσα την αρμυρή βλαστήμια ποτέ δεν έλεε. Μόνο έλεε ‘όμορφη κυρά-Θάλασσα, σπλαχνίσου μανάδες και γυναίκες’. Κι η κυρά-Θάλασσα τον λυπήθηκε και μόλις φτάσανε κοντά στο ρούφουλα, βγήκε απάνου το κύμα και πήρε τον καραβοκύρη μέσα από τη βάρκα και τον έπνιξε εκείνον. Μια ανάσα που του ‘μεινε, έριξε κατάρα στο ναύτη να μην του ‘βγουνε σε καλό τα προικιά που θα πάρει.

Ο Νηώτης, τα κακά που θέλεσαν να του κάμουν, δεν τα είχε καταλάβει. Είχε καταλάβει μονάχα που πρώτη φορά βρήκε οικοένεια. Και τον πήρε τον πεθαμένο και τον πήε πίσω στο καράβι κλαίοντάς τον και μοιριολοώντας τον.

Σα φτάσανε πίσω στη Νηο, έδωσε τα κακά μαντάτα στην αδερφή των καραβοκυραίων και στη γυναίκα του μεγάλου που είχε παιδί μικρό. Ο γάμος να περιμένει τρία χρόνια για το πένθος δε γινόταν. Γινόταν μονάχα να παντρευτούν σε ένα φεγγάρι από την κηδεία την τριπλή, γιατί άλλος άντρας στο σόι δεν είχε απομείνει να το διαφεντεύει.

Το βιος που είχε μείνει, με τέτοιο κακό τρόπο, ο Κηριώτης να το πάρει δεν ήθελε. Ήθελε να μείνουν όλα τα καράβια και οι σεντούκες στη χήρα του κουνιάδου του και να περάσουν και σε ό,τι παιδιά του κάμει η δική του η γυναίκα. Κι αυτός να τα αυγατίζει τα πλούτια, αλλά χέρι να μη βάλει απάνω τους. Και τη γυναίκα του είπε πως με προίκες δεν την ήθελε. Την ήθελε όπως ήτανε, με το φουστάνι που φόραε μονάχα, με την εμορφάδα της και την προκοπή της. Μα να μην πάρει τα κεντήματα που έκανε με τα χέρια της τόσα χρόνια για το σπιτικό της, δεν γινότανε. Γινότανε να τα φορτώσει και να τα πάει μέσα σε ένα σπίτι καινούριο.

Μα η καραβοκυροπούλα έβαλε μέσα στα μεσάλια και τα σεντόνια κι έκρυψε ένα κουτί μικρό, με τα μαλαματικά που της είχε παρμένα η μάνα της η μακαρίτισσα. Και τη βραδιά του γάμου, να κοιμηθούνε αντάμα δεν έμελλε. Έμελλε να πιάσουν τόπο οι κατάρες οι τρεις και μόλις άνοιξε το κουτί να στολιστεί η νύφη, βγήκε φωτιά και τους καρβούνιασε. Και το είδανε με τα μάτια τους οι ανθρώποι, που είχε καλέσει όλη την Κήρο ο ναύτης να χαρεί τη χαρά του και είπανε πως κανονική δουλειά δεν ήτανε. Ήτανε κατάρα και μάλιστα νηώτικη, μιας και κακό στο νου τους για δαύτον οι συντοπίτες του δεν είχανε.

Κι από τότε οι Κηριώτες δεν πααίνουν γαμπροί στη Νηο.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Μπήκαμε στο επόμενο στάδιο

Σήμερα επιβεβαίωσα πως η επιμέλεια του βιβλίου έχει ξεκινήσει. Συνεχίζουμε κανονικά για Γενάρη (με στάσεις ενδιάμεσα για εξώφυλλο και, υποθέτω, διαδικαστικά όπως βιογραφικό για το εσώφυλλο).

Επίσης έμαθα ότι οι διαστάσεις του βιβλίου θα είναι ίδιες με την "Παγίδα των αηδονιών" και τον "Έραγκον" (21 x 14 εκατοστά - το πάχος προφανώς θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των σελίδων). Θα υπάρχουν δυο ασπρόμαυροι χάρτες, ένας για τη Γνωστή Πλάση κι ένας για τη Βασιλεία Αιγλωέων, βασισμένοι σε αυτόν κι όχι εκείνον που βλέπετε μόλις μπαίνετε στο ιστολόγιο. Η χειροτεχνία είναι φυσικά του Ozzo και πάλι, ο οποίος δουλεύει τώρα σε μια έκπληξη για το μέλλον. Αναμείνατε στο ακουστικό σας.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Οι Περιφέρειες - Παράλου

Η Περιφέρεια Παράλου έχει κομβική θέση σε στεριά (φιλοξενεί σημαντικά περάσματα από τα βουνά που διχοτομούν την Οικεία Ανατολή, τις Χαλκές και τις Σιδηρές Πύλες) αλλά και στη θάλασσα, σαν σταθμός ανεφοδιασμού στα πλοία των Περατινών πριν συνεχίσουν προς τη Γη των Δηωτών και άλλα εξωτικά μέρη στα οποία εμπορεύονται. Ο μακρόχορνος συγχρωτισμός μαζί τους, έχει προσφέρει στην τοπική διάλεκτο πολλές λέξεις με ξενικό ήχο [Σημείωση: η "χειροδότηση" που αναφέρεται στο κείμενο είναι το αντίστοιχο του σταυροκοπήματος για την Πλάση]

Ο ψαράς κι η θυατέρα η μαρμάρινη

Τα παλιά τα χρόνια – σα να λέμε τόμου του Παπά ο Πλάτανος ήτο λιανός και μπόρουνε ένα γερό παλικάρι να τόνε αγκαλιάσει γύρω-τροΰρω – είχε κάμει μια μεγάλη φουρτούνα και πήανε σούμπιτα τα μισά καΐκια κι οι μισές βάρκες του χωριού. Ένας από τσου ψαράδες που πνιήκανε, χήρος ήτο, άφηκε πίσω τη μάνα του και το γιο του μονάχους.

Μπάλωνε η γριά δίχτυα, πήαινε το παιδί βοήθαγε σε αλλουνούς καραβοκυραίους, κάπως τήνε κουτσοβγάνανε. Έξοδα δεν κάνανε, μια παλιά βράκα χιλιομπαλωμένη φόραε το παιδί, μια φουστάνα μαύρη χιλιοτριμμένη η νόνα του, και τσου γελάανε οι ανέμυαλοι. Α μα με τα πολλά μαζώξανε δυο φούχτες χάλκινα και κάμανε καινούρια βάρκα, να τη δουλεύει το παλικάρι ατό του.

Αγαντάρει μια μέρα, μήτε σπάρος στα δίχτυα. Αγαντάρει δεύτερη, μήτε γόπα. Ένα φεγγάρι πέρασε, καθημερνώς με το κοφίνι αδειανό και μουσκλωμένος γύρναε στη νόνα του. Α δεν ήτανε τα αρμυρίκια και τα λάχανα που μάζευε η γριά κι έβραζε, νηστικοί θα μένανε. Το αρμάρι τους αδειανό, μέρμηγκας στο σπίτι τους ψόφαε από την πείνα. Ψιχί δε βρισκότανε.

Ώσπου σκάθηκε την ψυχή του το παιδί και είπε τση γριάς:

«Νόνα, α δώσει και γυρίσω και σήμερα με αδειανά χέρια, πα να πει δε μας θέλει η θάλασσα. Αμώνω να τη δώσω τη βάρκα κοψοχρονίς και θα πάρουμε των ομματιών μας να πάμε σ’ ένα καμπίσο μέρος».

«Αφού είπες τέτοιο λόο, παιδί μου, δεν έχει τώρα να κάμεις πίσω», τον ορμήνεψε η γριά. «Διάβε με την ευκή μου κι ό,τι θέλει ας δώσει η κυρα-Θάλασσα».

Αγάνταρε πάλι, αμολάει τα δίχτυα του, πιάνει να τα τραβήξει σαν πέρασε η ώρα, ολότελα αδειανά. Δεύτερη φορά, τα όμοια. Τρίτη; Δε σκωνόντανε από το βάρος! Λες, βάνει με το νου του, να φισκάρανε τόσο πια; Δίνει, τραβάει, ιδρώνει, βάνει αντιστύλι το ποδάρι του, κάτι κατάφερε. Γλέπει και προβάνει ένα κουβάρι φύκια. Πήρε καρδιά, βάνει κι άλλο δύναμη, τραβάει δυο οργιές ακόμα. Τι να δει; Ψάρι μήτε για δείγμα, μονάχα μια θυατέρα μαρμαρένια. Είπε να την αφήσει να πάει πάλι κάτου σούμπιτη, να λασκάρει η μέση του. Έλα που άλλο πράμα δεν είχε πιασμένο, θα γύρναε πίσω με το κοφίνι αδειανό κι ήπρεπε να κρατήσει τον όρκο. Άιντε, λέει, ένα φεγγάρι με καταφρονάει η θάλασσα και δεν τη μούτζωσα. Α έχει να μου δώσει μια τύχη, ετούτη είναι, μ’ αρέσει-δε μ’ αρέσει.

Λες κι αλάφρυνε η πέτρα όπως το ‘βαλε με το νου του να τη βαστήσει, βγήκε η θυατέρα στον αφρό και τη φόρτωσε και δεν έκατσε η βάρκα, είχε και τζόγο. Πιάνει στεριά, δένει, ζαλιγκώνεται το μάρμαρο και λάου-λάου για το χωριό. Το και το, λέει στη νόνα του άμα έφτασε σπίτι του.

«Βάλ’ την ευτού στην άκρη στη ‘στιά κι αύριο γλέπουνε τι θα ξημερώσει, α θα τη δώκουμε πουθενά», είπε η γριά.

Σκωθήκανε αχάραα καθώς το ‘χανε συνήθειο και βρίσκουνε το σπίτι λαμπίκο. Η αυλή ασπρισμένη, το κακάβι χόχλαζε στη φωτιά και μοσκοβόλαε ο τόπος. Η θυατέρα η μαρμαρένια άφαντη. Μια ζωντανή είχε πιάσει το φρόκαλο και πάστρευε, μια έμορφη που την ήγλεπες και αλάλιαζες – ούτε η Γλυκερία του φούρναρη, σα να λέμε.

«Καλημέρα νόνα, καλημέρα άντρα», τσοι καλοδέχτηκε.

Τρίβανε τα μάτια τους.

«Πού βρεθήκανε τόσα πράματα;»

«Η προίκα μου», αποκρίθηκε.

Τι να τα πολυλοούμε, ως τ’ απόγεμα είπανε το γάμο στον κόσμο, ως την άλλη μέρα τόνε κάμανε με παπά. Κρυφά από τη γριά, η γυναικά έπιασε τον άντρα και του ‘πε, έτσι κι απλώσει χέρι απάνω της και δεν έχει ένας χρόνος περασμένος και μια μέρα ακόμα, πάει. Τη χάνει και θέλει να τη γυρέψει σε γιαλό και σε κάμπο και στου βουνού τη ράχη για να την ξανάβρει.

Πέρνα ο καιρός, οι γλωσσούδες είχανε και λέανε που δεν έπιανε παιδί η νύφη – τι; λες να μην είχενε κουτσομπόλες στο χωριό τότενες; – μα περνάανε ζωή χαρισάμενη οι τρεις τους. Προκομμένη η κοπέλα, όλα στο σπίτι ήτονε στην τρίχα, τη γριά δεν την άφηνε να σκώνεται από την καθίκλα της, νερό με το μπικιόνι τση πήαινε στο χέρι. Προλάβαινε να μπαλώνει και τα δίχτυα, που από κείνη τη μέρα όλο βαριά βγαίνανε, τόσο που φίσκαρε το κοφίνι καθημερνώς, πήρε και δεύτερο το παιδί, και πάλι περσεύανε ψάρια και τα ‘ριχτε πίσω στο νερό. Κι απ’ την καλή οικονομία που ‘κανε η νύφη, μαέρευε όλο από την προίκα που ‘χε στα αρμάρια και στην αγορά πάαινε μια στο τόσο μονάχα. Όλα καλά. Μήτε η γριά δεν τόλμαε να γκρινιάξει, που δεν είχε αγγόνι να βγάλει το όνομα του αντρός της.

Σαν πέρασε ο χρόνος κι η μέρα, κι έφτασε η ώρα να πέσουνε αντάμα στο κρεβάτι που είχε ξομείνει με τα νυφιάτικα τα στρωσίδια, τήνε πήρε από το χέρι το παιδί να τήνε πάει. Και μόλις γκιούξανε τα δαχτύλια τους, μπουφ! Αμπούρα γίνηκε η νύφη και χάθηκε. Πιάνει να ψάξει το παιδί, δεν τη βρίσκει πουθενά στο χωριό. Τα βαλε κάτου, ρώτησε και τον παπά και βρήκε πως είχενε κάμει λάθος οι καψεροί. Ήτο δίσεχτος ο χρόνος και ήθελε κι άλλη μιαν ημέρα αποπάνου για να περάσει!

Η γριά βάραγε τα στήθια της κι έβγαλε το μαντήλι της λες κι είχε πένθος. Δική της θυατέρα να ‘τανε, λιγότερο θα την έκλαιε. Το παιδί δεν έκατσε να μοιρολογάει. Πήρε μια καινούρια βράκα, καινούριο γελέκο, καινούρια ποδήματα – τόσο βιος που ‘χανε μαζώξει πια, δεν ήτανε έξοδο – έβαλε κάμποσα φλουριά στο ζωνάρι του και πήρε το στρατί να τήνε γυρέψει πρώτα στο γιαλό, που τον είχε ορμηνεμένο.

Ένα βράδυ τον ηύρε νύχτα στην άμμο κι άναψε φωτιά με ξύλα που ‘χε ξεβράσει το κύμα. Γλέπει σε λίγο κι έρχεται να ζεσταθεί ένας άνθρωπος με σκυλίσο κεφάλι και κόκκινο πετσί, στοιχειό σα να λέμε. Λούφαξε το παιδί, δε μίλησε καθόλου. Μονάχα κρυφοκοίταζε που το στοιχείο είχε πατήσει ένα αγκάθι και δε μπόρουνε να το βγάλει από το ποδάρι του γιατί σκαινότανε το αίμα. Χα μία, χα δύο, στο τέλος δεν κρατήθηκε το παιδί, απλώνει το χέρι και τραβάει το αγκάθι. Πετάγεται το στοιχειό όρθιο.

«Ευχαριστώ, αδρεφέ μου! Τέτοιο καλό που μου ‘καμες, πώς να στο ξεπλερώσω; Ζήτα μια χάρη. Ό,τι θέλεις, όσο μεγάλο, είναι στη δύναμή μου».

Το παιδί ήτανε ακόμα λαμπαγμένο και είπε δεν ήθελε τίποτα. Ξαναρώτηξε το στοιχειό, πάλι όχι. Μωρέ καλέ, μωρέ κακέ, δεν κατάφερε να του πάρει κουβέντα του παιδιού. Ώσπου στο τέλος λέει το στοιχειό:

«Μπράβο… Τρακόσια χρόνια πειράζω τσου ανθρώπους που ανταμώνω σ’ ετούτο τον τόπο. Ούλοι ζητάνε φλουριά και οφίτσια πλερωμή σε τόσο δα καλό που μου κάνουνε και παίρνω εξουσία και τσου τρώω για την πλεονεξία τους. Εσύ δεν είσαι τέτοιος. Να δω τι άνθρωπος είσαι, θα σε πάρω από κοντά».

Και ζαρώνει και γίνεται ένας καμπούρης και μαυροτσούκαλος γέροντας. Κι όπου πήαινε το παιδί, αποπίσω το στοιχειό να λέει πως είναι υπερέτης του. Τέλος πάντων, φτάνουνε σε ένα νησόπουλο που ήτανε δεμένα κουρσάρικα καράβια. Στο πιο μεγάλο, στην πλώρη απάνω, είχε ιστορημένη σε ξύλο μια θυατέρα σαν τη γυναίκα τη δική του, μα μήτε κι όμοια τελείως. Σαν πιο μεγαλωμένη.

«Τι θέλεις;» ρωτάει το στοιχειό που τον είδε και την καλοκοίταζε. «Να στην κατεβάσω;»

Το παιδί είχε καεί μια φορά από τη βιάση του, δεν τόλμαε να ξαναπάθει κάζο. Δυο σάλτα στη σανίδα, ανέβηκε στο μπάρκο το μεγάλο. Σύρανε μαχαίρες οι κουρσάροι να τόνε κάμουνε μελίδια, μα δε φάνηκε ντιπ σκιαγμένος. Το είδε ο καπετάνιος, το εχτίμησε και τον πήρε κοντά του. Τέσσερα φεγγάρια σαλπάρανε και χτυπάγανε περατινά μπάρκα. Το παιδί καθάριζε, ψάρευε, έστηνε το κακάβι, έλεε ιστορίες και τον βάλανε στην καρδιά τους οι ναύτες. Και το στοιχειό από κοντά.

Μια μέρα αρμενίζανε κοντά στο χωριό του που τα ήξερε τα νερά και τσου είπε ο καιρός θα είναι άσκημος, μα τόνε αναγελάσανε – τόσοι θαλασσοψημένοι να μην ξέρουνε κι εκειός να ξέρει; Δεν πρόκαμε να πιάσει το γιόμα και σκώθηκε το κύμα ίσα με το καμπαναριό τση εκκλησάς. Απάνω τους κατουριστήκανε, με το συμπάθιο. Απάγκιο πουθενά, είπανε πάνε χαμένοι και πιάσανε να ασπάζονται για χαιρετισμό. Πάει το παιδί στο τιμόνι, μπατάρει το καράβι κόντρα στον καιρό, το περνάει κοντά στα βράχια, το τρυπώνει σε λιμανάκι που μόνο οι ντόπιοι το γνωρίζανε και το σώνει.

Πέσανε οι κουρσάροι στα ποδάρια του, χρυσό τον κάμανε. Το μόνο που γύρεψε, ήτο η γυναίκα που ήτανε ιστορημένη στην πλώρη. Πάρε φλουριά, πάρε το καπετανιλίκι, τίποτα. Εγώ αυτό θέλω. Τι να κάμουνε, το ξηλώσανε. Μόλις το απιθώνουνε κάτου, περιστέρα μαλαματένια γένεται η γυναίκα και δίνει φτερό, μην την είδατε. Χειροδοτιόντανε από το φόβο τους, το παιδί δε ‘στάθη καθόλου. Πήρε δρόμο κατά και που ‘καμε το πουλί. Αντάμα και το στοιχειό.

Βγήκε στο δρόμο τον καμπίσο το παλικάρι, όπως του το ‘χε ειπωμένο η γυναίκα του ότι ευτού θα τήνε ψάξει μετά το γιαλό. Αγόρασε στεριανά ρούχα και ποδήματα, ένα ραβδί να πηαίνει. Πέρασε χωριά και χώρες, πήγε ποδαράτο από τις Σιδερένιες στσι Χάλκινες Πόρτες που λέει ο λόος, φτάνει σε μια πολιτεία μεγάλη, έκατσε σε μια εκκλησά στο κατώφλι να ξαποστάσει. Έρχεται ένας διάκος και του λέει τα φαγιά δεν είναι έτοιμα. Ήτο, να δείτε, Πρώτη του Χρόνου και δεν το ‘χε πάρει χαμπάρι το παιδί. Και στσι πολιτείες δε δίνουνε αλεύρι και κρέας στσου φτωχούς που δίνουμε εδώ, κάθονται και τσου μαερεύουν και τσου καλούνε να κάμουνε ούλοι αντάμα βεγγέρα. Σκώνεται το παιδί να πάρει πάλε το δρόμο του, απάνου στο μινούτο έρχεται η μαλαματένια περιστέρα και μπαίνει από τση εκκλησάς την πόρτα και πάει και κουρνιάζει στο τέμπλο απάνω, καρσί σ’ έναν θαλασσαϊτό μπρούτζινο που κράταε μια καδένα στο στόμα και στην άκρια τση καδένας είχε ένα καντήλι.

«Να τόνε κατεβάσω;», είπε ο υπερέτης – το στοιχειό, σα να λέμε.

Το παιδί μήτε και κατεδέχτηκε να απαντήσει. Μονάχα έβγαλε από το ζωνάρι του κι έδωσε μια χούφτα χάλκινα για το φαΐ του φτωχόνε. Ανασκουμπώθηκε, πήε κοντά στο διάκο να βοηθήσει με το ζύμωμα και το φούρνισμα. Και πιο πολύ με τα ψαρικά, που δεν ξέρανε να τα κάμουνε σ’ εκείνο τον τόπο να μη χάσουν τη γέψη τους στο βράσιμο. Δεν πήρε ανάσα το παιδί ώσπου απόφαε κι ο στερνός στην καλέστρα.

Ύστερα έμεινε στην εκκλησά, εκοιμότανε στο πάτωμα, συγύριζε, χτύπαε την καμπάνα, έσβηε τα κεριά που παρακαιόντανε. Πληρωμή δε ζήταε, μονάχος του έπαιρνε κι έτρωε και τάιζε και το στοιχειό. Άμα περάσανε τέσσερα φεγγάρια, τόνε ξεμονάχιασε ο πρωτόπαπας και τόνε ρώτησε:

«Εσύ κάποιο τάμα θα ‘χεις. Για πες μου ποιο είναι, να σε βοηθήσω».

«Θέλω να αλλάξω όλα τα καντήλια για την ψυχή του πατέρα μου», είπε το παιδί.

Αφού του δώκανε την άδεια, άρχισε και κρέμαγε τα καινούρια που αγόρασε. Τελευταίο άφηκε εκειό που είχε ο αϊτός στο στόμα. Μόλις τον ξεστέλιωσε, ζωντάνεψε μες τα χέρια του κι έδωκε φτερό. Ίσα και πρόλαβε το παιδί να πιαστεί από την καδένα που την είχε ακόμα στο στόμα το πουλί. Ο αϊτός ήτο τόσο δυνατός που τόνε σήκωσε και τον πήρε μαζί. Πίσω η περιστέρα, πίσω και το στοιχειό, αλλαξομορφισμένο σε κουρούνα. Πετάανε, πετάανε, είπε το παιδί θα πέσει και θα γίνει μπουκούνια και βαστιότανε όπως μπόρουνε. Περάσανε πάνω από τον Άβυθο, προβάλανε τα βουνά, εδεκεί πήε και το απίθωσε ο αϊτός το παιδί και μετά έφυε αντάμα και φιλιωμένος με την περιστέρα – θάμα που δεν ξανάγινε.

Τι να κάμει το παιδί, είπε πως κοντεύει πια, αφού είχε περάσει το γιαλό και τον κάμπο, στου βουνού τη ράχη απόμενε να ψάξει τη νύφη πού ‘χε χάσει. Πήρε το στρατί κατά κει που ‘χε δει να πηαίνουνε τα πουλιά. Από λόγγο σε λόγγο, από βουνί σε βουνί, με το στοιχειό ξοπίσω. Είχε πάρει εκειό πάλι τη σκυλίσα τη μουτσούνα και το κόκκινο το πετσί που ‘χε στην αρχή. Όποτε φτάνανε σε βατσουνιές, σε νερό τρεχούμενο, σε τόπο δύσκολο να διαβούνε, έλεε το στοιχειό:

«Να δώσω μια να φτάσουμε αντίκρυ;»

«Να κάτσεις ευτού που ‘σαι», έλεε το παιδί.

Ώσπου βρήκανε μια σγούμπα γυμνή κι απάνου-απάνου ένα δεντρί μαύρο. Στα κλωνιά είχανε κουρνιάσει η περιστέρα κι ο αϊτός, στα ριζά στεκούτανε η γυναίκα του παιδιού μαρμαρωμένη. Την έπιασε από το χέρι και τση \λεγε:

«Σήκω ψυχή μου να πάμε στο σπίτι μας, να πάμε στην κάμαρή μας, να πάμε στο κρεβάτι μας να πλαγιάσουμε. Σήκω τζόγια μου».

Μήτε φωνή, μήτε ακρόαση.

«Να τη ζωντανέψω;» λέει το στοιχειό.

Παρολίγο και θα λιποψύχαε το παιδί, μα θυμήθηκε το πάθημά του και το δρόμο που είχε κάμει και βάστηξε. Έκατσε στον τόπο εκειό και κοιμήθηκε το βράδυ. Το άλλο πρωί, πάλι τα ίδια.

«Σήκω ψυχή μου να πάμε στο σπίτι μας, να πάμε στην κάμαρή μας, να πάμε στο κρεβάτι μας να πλαγιάσουμε. Σήκω τζόγια μου».

Μήτε φωνή, μήτε ακρόαση.

«Να τη ζωντανέψω;»

Δεν του ‘δωκε σημασία του στοιχειού.

Να μην τα πολυλοούμε, η ίδια δουλειά σαράντα μέρες.

«Δεν εκουράστηκες ακόμα;» λέει το στοιχειό.

«Όχι σαράντα μέρες, τέσσερα φεγγάρια και δε θα κουραστώ».

«Εδώ είμαστε και να σε γλέπω».

Περνάει το δεύτερο φεγγάρι, περνάει το τρίτο, τέλειωνε και το στερνό εκείνη τη μέρα. Το μαύρο δεντρί είχε πιάσει να μπουμπουκιάζει και κοντεύανε να ανοίξουνε μαύρα άνθια. Τα σκουτιά του παιδιού είχενε λιώσει πια, τα γένια του είχενε γίνει τουλούπα, είχε ρέψει από την κακουχία. Άνοιξε το στόμα του να ζητήσει βοήθεια από το στοιχειό, μα καθάρισε ο νους του. Ήρτε γλέπετε η ευκή που του ‘χε δώκει η νόνα του τόμου βγήκε και ψάρεψε τη θυατέρα. Έπιασε το ίδιο τροπάριο:

«Σήκω ψυχή μου να πάμε στο σπίτι μας, να πάμε στην κάμαρή μας, να πάμε στο κρεβάτι μας να πλαγιάσουμε. Σήκω τζόγια μου».

Μήτε φωνή, μήτε ακρόαση.

«Να τη ζωντανέψω;» λέει το στοιχειό.

«Να κάτσεις ευτού που είσαι».

Μόλις το λέει, απ’ το κακό του που δεν ημπόρεσε να βάλει το παιδί σε πειρασμό, κρεπάρισε το στοιχειό και στον τόπο του έμεινε ένα ξανθό παλικάρι. Το δεντρί το μαύρο μαράγκιασε και φανήκανε δυο σακιά φλουριά στσι ρίζες του. Τα δυο πουλιά γινήκανε μια γυναίκα κι ένας άντρας χαμομεγάλοι. Κι η κοπέλα ζωντάνεψε και αναστέναξε λες και τση είχε φύει ένα βάρος από το στήθος.

Πιάσανε και είπανε στο παιδί το βίο τους, πως ήταν γονέοι και αδρεφός τση θυατέρας οι άλλοι. Και τσου είχε ρίξει σε χρόνους παλαιούς ένας βασιλιάς κατάρα, αφού δεν ηθέλησε να τον πάρει η κοπέλα γαμπρό, τότενες να γίνουν ούλοι πέτρες και σίδερα και στοιχειά και να μαρτυρήσουνε. Κι άμα βρεθεί ένα παιδί με σέστο και υπομονή να την αγαπήσει την κοπέλα, να τήνε χάσει και να τήνε γυρέψει για ένα χρόνο και μια μέρα σε ούλη την Πάραλο, τότενες να λυθούνε ούλες οι κατάρες στου βασιλιά το μνήμα απάνου. Αλλιώς, άμα δε βρισκότανε τέτοιο παλικάρι άξο, να χαθεί κι εκειό, να χαθούνε κι ούλοι τους, γονέοι και παιδιά.

Πήρανε τα φλουριά του βασιλιά, γυρίσανε πίσω στο χωριό, βρήκανε του παιδιού τη νόνα και στα υστερνά της έγινε κι ευτείνη αρχόντισσα στην πολιτεία. Στήσανε ένα παλάτι και κάμανε τσούρμο παιδιά, να μπαρκάρεις καράβι που λέει ο λόος. Και τα καλά που είδανε, να τα ειδήτε κι εσείς.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Στιγμή 6

Μια ομάδα από πολεμιστές που έχει ζήσει σε πολλές χώρες.

Οι Δέκα

Τον πρώτο καιρό δυσκολευόταν να κοιμηθεί.

Για έναν Νανταρινό, οι Λαίτιοι ήταν φρικτό μέρος. Άχρωμο, ψυχρό, αποπνικτικό. Μικρά κτήρια, στενοί δρόμοι, γκρίζα πέτρα που έσταζε υγρασία. Ομίχλη που σερνόταν στους δρόμους κι έκρυβε το ποτάμι, τις γέφυρες που οδηγούσαν στα δυο νησιά, τα πάντα λίγα βήματα πιο πέρα. Κρύο και χοντρόρουχα σε σκούρα χρώματα. Άνθρωποι σκυθρωποί και χλωμοί. Ο ίδιος ο ουρανός σαν στρωμένος με βαμβακερό ύφασμα που είχε σκουρύνει από τον ιδρώτα. Όταν δεν έβρεχε.

Αναπολούσε το φως που στεφάνωνε και χρύσιζε το κάθε τι στην πατρίδα του. Τα χαμόγελα που αποκάλυπταν λευκά δόντια και στόλιζαν μελαχροινά πρόσωπα. Ενδύματα και σπίτια σε χίλιες χαρούμενες αποχρώσεις. Την αίσθηση του ανοιχτού χώρου. Την καταγάλανη θάλασσα που καλούσε στην αγκαλιά της.

Ύστερα γνώρισε τη Ερδίνα, τη μικρή κόρη του αρτοποιού.

Πάλι δυσκολευόταν να κοιμηθεί, μα μόνο γιατί μετρούσε το χρόνο ώσπου να έρθει η δική του σειρά, μια φορά στο δεκαήμερο, να κοιμηθεί έξω από το μικρό κτήριο που νοίκιαζε με τους συντρόφους του και τον αρχηγό τους. Να κοιμηθεί στο πλευρό της, κρυφά από τους γονείς της, κρυφά από τους φίλους του. Δεν τους είχε ποτέ κρύψει κάτι άλλο, δεν είχε μυστικά πέντε χρόνια που γύριζε την Πλάση μαζί τους. Μα αυτή η πηγή φωτός και χρώματος στη ζωή του, στην καρδιά του την ίδια, που έκανε τους Λαίτιους υποφερτούς, δεν ήταν ακόμη έτοιμος να αποκαλύψει έστω και την ύπαρξή της.

Ένα βράδυ της έδωσε το ασημένιο δαχτυλίδι του αρραβώνα που με χίλιες οικονομίες είχε κατορθώσει να αγοράσει. Της υποσχέθηκε το χρυσό κόσμημα του γάμου. Και της ζήτησε να κάνει λίγη υπομονή ώσπου να διευθετήσει τις υποθέσεις του και να μπορέσουν να μείνουν μαζί – για πάντα. Κι εκείνη, με μάτια κλαμένα από χαρά, με χείλη που γελούσαν, τιτιβίζοντας σχεδόν, του είπε να βιαστεί, να προλάβει πριν γίνει πατέρας.

Κάθε φορά έβρισκε αφορμές να καθυστερήσει, να μην την αφήσει ώσπου να μην υπάρχουν άλλα περιθώρια. Μα το νέο τον ανάγκασε να κάνει την καρδιά του πέτρα και να βιαστεί· έστω κι αν τρεις φορές πισωγύρισε από το κατώφλι για να της δώσει ένα τελευταίο φιλί. Βιαζόταν γιατί μακριά της δε βρισκόταν πια η μοναξιά. Βρίσκονταν οι προετοιμασίες ώστε στην επόμενη έξοδό του να γίνει η τελετή που θα τους ένωνε. Ο Αρζέντ, ο διοικητής του, επέμενε να ζουν όλοι μαζί, να φυλάνε ο ένας την πλάτη του άλλου, να τηρούν το αυστηρό του πρόγραμμα, να μη βασίζονται σε άτομα έξω από τον στενό κύκλο τους. Μα ποτέ δεν είχε φανεί αρνητικός στην προοπτική της αποκατάστασής τους.

Ο στρατιώτης διέσχισε τους δρόμους βυθισμένος στις σκέψεις του. Ούτε που κατάλαβε πότε τέλειωσε η διαδρομή. Ήταν σαν να είχε περπατήσει ανάλαφρος πάνω στα σύννεφα, όχι μέσα στην ομίχλη των τελευταίων νυχτερινών ωρών που έκανε τα ενδύματά του να κολλούν στο δέρμα του, το μουστάκι και τα μαλλιά του μια λάσπη.

Ανέβηκε την πέτρινη σκάλα, δρασκέλισε το κατώφλι και αντίκρισε ένα άδειο δωμάτιο. Τα έπιπλα μαζεμένα στη γωνία, όλα τα φορητά αντικείμενα να λείπουν ή να φλέγονται στο τζάκι. Τίποτε να μη μείνει πίσω. Μ’ έναν κόμπο στο στομάχι, πέρασε την καταπακτή και βγήκε στο στάβλο που καταλάμβανε όλο το ισόγειο. Οι άλλοι είχαν τα σακίδιά τους έτοιμα, τα όπλα τους ζωσμένα, τις αρματωσιές φορεμένες. Σέλωναν τα άλογα, μαζί και το δικό του.

«Οι Λευκοί θα χτυπήσουν τους Γαλάζιους αύριο», είπε ένας από τους έξι τοξότες. «Θα τους εξοντώσουν όλους ταυτόχρονα. Το σχεδίαζαν μήνες. Κι αν δεν το είχαμε μάθει εμείς τόσο καιρό, δεν το έχουν μάθει και οι στόχοι».

«Ειρήνη», ψιθύρισε. Κι άλλο χαρούμενο νέο· θα ξεθύμαινε πλέον αυτή η ένταση που βασάνιζε τη χώρα. Η Ερδίνα δεν κινδύνευε, ζούσε σε μια συνοικία που δεν υπήρχε ούτε ένας Γαλάζιος. «Εμείς ποιον αναλάβαμε να σκοτώσουμε;»

«Κανέναν», τον διόρθωσε ο συνομιλητής του. «Οι Γαλάζιοι θα πεθάνουν εδώ, αλλά είναι ισχυροί στην επαρχία. Θα λυσσάξουν μετά το αυριανό. Και να μην ενδιαφερθούν για εκδίκηση, θα πολεμήσουν για να επιβιώσουν. Εμφύλιος μέχρι τελικής πτώσεως. Φεύγουμε».

Μια ακόμη μετακόμιση. Ο Αργκάν είχε γίνει Αρζέντ, είχε γίνει Ζίλμπερ, είχε γίνει Πράτιους. Τώρα άλλη μια χώρα, άλλο ένα ψευδώνυμο, άλλη μια καινούρια αρχή. Δε ρίζωσαν στους Λαίτιους. Δε θα ρίζωναν πουθενά. Κι αυτός τι έπρεπε να κάνει; Να παρατήσει τη γυναίκα που αγαπούσε, με το παιδί του στα σπλάχνα της; Να τη σύρει μαζί του έγκυο σε περιπλανήσεις και πολέμους; Να λιποτακτήσει, εγκαταλείποντας τους συντρόφους που του χρωστούσαν της ζωή τους και τους χρωστούσε τη δική του; Πώς να ζήσει στην ξενιτιά, χωρίς συμπατριώτες που τον καταλάβαιναν; Πώς να ζήσει οπουδήποτε χωρίς εκείνη; Πώς να τα συμβιβάσει και τα δύο;

Οι συνάδελφοί του, οι άλλοι τρεις ιππείς, είχαν σταθεί και τον κοιτούσαν που έμενε άπρακτος. Του έδειξαν μ’ έναν νεύμα του σαγονιού το δικό του σακίδιο και τη δική του λόγχη που τον περίμεναν στη γωνία. Η συντροφιά του ήταν ένα δεδομένο στη ζωή τους.

«Άντε, τι κάθεσαι;», προέτρεψε ο τοξότης που είχε μιλήσει και πριν.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Σ-Ε-Κ-Σ

Πολύ φάνταζυ είναι από-σεξουαλικοποιημένο. Μπορεί να πηγαίνει πακέτο με τις καταβολές του φάνταζυ, δεν ξέρω: παίζει πολύ ρομάντζο αλλά αξιοσημείωτα λίγο σεξ. Οι άνθρωποι τείνουν να κάνουν [σημαντικά] πράματα για χατίρι των [γαμήλιων] όρκων παρά για χατίρι του γαμ… που ακολουθεί.

Τάδε έφη Cliver Barker εν έτει 1988, σε συνέντευξη για την κυκλοφορία του ‘Υφαντόκοσμου’ (σ.σ. η απόδοση του κειμένου και η λογοκρισία δικές μου).

Ως τότε είχε υπάρξει εξαιρετικά επιτυχημένος συγγραφέας τρόμου, αλλά με το συγκεκριμένο βιβλίο έκανε στροφή προς την Αστική Φαντασία, πορεία που συνεχίζει σταθερά ως σήμερα. Η Αστική Φαντασία είναι υποείδος του Φανταστικού που συχνά πατάει με το ένα πόδι στο φάνταζυ και με το άλλο στον τρόμο. Ο Barker όμως κάνει τον κόπο να συγκρίνει το ύφος του «Υφαντόκοσμου» με το ύφος των έργων του Τόλκιεν, δηλώνοντας έτσι που κατατάσσει ο ίδιος το πόνημά του, αλλά κι ότι θεωρεί (ορθά) όλα τα είδη φάνταζυ ως ενιαίο σύνολο.

Λέει πιο κάτω στη συνέντευξη: «horror fiction is very sexual», ενώ για το φάνταζυ είδαμε ήδη τι λέει…

Δεν μπορώ να τον διαψεύσω. Το ως τώρα έργο μου δε μου δίνει έρεισμα, είμαι κι εγώ από τους «σεμνούς». Είδατε πώς έγραψα τον τίτλο της ανάρτησης; Πολλοί συγγραφείς φάνταζυ δεν θέλουν καν η λέξη «σεξ» να αναφερθεί σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των βιβλίων τους.

Οι παρθένες είναι Παρθένες, άσπιλες και άμωμες. Ο ιππότης όχι απλά δεν έχει βλέψεις προγαμιαίων σχέσεων, δεν κοιτά καν το ντεκολτέ της πριγκίπισσας όταν αυτή σκύβει να εξετάσει το δαχτυλίδι που της προσφέρει – την φαντάζεται όταν είναι μακριά του, δεν την φαντασιώνεται. Ο τυχοδιώκτης μπορεί να αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, διαφορετική σε κάθε περιπέτεια, αλλά δεν ξεπερνούν ποτέ το παιδαριώδες επίπεδο «Τζέημς Μποντ» (εμφανίζονται με βαθύ ντεκολτέ στο εξώφυλλο και τις περιγραφές, δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε το ουσιώδες για να τις κατακτήσει, οι συνευρέσεις γίνονται εκτός σκηνής, όπως κι οι χωρισμοί που είναι πάντα κοινή συναινέσει)∙ σαν να έβαλε κάποιος μια καλλονή να παίξει το ρόλο του πιστού, γραφικού συντρόφου (sidekick), ώστε να καλυφθεί αυτή η ανάγκη και να δηλωθεί ταυτόχρονα ότι ο πρωταγωνιστής είναι πολύ άντρας.

Ο αναγνώστης έχει μάθει περιμένει κάποιου είδους γάμο-φιέστα στο φινάλε. Είναι σύμβολο μετάβασης σε άλλο στάδιο (άρα το βιβλίο μπορεί να κλείσει), είναι ευκαιρία να δεθούν όσα αφηγηματικά νήματα είναι εκκρεμή ακόμη, είναι σύμβολο πως ο ήρωας απέκτησε την ευτυχία που του αναλογεί, είναι κι οι ρίζες του φάνταζυ στα παραμύθια και τη ρομαντική λογοτεχνία – είδη που τυπικά τελειώνουν με το «και ‘ζήσαν αυτοί καλά» του πρωταγωνιστικού ζευγαριού.

Αλλά (εκτός κι αν γράφουμε για παιδιά), δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε ένα ουρανοκατέβατο μυστήριο, έναν έρωτα που όλος κι όλος υπήρξε κλείσιμο του ματιού. Πρέπει να αναπτυχθεί το απαραίτητο ρομάντζο. Και να είναι πιστευτό. Χωρίς αισθησιασμό, θα είναι ψυχρό, ελλιπές κι αποστειρωμένο, άρα ψεύτικο, στερούμενο έστω και ελάχιστου ρεαλισμού.

Κι ακόμη κι αν δε θέλουμε τελετές, το σεξ είναι ανάγκη κι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής για όλους. Ακόμη και για τον ερημίτη που προσπαθεί να τιθασεύσει τις ορμές του ή τον παραμορφωμένο που δεν μπορεί να έλξει καμία γυναίκα αλλά νιώθει πόθο. Ο ερωτισμός μπορεί να βοηθήσει στη σκιαγράφησή ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα: να μας δείξει πώς συμπεριφέρεται στον/στην σύντροφό του, το πιο κοντινό του πρόσωπο. Είναι εγωιστής και σκέφτεται μόνο τον εαυτό του, βάζει τους άλλους σε μεγαλύτερη προτεραιότητα, έχει μια κρυφή ανθρώπινη πλευρά; Έχει τόση εμμονή με το στόχο που έχει θέσει στον εαυτό του ώστε παραμελεί ως και το έτερόν του ήμισυ; Έχει τόση αδυναμία στο έτερόν του ήμισυ ώστε για χάρη του παραμελεί την αναζήτηση που θα σώσει την ίδια του την πατρίδα;

Από την άλλη, δεν είναι μόνο θέμα συντηρητισμού η απουσία γαργαλιστικών λεπτομερειών. Ειδικά στο επικό φάνταζυ, αναφέρονται συνήθως τόσα πρόσωπα και εκτυλίσσονται τόσο σημαντικά γεγονότα, ώστε δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος και χρόνος για περισπασμούς. Είναι αδύνατο να καλυφθούν όλες οι πτυχές κάθε χαρακτήρα· συχνά δεν ξέρουμε αν κάποιος είναι παντρεμένος, εργένης ή ό,τι άλλο, όπως δεν ξέρουμε κι άλλες λεπτομέρειες που δεν υπάρχει λόγος να κρυφτούν – απλά δε χωράνε! Και θα ήταν έλλειψη ρεαλισμού, όχι αύξησή του, για τους περισσότερους να κάνουν ερωτικές αρπαχτές ενώ τρέχουν να σώσουν τον κόσμο.

Βέβαια, από το 1988 κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Το Φανταστικό – όπως το γουέστερν, το έργο πολεμικών τεχνών, η ταινία εποχής και κάθε άλλη κατηγορία αφηγηματικής τέχνης που έχει να κάνει με ένα στυλιζαρισμένο «Αλλού και Άλλοτε» – όσο τρέφεται με κλισέ και αρχέτυπα, άλλο τόσο τρέφεται και με την ανατροπή τους. Ακόμη περισσότερο, στο Φανταστικό, η αναζήτηση του πρωτότυπου/πρωτόγνωρου είναι σχεδόν αυτοσκοπός. Και σ’ αυτήν την τελευταία εικοσαετία, η τάση σε όλους τους τομείς της Τέχνης είναι να αποδειχθεί πως όλα επιτρέπονται και κανείς «λογοκριτής» δεν μπορεί να μας βάλει χέρι. Πλέον, για κάθε έναν συγγραφέα φάνταζυ που απέχει από την περιγραφή της ερωτικής ζωής των χαρακτήρων του, ένας άλλος συγγραφέας μπαίνει σε λεπτομέρειες για την σεξουαλική ζωή των δικών του, αγγίζοντας τα όρια της «ροζ» λογοτεχνίας (για να μην πω πορνογραφίας).

Όπως σε όλα τα θέματα, και σ’ αυτό κάθε δημιουργός βρίσκει τη δική του ισορροπία, σχετικά με το είναι λίγο και τι πολύ. Ποτέ δε θα ευχαριστήσει κανείς όλους τους αναγνώστες με την επιλογή του, αλλά και ποτέ δε θα τους δυσαρεστήσει όλους.

Αλλά θα ήταν καλό να λάβουμε υπόψη ένα ακόμη θέμα που είχε θίξει ο Barker στη συνέντευξή του:

οι Seerkind [σ.σ. τα «καλά» υπερφυσικά πλάσματα στον ‘Υφαντόκοσμο’] συνουσιάζονται, κλάνουν – είναι κάθε άλλο παρά αγνοί. Αυτό τους κάνει πιο διασκεδαστικούς και αποκρύπτει την τεχνητή διάκριση ανάμεσα στους ηθικά αγνούς και ηρωικούς, από τη μια πλευρά, και τους ολοκληρωτικά καταραμένους, βλάσφημους και ανόσιους, από την άλλη.

Δυστυχώς, η λογοτεχνική «σεξουαλική απελευθέρωση» φαίνεται πως οδήγησε στην αντίθετη κατεύθυνση από την επιθυμητή κι αναμενόμενη. Πολλοί συγγραφείς φάνταζυ καυχώνται πως αγνοούν τους οπισθοδρομικούς (αυτο)περιορισμούς, τη συμβατική ηθική, το κατασκευασμένο. Αλλά τι σημαίνει αυτό στην πράξη για τους περισσότερους;

Πρώτον, οι πρωταγωνιστές είναι εμφανίσιμοι και μεγάλοι εραστές (σε προσόντα και ικανότητες). Ενώ οι ανταγωνιστές τους είναι άσχημοι και/ή φορτώνονται πότε με σεξουαλική ανικανότητα (κυριολεκτική ή μεταφορική), πότε με προτιμήσεις που ο μέσος άνθρωπος θεωρεί αποκλίνουσες (σαδισμός, μαζοχισμός, ομοφυλοφιλία κτλ.). Αν το αγγελικό Καλό και το δαιμονικό Κακό είναι οπισθοδρομικά, η ταύτιση του Κακού με την αναπηρία και την άγνοια, πώς να χαρακτηριστεί; Πόσους αιώνες πίσω μας πάει; Πόσο τεχνητή είναι;

Δεύτερον, οι χαρακτήρες ξεκινάνε και διαλύουν σχέσεις με μια ελαφρότητα που είναι εντελώς ασυνεπής με τη δομή της κοινωνίας που περιγράφεται στα βιβλία κατά τα άλλα – στυγνή μεταφορά της σημερινής ηθικής (που δεν είναι η χτεσινή, αλλά δεν είναι και η αυριανή) σε έναν άλλο τόπο και χρόνο. Και ελάχιστοι συγγραφείς βάζουν το μυαλό τους να σκεφτεί, ώστε να δουν πως θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τέτοιες καταστάσεις για να δημιουργήσουν ανταγωνισμούς και πικρίες, συγκρούσεις μέσα στην ίδια παράταξη, ή μικροπρεπείς λόγους έχθρας ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις. Οπότε χάνεται η ευκαιρία να βγει κάτι ρεαλιστικό απ’ αυτό. Και τι μένει; Το σύνδρομο «Τζέημς Μποντ», απλά με τις συνευρέσεις επί σκηνής.


Είναι καλό να ξέρει κανείς τι θέλει να γράψει, καθώς και τις παγίδες στις οποίες δε θα ήθελε να πέσει, τα λάθη των προκατόχων του. Αλλά όταν θέτει σαν μόνο στόχο την πλήρη αντιστροφή ενός προτύπου, δεν πετυχαίνει τίποτε. Μαζί με τα αρνητικά, πετάει στα σκουπίδια και τα καλά.


[Ευχαριστώ πολύ τους φίλους που σχολίασαν τη μοναδική τολμηρή σκηνή του Κορακιού και με βοήθησαν να σκεφτώ τα παραπάνω]

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Στιγμή ανακούφισης-πανικού

Έκανα κάτι τελευταίες μικροδιορθώσεις που ήθελα στο βιβλίο. Μια λέξη εδώ, μια λέξη εκεί, δυο σελίδες που δε με ικανοποιούσαν. Βοήθησαν και διάφοροι φίλοι.

Συμπίεσα το αρχείο, το σταύρωσα, το επισύναψα σ' ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και έφυγε από τα χέρια μου. Οριστικά.

Πλέον αναλαμβάνει ο επιμελητής. εγώ μπορώ να αρχίσω να ασχολούμαι αποκλειστικά με το επόμενο (τίτλο θα αποκαλύψω σύντομα).

Και έπαθα κρίση πανικού. Πλέον δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα, εκτός κι αν συννενοηθώ με τον επιμελητή. Ποιος θα είναι αυτός; Θα έχουμε επικοινωνία; Θα έχουμε καλή επικοινωνία; ή αν δε χρειαστεί να με συμβουλευτεί για κάποιο λόγο, για να διευκρινίσω κάποια ασάφεια ας πούμε, δε θα μιλήσουμε ποτέ; Θα ξαναδώ το χειρόγραφό μου μια και καλή, έτοιμο να βγει στα ράφια, και πάλι θα πιάσει το μάτι μου πράγματα που θα τα ήθελα αλλιώς και δε θα γίνεται πια να αλλαχθούν, δε θα υπάρχει χρόνος;

Έχω ακούσει που λένε πως ο συγγραφέας κάνει διορθώσεις ως και στη θανατική καταδίκη που του απαγγέλουν. Ότι οι διορθώσεις δεν τελειώνουν πραγματικά ποτέ σε ένα κείμενο, όσο το έχεις μπροστά σου.

Αλλά αυτά δεν έχουν σημασία όσο δουλεύεις ακόμη ένα κείμενο. Παραμένουν μακρινές προοπτικές ώς το τελευταίο λεπτό. Και είναι λέξεις ανούσιες όταν συνειδητοποιείς πως το πενυματικό σου παιδί ενηλικιώθηκε αναπόφευκτα κι έχει αφήσει την πατρική εστία.

Βαθιές ανάσες. Βαθιές ανάσες.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Ηρωική Φαντασία ή Επική Φαντασία

Άλλο ένα δίλημμα που είναι της μόδας τελευταία και μπορούμε να το ανάγουμε στο δίπολο Tolkien-Howard. Ηρωικές πράξεις που επηρεάζουν τη μοίρα όλου του κόσμου ή οι συναρπαστικές περιπέτειες ενός τυχοδιώκτη που στηρίζεται μόνος στις ικανότητές του;

Η διαφορά δεν έγκειται στη σοβαρότητα της προσέγγισης. Η Επική Φαντασία μπορεί να είναι ανάλαφρη ή και αφελής, παιδαριώδης. Η Ηρωική Φαντασία μπορεί να είναι σκοτεινή και απαισιόδοξη, ένα είδος νουάρ. Είναι περισσότερο ζήτημα κλίμακας.

Η Επική Φαντασία τείνει προς τη μεγάλη κλίμακα. Κάστρα, ίντριγκες σε επίπεδο κρατών, στρατιές που συγκρούονται, πολιτισμοί και θρησκείες. Χρειάζονται πολλά πρόσωπα για να τα δείξεις όλα αυτά σε βάθος, να τα αναπτύξεις και να νιώσει ο αναγνώστης πως είναι «μέσα», αθέατος παρατηρητής της Αυλής, της πρώτης γραμμής στη μάχη, της σφαγής των αμάχων σε μια λεηλατούμενη πόλη.

Η Ηρωική Φαντασία τείνει στη μικρή κλίμακα, στο τοπικό και στο σύντομο. Ακόμη κι αν διακυβεύεται το ποιος θα καθίσει στο θρόνο ή αν θα απελευθερωθεί ο παντοδύναμος και μοχθηρός δαίμονας, η πλοκή μπορεί να χωράει μέσα σε μια νύχτα ή μέσα σε ένα παλάτι, ένα ερημονήσι, έναν τύμβο. Άλλες φορές πάλι, η Ηρωική Φαντασία είναι ένα καλειδοσκόπιο εικόνων, τόπων και στιγμών, ας πούμε ένα κυνηγητό από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Και πάλι, όμως, η οπτική της είναι περιορισμένη. Η «κάμερα» ακολουθεί έναν μόνο πρωταγωνιστή ή έστω μια μικρή ομάδα.

Κάποιος μπορεί να γελαστεί και να πει πως η Ηρωική Φαντασία είναι πιο εύκολη, χρειάζεται λιγότερη δουλειά και δεν είναι ανάγκη να αναπτυχθεί τόσο ο κόσμος στον οποίο θα διαδραματιστεί. Λάθος, φυσικά. Αν μιλήσουμε για δυο κείμενα του ιδίου μεγέθους, είναι δυνατόν να έχουν διαφορετικό βάθος και λεπτομέρεια; Πώς θα γεμίσουν 70.000 λέξεις; Απλά, εκεί που ο συγγραφέας ενός έργου Επικής Φαντασίας έχει αποφασίσει να ζωντανέψει λαούς και οργανώσεις και θρησκείες, να δώσει την αίσθηση μια κοινωνικής ομάδας και τις σκέψεις-αισθήματα των μελών της, ο συγγραφέας ενός έργου Ηρωικής Φαντασίας προτίμησε να προσπαθήσει να ζωντανέψει χρώματα και μυρωδιές και υφές, όλα όσα φοράνε και χρησιμοποιούν και δημιουργούν οι κάτοικοι του κόσμου που πλάθει. Αν υπάρχει κάποια αντικειμενική διαφορά είναι πως η Επική Φαντασία δε χωρά σ’ ένα διήγημα, ενώ η Ηρωική Φαντασία μπορεί να απλωθεί και να γεμίσει και ένα μυθιστόρημα, ενώ τα διηγήματα είναι ο φυσικός της χώρος.

Κι εγώ που στέκω, λοιπόν;

Δεν κρύβω ότι προτιμώ μακράν τον Howard από τον Tolkien. Οι καταβολές μου είναι στην Ηρωική Φαντασία. Με τέτοιου είδους διηγήματα ξεκίνησα. Από την άλλη, η πολυπρόσωπη προσέγγιση την οποία δυσκολεύομαι να αποχωριστώ είναι καταλληλότερη για την Επική Φαντασία. Κάθισα να γράψω το «Κοράκι σε Άλικο Φόντο» έχοντας κατά νου κάτι σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Αλλά δεν ήξερα πώς να το ξεκινήσω, ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα. Εντάξει, λέω, θα βάλω έναν στρατιωτικό κι έναν πολιτικό σαν ήρωες, θα πιάσω όλες τις οπτικές.

Και μετά το ξανασκέφτομαι και λέω, ο στρατιωτικός θα μπλέκει σε μεγάλες μάχες, θα είναι διοικητής. Μπορώ να βάλω κι έναν απλό στρατιώτη, αλλά και πάλι θα μιλάμε για το ίδιο πράγμα από άλλη οπτική γωνία. Εγώ ξέρω να γράφω για ήρωες που πάνε μόνοι τους και αντιμετωπίζουν τέρατα ή κάνουν άλλα κατορθώματα. Γιατί να μη βάλω κι έναν τέτοιο; Μέσα στα πλαίσια ενός ολόκληρου κόσμου, δεν είναι εφικτό να υπάρχουν και κάποιοι των οποίων η ζωή θα είναι ένα είδος Ηρωικής Φαντασίας; Μου άρεσε αυτή η ιδέα και την κράτησα.

Οπότε δεν έχω ιδέα πού να κατατάξω το βιβλίο μου.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Ο Νέος Χάρτης

Ο Ozzo κεντάει.



Νομίζω πως δεν έχει νόημα να πω κάτι περισσότερο. Καλύτερα να αφήσω την εικόνα να μιλήσει μόνη της, αφού πήρα την έγκρισή του καλλιτέχνη να σας προσφέρω ένα δείγμα της δουλειάς του. Το μόνο που θα διευκρινίσω είναι πως το μικρό αυτό κομμάτι προέρχεται από μια χώρα που λέγεται Δαετία. Οι Δαετοί δε μιλούν αιγλωικά, γι' αυτό τα τοπωνύμια είναι "αλαμπουρνέζικα" και δεν σημαίνουν κάτι στα ελληνικά.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Οι Περιφέρειες - Χαρεόπολης

Οι περισσότεροι Χαρεοπολίτες ανήκουν στο αυστηρό θρησκευτικό κίνημα των Αγνών που παρουσιάστηκε στη Βασιλεία Αιγλωέων πριν λίγα χρόνια και ξεκίνησε από την περιοχή τους. Από τα παραμύθια, το ενδιαφέρον τους έχει πλέον μετακινηθεί στις παραβολές.


Η παραβολή του φαύλου ποιμένα

Είναι ένας νεαρός ποιμένας που αρέσκεται να ψεύδεται σε όλους, να καταστρέφει τα εύθραυστα και να ταλανίζει τους αδύναμους. Λέει πως διασκεδάζει με την οργή, τη σύγχυση και την οδύνη των άλλων. Πως ηδύνεται να είναι ο υπαίτιος και να μη συλλαμβάνεται.

Μια εσπέρα θερινή, μισοκοιμισμένος κάτω από τη δροσερή σκιά πλατάνου, ακούει βήματα στην όχθη του ποταμού. Θορυβημένος, σηκώνεται και παίρνει αμυντική στάση. Αντικρίζει έναν άντρα με ευχάριστη όψη και λευκή ενδυμασία, με άδεια χέρια και δίχως καμιά αποσκευή.

«Καλώς ανταμώσαμε», λέει ο ξένος. «Ακολούθησέ με να δεις πράγματα θαυμαστά».

Ο ποιμένας, περισσότερο υπηρέτης της περιέργειάς του παρά της ευθύνης για το ποίμνιο, ανταποκρίνεται. Μπαίνουν στο δάσος, ακολουθούν πολύστροφο μονοπάτι μέσα στο σκοτάδι που δε δυσχεραίνει την πορεία του επισκέπτη και φτάνουν σε τόπο όπου τα κλαδιά είναι μπλεγμένα σε συμπαγή θόλο και δεν ξεχωρίζει σελήνη, άστρο ή θάμπος του στερεώματος.

Ο λευκοχίτωνας παραμερίζει τις βάτους πλησίον πηγής που κατεβαίνει παγωμένη από τα όρη. Φανερώνει χάλκινους πρασινισμένους κρίκους πάνω σε μαρμάρινη πλάκα και προστάζει τον ποιμένα να τους τραβήξει. Αυτός δεν αρέσκεται να καταπονεί το σώμα του αλλά έχει φλογιστεί ο νους του από την αναμονή θεαμάτων και δε νιώθει κόπωση, πόνο ή πείνα.

Αποκαλύπτεται άνοιγμα ερεβώδες και αραχνιασμένο κάτω από το μάρμαρο κι ο ξένος κατεβαίνει ευθύς, ξάφνου σε κάθε χέρι του πυρσός που καίει. Ο ποιμένας ακολουθεί. Μετράει χίλια σκαλιά λαξευτά, εκατό βήματα σε στοά υγρή και δέκα κτιστές αψίδες. Φτάνουν σε σπήλαιο ανέγγιχτο από ανθρώπινο χέρι και τους φράζει το δρόμο ποταμός. Αναμένουν ώσπου φτάνει βαρκάρης πεπλοφόρος και τους μεταφέρει απέναντι, πληρωμένος δυο νομίσματα μολυβένια από τον ξένο.

Ο ποιμένας αρχίζει να δυσανασχετεί από την παράταση της αναμονής και διαμαρτύρεται. Ο λευκοχίτωνας σύρει αθέατο παραπέτασμα και του αποκαλύπτει διάδρομο με εσοχές, κάθε μία με το δικό της αναμμένο λύχνο, άλλοι φωτεινοί και άλλοι έτοιμοι να σβήσουν. Ο ξένος προστάζει τον ποιμένα να αναμείνει εκεί.

Ο ποιμένας ανήσυχος περιδιαβαίνει τον χώρο. Φυσά ένα λυχνάρι και το σβήνει. Νιώθει μια στιγμιαία ευχαρίστηση και σπεύδει να το επαναλάβει. Σαλιώνει το δάχτυλό του και συμπιέζει φυτίλια. Ανικανοποίητος ακόμη, αρχίζει να πετάει γυάλινους και πήλινους λύχνους στο δάπεδο για να σπάσουν, αδειάζει τους μεταλλικούς, ηδύνεται με το έλαιο που φλέγεται όλο μαζί.

Εν καιρώ, αρχίζει να βρίσκει ανιαρή τη διαδικασία και σταματά. Αμέσως, ο ξένος επιστρέφει στο πλευρό του και συνεχίζουν την πορεία τους. Σύντομα ο ποιμένας διαμαρτύρεται ξανά και ο λευκοχίτωνας σύρει έτερο αθέατο παραπέτασμα, αποκαλύπτοντας δυο ερμάρια και αποχωρεί. Ο ποιμένας χωρίς δισταγμό αρχίζει να ερευνά. Το εκ δεξιών ερμάρι είναι γεμάτο μικρά κουτιά που φέρουν άνθρακες, λερά ράκη και σαπισμένους καρπούς. Το εξ ευωνύμων ερμάρι περιέχει λίγες χούφτες στολίδια από ήλεκτρο, χρυσό και ελεφαντοστό, ατάκτως ερριμμένα.

Αρχίζει να γεμίζει το βαλάντιό του. Παίρνει όσα πολύτιμα αντικείμενα μπορεί και τα επίλοιπα τα μεταφέρει και τα πετά από μοχθηρία στα κουτιά του άλλου ερμαριού, να χαθούν, να λερωθούν και να φθαρούν. Ευχαριστημένος από την έμπνευσή του, κλείνει τα ερμάρια ώστε να φαίνονται ανέγγιχτα.

Ο ξένος επιστρέφει αμίλητος και ξεκινούν πάλι την υπόγεια πορεία τους. Δεν κάνουν μήτε δέκα βήματα κι ο ποιμένας ανοίγει το στόμα του να δηλώσει δυσαρεστημένος. Ο επισκέπτης, πριν αποχωρήσει προσωρινά, σύρει τρίτο αθέατο παραπέτασμα, διπλό, προς αίθουσα με κλωβούς πλήρεις θηρίων εξωτικών, ημέρων και αγρίων.

Μόνος ο ποιμένας, αρχίζει να σείει τις σιδερένιες ράβδους που τον χωρίζουν από τα ζώα και τα πτηνά, να θέτει σε χρήση τα φραγγέλια και τις βέργες που βρίσκονται στο χώρο. Τρομοκρατεί, εξαγριώνει και τραυματίζει, μετατρέποντας την αίθουσα σε ωδείο βρυγμού και οδυρμού. Δεν αφήνει κανένα πλάσμα σε ηρεμία, οχλώντας όποιο σιωπεί. Σταματά από κόπωση σωματική κι όχι πνευματική.

Και πάλι ο ξένος επιστρέφει εγκαίρως, αυτή τη φορά είναι αδύνατο να προσποιηθεί πως δεν κατανοεί τι συνέβη όσο απουσίαζε. Μορφάζει με δυσαρέσκεια μα δεν ομιλεί. Νεύει να τον ακολουθήσει ο ποιμένας. Πιο πέρα, αναμένει γραία μαυροφορούσα και ερωτά το όνομα του ποιμένα. Αυτός, φοβούμενος πως συνάντησε κάποιον από τους κατοίκους του τόπου κι ότι αν πει την αλήθεια θα μπορέσουν αργότερα να τον εντοπίσουν και να τον τιμωρήσουν για όσα έκανε εκεί, δηλώνει όνομα ξένο, που να ανήκει σε ένα άλλο νέο του χωριού του, λειψό στο νου, πολλάκις θύμα του.

Συνεχίζοντας το δρόμο τους, διασταυρώνονται εκ νέου με τον ποταμό, τους διεκπεραιώνει ο πεπλοφόρος πορθμέας επί πληρωμή, διασχίζουν δέκα κτιστές αψίδες, εκατό βήματα σε υγρή στοά υγρή, ανέρχονται χίλια σκαλιά λαξευτά, ο ξένος σβήνει τους πυρσούς και ο ποιμένας τοποθετεί τη μαρμάρινη πλάκα στη θέση της.

Η επιστροφή στο ποίμνιο είναι σύντομη, το μονοπάτι ευθύ και βραχύ.

«Αυτά ήταν τα θαυμαστά;» ωρύεται ο νεανίας. «Λύχνοι και ερμάρια και κλωβοί;»

«Ο πρόθυμος βιώνει θαύματα και στην απλούστερη στιγμή», απαντά γαλήνιος ο ξένος. «Οι λύχνοι ήταν οι βίοι των οικείων σου, ανθρώπων και μη, που τερματίζουν όταν σωθεί το έλαιο».

Ο χώρος φωτίζεται και αποκαλύπτονται όλοι οι αμνοί του ποιμνίου νεκροί και ο ποιμένας γοεί γόο μεγάλο, σκεπτόμενος την οικογένειά του.

«Στο εξ ευωνύμων ερμάρι φυλάσσονται για να σε κοσμήσουν οι δίκαιες πράξεις σου», λέγει ο ξένος, «ενώ στο εκ δεξιών φυλάσσονται τα σφάλματά σου, δια να ζυγιστούν τα μεν με τα δε όταν έλθει η ώρα».

Ο ποιμένας αδειάζει το βαλάντιό του απελπισμένος και βρίσκει μόνο σκώληκες, λύθρο και πυρίτες λίθους.

«Τα θηρία και τα πτηνά στους κλωβούς είναι οι κοιμισμένες συνειδήσεις των γειτόνων σου», λέγει ο ξένος, «που μπορείς να τις αφυπνίσεις για να αναγνωρίσουν την κρυφή αξία σου ή την κρυφή αναξιότητά σου».

Από την άλλη όχθη ακούγεται φωνές και φαίνονται φλόγες, πλήθος ερχόμενο, οι χωριανοί που έχουν ανακαλύψει όλα τα ψεύδη και τα κρίματα του ποιμένα και σπεύδουν να τον υποβάλλουν σε τιμωρία ανάλογή τους. Ριγεί και τα δόντια του τρίζουν από τρόμο.

«Η γραία είναι η καλή σου Μοίρα ζητά να σε βρει για να σου στείλει τύχη», λέγει ο ξένος. «Και τον τόπο των θαυμάτων δε θα μπορέσεις να ξαναβρείς και να διορθώσεις όσα έπραξες, διότι το πολύ μία φορά δικαιούται κανείς να τον επισκεφθεί. Σε θαύματα καλέστηκες και θαύμα δε θέλησες να δεις».

Και αποχωρεί ως ήλθε.

Νεότερα

Το παρόν πλάνο των Εκδόσεων Πατάκη έχει το "Κοράκι σε Άλικο Φόντο" να βγαίνει στα ράφια τον Ιανουάριο του 2010. Αυτό σημαίνει πως η πραγματική προεργασία (επιμέλεια του κειμένου, επιλογή εξωφύλλου κτλ.) θα ξεκινήσει αρχές Σεπτέμβρη και τότε θα σας έχω πιο ζουμερές ενημερώσεις.

Κατά τα άλλα, μετακόμισα σε άλλη πόλη, ξεκίνησα να εργάζομαι σε άλλη δουλειά και απέκτησα νέα σύνδεση στο δίκτυο. Μετά από μια αναγκαία περίοδο απουσίας, επιστρέφω δυναμικά (ελπίζω) και φιλοδοξώ να ανεβάζω καινούριες αναρτήσεις τακτικά. Ούτε τρεις μαζί ξανά, ούτε κενά του ενός μήνα.

Οδηγίες... Χρήσης

Ελπίζω πως έχω και νέους επισκέπτες σποραδικά - οι επισκέψεις έχουν ξεπεράσει τις 1500 - και πως θα υπάρξουν ακόμη περισσότεροι νέοι αναγνώστες του ιστολογίου μετά την έκδοση του βιβλίου. Οπότε, δυο-τρία λόγια για το πώς είναι βολικότερο να ξεκινήσει κανείς και πώς να συνεχίσει:

- Προσπαθώ να μη δεσμεύω τους επισκέπτες να διαβάσουν τις αναρτήσεις με τη χρονική σειρά που τα ανεβάζω εγώ, αλλά δεν είναι πάντα εφικτό. Συνεπώς, δε χάνετε τίποτα να πάρετε τα πράγματα χρονολογικά.

- Αν δεν έχετε ιδέα τι είναι αυτό το ιστολόγιο και για ποιο πράγμα μιλάει, νομίζω οι αναρτήσεις με την ετικέτα Σύλληψη είναι ένα καλό σημείο για να μάθετε.

- Και να μη σας ενδιαφέρει τελικά, ρίξτε μια ματιά στο χάρτη σε πλήρες μέγεθος (κλικάρετε πάνω του σε αυτή τη δημοσίευση, στην οποία θα μάθετε και ποιος τον έφτιαξε). Αξίζει το χρόνο σας.

- Πέρα από τις διάφορες περιπτωσιολογικές αναρτήσεις (Μαγεία, αναγνώσματα κτλ.), υπάρχουν κάποιες σταθερές "στήλες" που φιλοδοξώ να έχουν τουλάχιστον μια καινούρια ανάρτηση το μήνα:

1. Παραμύθια - Μέσα από τα παραμύθια τους, φαίνεται ποιες αρετές εκτιμούν και πιστεύουν ότι διαθέτουν οι άνθρωποι κάθε τόπου, τι είδους αρχές θέλουν να ενσταλλάξουν στα παιδιά τους. Αντί να μιλήσω εγώ, ξερά κι εγκυκλοπαιδικά, για τους φανταστικούς ανθρώπους που κατασκεύασα, τους αφήνω να παρουσιαστούν μόνοι τους, ανά περιοχή του χάρτη (που σημαίνει, ανά ήθος και χαρακτήρα και διάλεκτο).
2. Στιγμές - Μικρά κείμενα από το παρελθόν των χαρακτήρων που εμφανίζονται στο πρώτο βιβλίο των Γιων της Στάχτης, πράγματα που συνέβησαν πριν την έναρξη του βιβλίου. Δεν είναι απαραίτητο να τα διαβάσει κανείς για να κατανοήσει το βιβλίο (και τούμπαλιν, μπορείτε να τα απολαύσετε χωρίς να έχετε διαβάσει το βιβλίο).
3. Αντίπαλο δέος - Κριτικές ελληνικών βιβλίων φαντασίας. Το όνομα της ετικέτας είναι σκωπτικό, εννοείται πως δε βλέπω ανταγωνιστικά τους συναδέλφους

- Η ετικέτα προς τα ράφια σημαδεύει τα διάφορα νέα που έχω από τον εκδότη.


Όλοι οι σύνδεσμοι που αναφέρονται, υπάρχουν και στο αριστερό μέρος της σελίδας, στα "Θέματα".

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Στιγμή 5

Όπου πάει ο Λεωσθένης, κοντά θα βρει κανείς και τον Αλγεινό.

Αλγεινός

Τροχοί πάνω στις πλάκες του δρόμου. Ενισχυμένοι με μέταλλο. Δεν ήταν κάρο χωρικού ή εμπόρου. Πέταλα αλόγων που προπορεύονταν, σποραδικές κλαγγές. Ένοπλοι συνοδοί. Μικρή ταχύτητα, καμιά βιασύνη. Δεν ήταν ούτε στρατιωτική άμαξα, λοιπόν.

Δεν έκανε τον κόπο να σηκώσει το κεφάλι του, συνέχισε να σέρνει τα πόδια κατάκοπος. Οι φτωχοί πολλές φορές τον λυπόντουσαν και τον έπαιρναν μαζί τους. Καμιά φορά, κι οι πολεμιστές έκαναν το ίδιο. Οι γενναιόδωροι μοιράζονταν το φαγητό τους μαζί του. Τους αντάμειβε με κάποια από τις χιλιάδες ιστορίες που είχε μάθει – ή βιώσει! – ζώντας στους δρόμους.

Αλλά οι πλούσιοι;

Μερικοί έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, μερικοί κοντόστεκαν να τον φτύσουν για να διώξουν από πάνω τους την κακοτυχία που μπορεί να τους έφερνε η άθλια όψη του. Κανείς δεν τον είχε ποτέ ανεβάσει στο όχημά του, κανείς δεν του είχε προσφέρει ελεημοσύνη.

Εκείνη την ημέρα δεν έμελλε να ξεμπερδέψει τόσο εύκολα. Η άμαξα επιβράδυνε μόλις έφτασε πλάι του. Γέλια, αντρικά και γυναικεία ανάμικτα. Νεανικά, αλλά αμβλυμμένα από οινόπνευμα. Έριξε μια κλεφτή ματιά κι είδε το λακαρισμένο ξύλο, τα παραπετάσματα από ιώδες μετάξι. Στο παράθυρο του οχήματος φάνηκαν δυο άντρες, με τα μάτια θολωμένα από το ποτό, τα πρόσωπα κατακόκκινα. Δυο γυναίκες στριμώχτηκαν πλάι τους. Η μικρότερη έμοιαζε πολύ με τον ψηλότερο νεαρό, αδερφή ή το πολύ ξαδέρφη. Η μεγαλύτερη γυναίκα δεν είχε φτηνότερα ενδύματα από τους συνοδούς της, ούτε τη στόλιζαν λιγότερα κοσμήματα. Αλλά η πρόστυχη έκφρασή της, η κοκκινισμένη από χέννα τούφα που ξεκινούσε από το κέντρο του μετώπου της και κατέβαινε ως τον γυμνωμένο ώμο της, η έκταση του δέρματός της που έμενε ακάλυπτη από την εσθήτα της, όλα επιβεβαίωναν το επάγγελμα που της είχε εξασφαλίσει θέση στο όχημα και την εκδρομή.

Άρχισαν κι οι τέσσερις μαζί να περιγελούν το μοναχικό διαβάτη. Το χλωμό δέρμα του, τα αχυρένια μαλλιά του, τα αποστεωμένα μέλη του, τα κουρέλια που φορούσε. Δεν έδωσε σημασία. Είχε τη δυνατότητα να τους ξεφορτωθεί όλους, ακόμη και να τους σκοτώσει, μαζί και τους έξι καβαλάρηδες που τους συνόδευαν. Αλλά το είχε περάσει αυτό το στάδιο στη ζωή του και δε συμπεριφερόταν έτσι πια.

Βλέποντας πως δεν καταδεχόταν ούτε να στραφεί προς το μέρος τους, οι εύποροι ταξιδιώτες χειροτέρεψαν τις προσβολές τους, οι γυναίκες ειδικά τον προκάλεσαν και τον έλουσαν με χαρακτηρισμούς που θα έκαναν έναν λιγότερο ταξιδεμένο άντρα να κοκκινίσει. Άκουσε ύφασμα να θροΐζει καθώς του αποκάλυπταν μέρη της ανατομίας τους, ενώ οι άντρες χαχάνιζαν. Αλλά και πάλι δεν καταδέχτηκε να σηκώσει το κεφάλι του. Είχε κοφτερή γλώσσα όταν ήθελε και θα μπορούσε να τους αποστομώσει. Αλλά κι αυτό το στάδιο της ζωής του το είχε ξεπεράσει.

Στο τέλος βαρέθηκαν και πρόσταξαν τον αμαξά να επιταχύνει. Άκουσε τον απόηχο από τις ρόδες και τα πέταλα να σβήνει σταδιακά.

***

Άκουσε τα άλογα που χλιμίντριζαν και φρούμαζαν, τις χορδές των τόξων που πάλλονταν, τις κλαγγές του μετάλλου, το ξύλο που τσακιζόταν. Και στο τέλος σιωπή.

Πριν τα ουρλιαχτά.

Σκέφτηκε να περιμένει ή να προχωρήσει στο δάσος, ν’ αφήσει πίσω του το δρόμο και όσα τον περίμεναν πάνω σ’ αυτόν. Αλλά κι αυτή τη φάση της ζωής του την είχε ξεπεράσει.

Μετά τη στροφή, είδε ακριβώς αυτό που περίμενε. Η άμαξα πεσμένη στο πλάι, κατεστραμμένη, οι πολεμιστές πεσμένοι στις πλάκες κατάστικτοι από βέλη, τα πληγωμένα άλογα να προσπαθούν να σηκωθούν για να ακολουθήσουν όσα το είχαν σκάσει ήδη. Τραχείς ένοπλοι άντρες, ληστές, έψαχναν τα συντρίμμια του οχήματος και τα πτώματα. Έσερναν τους πλούσιους έξω, έτοιμοι ν’ αποτελειώσουν τους άντρες, να ακινητοποιήσουν τις γυναίκες. Δε χαχάνιζαν, δεν αστειεύονταν, δεν μιλούσαν καν. Προσπαθούσαν να πάρουν ότι μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο πριν φύγουν βιαστικά – καινούρια όπλα, κέρματα, λίγες στιγμές ηδονής.

Στένεψαν τα μάτια τους ζυγίζοντας τον Αλγεινό, αν έπρεπε να τον αντιμετωπίσουν, να τον αγνοήσουν ή να του προσφέρουν μερτικό. Τελικά σήκωσαν τους ώμους τους. Του πέταξαν ένα καρβέλι λευκό ψωμί που είχε πέσει κοντά στα αίματα, μα δεν είχε λερωθεί. Ακολούθησε ένα μισοάδειο φλασκί με κρασί.

Είχε τρεις μέρες να βάλει αληθινό φαγητό στο στόμα του. Το λογικό ήταν να νεύσει την ευγνωμοσύνη του και να προχωρήσει. Να αφήσει τους ληστές να τον μετατρέψουν σε συνένοχό τους κατά κάποιον τρόπο. Να κρίνει εκείνους που είχαν σταθεί να τον περιγελάσουν, να πει πως τους άξιζε αυτό που πάθαιναν. Να τους κρίνει όπως τον είχαν κρίνει, άδικα.

Αλλά κι αυτή τη φάση της ζωής του την είχε ξεπεράσει.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Πόση κοσμοπλασία;

Κοσμοπλασία (εκ του αγγλικού worldbuilidng) αποκαλούμε τη διαδικασία του σχεδιασμού ενός φανταστικού κόσμου που θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε σαν σκηνή για το έργο μας, αλλά το αποτέλεσμά της (το οποίο μπορεί να είναι χάρτες, σκόρπιες σημειώσεις, ολόκληρο βιβλίο ή να υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό του συγγραφέα, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι η περιγραφή του προαναφερθέντος κόσμου).

Υπάρχουν δυο άκρα στα οποία μπορεί κανείς να φτάσει και τα αντιπροσωπεύουν οι δυο πατέρες του φάνταζυ, ο Robert E. Howard και ο J.R.R. Tolkien, οι οποίοι είναι τα δυο άκρα του φάσματος και με πολλούς άλλους τρόπους.

Στην κατά Tolkien λογική, όλα είναι γνωστά εκ των προτέρων. Πριν ξεκινήσει καν να γράφεται το λογοτέχνημα, σχεδιάζεται κόσμος, με τη γεωγραφία του, τους λαούς του (ο καθένας με τη γλώσσα και τα έθιμά του), αλλά και ολόκληρη η ιστορία από τη δημιουργία του πλανήτη ως το «παρόν» (την αφετηρία της πλοκής). Μάλιστα, στο ίδιο το έργο του Tolkien (στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών), τολμώ να πω ότι η κοσμοπλασία (το Σιλμαρίλλιον) κυριαρχεί πάνω στο βιβλίο και γίνεται ένα είδος «εγχειριδίου χρήσης», χωρίς το οποίο ο αναγνώστης δεν έχει πρόσβαση σε όλες τις δυνατότητες του «προϊόντος»

Στην κατά Howard λογική, υπάρχει μια γενική εικόνα για τον κόσμο και χρησιμοποιείται κατά βούληση. Κάθε καινούρια ιστορία προσθέτει στοιχεία στον κόσμο (δηλαδή η κοσμοπλασία είναι ταυτόχρονη με τη συγγραφή), χωρίς να αναγκάζεται να περιοριστεί σε πλαίσια ορισμένα από πριν. Μπορεί κανείς να γράφει ακόμη και τις ιστορίες με τη σειρά που τις σκέφτεται κι όχι με τη σειρά που συμβαίνουν (έτσι έκανε ο Howard κι ο αναγνώστης μπορεί επίσης ν’ ακολουθήσει όποια σειρά προτιμά και να τις απολαύσει ανεξάρτητα τη μια από την άλλη). Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος αντιφάσεων ή κενών, ιδεών που ο συγγραφέας ποτέ δε θα κατορθώσει να στριμώξει σε κάποιο κείμενο ή να εξηγήσει επαρκώς, καθώς και έλλειψης ομοιογένειας.

Φυσικά, κάθε συγγραφέας δουλεύει με τον τρόπο που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία και τον τρόπο σκέψης του.

Εγώ τείνω περισσότερο προς την κατά Howard προσέγγιση. Είμαι μεθοδικός. Αν θέλω να φτιάξω έναν χαρακτήρα που να είναι «περσοειδής», θα ψάξω για τους Πέρσες, θα δω και τη γλώσσα τους, δε θα πάρω το πρώτο όνομα βασιλιά που βρήκα μπροστά μου. Αλλά μου φαίνεται λίγο χαμένος χρόνος να κάτσω να γράψω πρώτα την «εγκυκλοπαίδεια της Πλάσης», τη στιγμή που εικόνες και εμπνεύσεις βράζουν στο μυαλό μου, με παρακαλούν να τις κάνω ιστορία. Σε στιγμές μεγάλου οίστρου, μπορεί να καθίσω να γράψω και αν μου προκύψουν χαρακτήρες ολοκαίνουριοι, να τους αποκαλώ στο κείμενο ΧΧ, ΥΥ κοκ. Ομοίως και για τοποθεσίες. Αργότερα, που δε θα έχω πια το δαιμόνιο της έμπνευσης καβάλα στην πλάτη να με μαστιγώνει, μπορώ να βρω αυτά τα σημαδάκια και να τα μετατρέψω σε ταιριαστά ονόματα ή τοπωνύμια.

Επίσης, να πάνω στο γράψιμο μού βγει κάτι που δεν το είχα σκεφτεί, μια ανατροπή στην πλοκή ή μια ιδέα για το υπόβαθρο που μου φαίνεται αξιόλογη ή ακόμη και μια αλλαγή στο πώς/ποιος είναι ένα πρόσωπο, αρκεί να αλλάξω το κείμενό μου ως εκείνο το σημείο για να την ενσωματώσω στο βιβλίο. Δε χρειάζεται να πειράξω και κάποιου είδους «βίβλο» η οποία περιλαμβάνει όλο το υπόβαθρο του έργου μου (ο όρος «βίβλος» χρησιμοποιείται για την καταγραφή των λεπτομερειών – προσώπων, καταστάσεων, εξελίξεων – στις οποίες βασίζεται μια τηλεοπτική σειρά). Βέβαια, βοηθάει να έχει κανείς μνήμη ελέφαντα και να γράφει με βάση μια αδρή πλοκή, χωρίς να κάνει πρώτα λεπτομερή προσχέδια για την ακολουθία των γεγονότων ως το τέλος.

Επίσης, είμαι διστακτικός ως προς το να στύψω το μυαλό μου για να δημιουργήσω ένα σωρό πράγματα από τα οποία μόνο μερικά θα μπορέσω να αξιοποιήσω στα πλαίσια του βιβλίου. Σίγουρα μπορεί κανείς να εντυπωσιάσει το κοινό και με αυτή του τη δουλειά, αν την κάνει καλά (ο Tolkien που λέγαμε, έχει δοξαστεί όσο κανείς άλλος για το υπόβαθρο του κόσμου του, και περισσότερο γι’ αυτό, παρά για την ίδια την πλοκή που δημιούργησε!) Αλλά και πάλι μου φαίνεται παραλογοτεχνικό. Σίγουρα είναι ένα είδος τέχνης η κοσμοπλασία, αλλά δεν είναι η τέχνη που εξασκώ εγώ, η τέχνη του λόγου. Πιστεύω πως αν κάνω σωστά τη δουλειά μου, η Πλάση θα βγαίνει το ίδιο ζωντανά στα μάτια του αναγνώστη, χωρίς να χρειάζομαι ένα δεύτερο επεξηγηματικό κείμενο και χωρίς να μπορεί – ούτε και να χρειάζεται – κανείς να μαντέψει αν χρησιμοποίησα «βίβλο», σημειώσεις ή οτιδήποτε άλλο (Δείτε κι εδώ για μια παρόμοια άποψη, δοσμένη απλούστερα)

Enter Ozzo (ο χαρτογράφος μου, για όσους δεν το θυμούνται).

Ξεκίνησε μια καινούρια εκδοχή του χάρτη (το μόνο που θα πω προς το παρόν είναι πως ό,τι έχετε δει ως τώρα ωχριά). Ο άθλιος σαδιστής, αντί να μου δίνει τακτικά δείγματα, μου έλεγε: «έχω τρία βουνά και δυο ποτάμια στην τάδε χώρα, δώσε μου ονόματα». Έτρεχα εγώ, να δω πώς θα έλεγαν οι νανταρινοί το βουνό δίπλα στην πρωτεύουσά τους. Και μετά, «έχω μια κωμόπολη, γιατί ήταν πολύ άδεια η ακτογραμμή». Πάλι τρέξιμο εγώ. «Στείλε μου σχόλια που θα έβαζε ο χαρτογράφος εδώ κι εκεί». Ποιος χαρτογράφος;

Αλλά όταν είδα το αποτέλεσμα (αφού μάζεψα το σαγόνι μου που είχε φτάσει στο πάτωμα), μπήκα κι εγώ στο παιχνίδι: «εδώ έχουμε μια μεγάλη περιοχή στην οποία τίποτα δεν είναι ονοματισμένο», «εδώ έχεις ένα τεράστιο ακρωτήριο, δε θα το έλεγαν κάπως;», «εδώ αυτό το πέρασμα στα βουνά μοιάζει σημαντικό».

Κι άρχισα να διασκεδάζω πραγματικά. Γιατί αυτό το ονόμασα έτσι; Τι έγινε εκεί πιο παλιά; Και δε μιλάμε για θεωρητικά πράγματα. Μιλάμε για ΙΔΕΕΣ. Ιδέες για τα υπόλοιπα μυθιστορήματα, ιδέες για το prequel που ελπίζω μια μέρα να μπορέσω να γράψω. Ιδέες για παράπλευρα κείμενα, σαν τα παραμύθια που σηκώνω εδώ στο ιστολόγιο. Επέλεξα κι ένα από τους ήδη υπάρχοντες χαρακτήρες μου ως υποτιθέμενο σχεδιαστή του χάρτη και προσάρμοσα τα σχόλια στο σκεπτικό του. Μ’ αρέσει αυτός ο τρόπος δουλειάς, είναι η δική μου τέχνη, η τέχνη του λόγου.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Αναμονή τέλος!

Τρίτη ανάρτηση μέσα σε μια μέρα; Μάλιστα, κι η τρίτη είναι κι η τυχερή.

Με χαρά (και κάποια υπερηφάνεια) σας ανακοινώνω πως υπέγραψα συμβόλαια με τις εκδόσεις Πατάκη (ο Εκδότης-2 που λέγαμε, ντε!) για την κυκλοφορία του "Κορακιού".

Περισσότερα για το πώς και το τι, καθώς θα τα μαθαίνω κι ο ίδιος (με την ετικέτα "προς τα ράφια")

Στιγμή 4

Τι φανταστικός κόσμος θα ήταν η Πλάση, αν κάποιοι από τους μύθους της δεν ήταν αληθινοί;

Λεωσθένης

Τα στομάχια των τεσσάρων γερόντων σφίχτηκαν μόλις είδαν το σπίτι από μακριά. Δίπατο, ξύλο σε απαλό γαλανό χρώμα, πέτρα ασβεστωμένη, κεραμίδια ολοκαίνουρια, κλήματα να σκιάζουν την αυλή. Μεγάλος κήπος, φροντισμένος, χωρισμένος σε παρτέρια∙ λευκά ρόδα και κόκκινα γαρύφαλλα και, πιο κοντά στο σπίτι, λαχανικά για το τραπέζι. Στο μονοπάτι έτρεχαν έξι-εφτά παιδιά κι ένα μικρό σκυλί, κυνηγώντας ένα παρδαλό τόπι. Μια καστανή νέα γυναίκα – η λυγερή ομορφιά της αισθητή ακόμη κι από τόση απόσταση – άπλωνε φρεσκοπλυμένα ασπρόρουχα που σχεδόν άστραφταν στο ηλιόλουστο πρωινό.

Όσα χρειάζεται να έχει ένας άντρας για να ευτυχεί.

Μα οι γέροντες δε γαλήνευαν σε τέτοια θέα. Οι ανησυχίες που τους είχαν ταλανίσει σε όλο το ταξίδι, άξαφνα φούσκωσαν σαν αγριεμένες θάλασσες, απειλούσαν να τους πνίξουν στα τελευταία βήματα που χρειαζόταν να διασχίσουν τα γαϊδουράκια τους. Πλησίαζε η κρίσιμη στιγμή που θα μάθαιναν αν κάποιος από τους φόβους τους θα έβγαινε αληθινός. Θα τον έβρισκαν εκεί τον ήρωα; Θα ήταν εύκαιρος να τους βοηθήσει; Μήπως θα τον προσέβαλλαν τα φτωχικά τους δώρα που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν; Έβαλαν τα χέρια μέσα στα σακούλια και ψηλάφισαν τα δοχεία, τα κουτιά, τα θηκάρια, αποζητώντας παρηγοριά, ένα στήριγμα αληθινό και απτό. Δεν τον ενδιέφεραν το Λεωσθένη οι ανταμοιβές, όλοι το ήξεραν. Μα τον είχαν τόση ανάγκη οι συμπατριώτες των γερόντων, ώστε εκείνοι αγωνιούσαν και για την παραμικρή λεπτομέρεια, το πιο απίθανο εμπόδιο που θα μπορούσε να κάνει την ικεσία τους ν’ αγνοηθεί.

Μηχανικά, σαν υπνωτισμένοι, ξεπέζεψαν. Χαιρέτησαν, έδεσαν τα ζώα τους, χάιδεψαν παιδικά κεφάλια, χτύπησαν τη θύρα, διάβηκαν το κατώφλι. Ο άντρας που αντίκρισαν ήταν ακόμη πιο μεγαλόσωμος απ’ ότι περίμεναν∙ η σύζυγός του που μπήκε να τους παρουσιάσει – αν και ασυνήθιστα ψηλή – μόλις που έφτανε ως τον ώμο του κι ας ήταν εκείνος καθιστός. Τα μέλη του ήταν χοντρά σαν κορμοί νεαρών δέντρων, οι μύες του φούσκωναν ακόμη και στην απόλυτα ήρεμη στάση του. Μέσα στις σκιές, το κεφάλι του, στεφανωμένο από πυκνά, κατάμαυρα κατσαρά μαλλιά και γένια, φάνταζε τρομερό, δυσοίωνο.

Υπήρχαν πολλά έπιπλα στο δωμάτιο, όλα σκαλισμένα με τέχνη κι αγάπη. Σκεύη χάλκινα σφυρηλατημένα με εικόνες ζώων και φυτών, πήλινα πιατικά ζωγραφισμένα με πουλιά και ψάρια. Δέρμα και ύφασμα, ιστορημένα κι αυτά, κάλυπταν τις επιφάνειες. Όλα έργα του Λεωσθένη, απ’ ότι έλεγαν οι φήμες. Αλλά το βλέμμα των γερόντων αδυνατούσε να ξεκολλήσει από τα τεράστια θηκάρια που καταλάμβαναν όλο το μήκος του αριστερού τοίχου. Εκείνα ήταν τα εργαλεία στη βοήθεια των οποίων προσέβλεπαν. Εκείνο το κρυμμένο ατσάλι που έμοιαζε να κοιμάται μέσα σε δερμάτινα σάβανα, είχαν έρθει να ξυπνήσουν.

Ένας από τους προεστούς έπεσε στα γόνατα και τον μιμήθηκαν κι άλλοι τρεις. Έτειναν μπρος τα χέρια τους, προσφέροντας τα δώρα που είχαν φέρει. Άρχισαν να εξηγούν την κατάντια των χωριών τους με φωνές άχρωμες, νεκρές, κουρασμένες, πιο λυπηρές από κάθε λυγμό ή αναστεναγμό.

***

Ο Λεωσθένης ένιωσε το πρόσωπό του να φλογίζεται, λες και τα γένια του είχαν πάρει φωτιά, λες και τσουρουφλιζόταν γοργά το δέρμα του προς το μέτωπο. Ζεσταινόταν και άσθμαινε.

Τώρα του ζητούσαν βοήθεια; Αφού είχαν πρώτα καταφύγει σε κάποιους δίδυμους ψευτο-ήρωες που δεν τους είχε ακούσει ποτέ; Ίδης και Πισαίος; Ποιοι ήταν αυτοί οι τιποτένιοι; Ποιος τους γνώριζε πέρα από το βάλτο που ζούσαν; Και τους μέτραγαν για τόσους σπουδαίους αυτοί οι επαρχιώτες, ώστε αφού δεν τα είχαν καταφέρει εκείνοι, τότε έπρεπε να ασχοληθεί με το ζήτημα ο μεγαλύτερος των Αιγλωέων ηρώων; Που τον είχαν για δεύτερη επιλογή μετά από τους νταήδες της γειτονιάς τους; Ούτε η πρώτη τους σκέψη ήταν καταφύγουν σ’ αυτόν, ούτε τον θεωρούσαν ύστατη λύση.

Ξεροκατάπιε και το βλέμμα του πήγε άθελα στο τεράστιο ρόπαλο από κόκκινο ξύλο, το έμβλημά του, κρεμασμένο στο κέντρο του τοίχου με τα άρματα. Αν δε σεβόταν τα χρόνια τους, θα τους έσπαγε τα κόκαλα ένα-ένα για την προσβολή που του έκαναν.

Έπρεπε να συγκρατηθεί, να τους χτυπήσει μόνο λεκτικά.

Έτριξε τα δόντια.

Έπρεπε.

Οι Περιφέρειες - Ανθρακίας

Οι Ανθρακιώτες μπορούν να υπερηφανεύονται για πολλά: για του εξαίρετους μηχανικούς, τα πυκνά δάση, τα πολλά ορυχεία. Αλλά πιο πολύ καμαρώνουν που διεκδικούν την ίδια καταγωγή με το Λεωσθένη, το δημοφιλέστερο λαϊκό ήρωα της Βασιλείας Αιγλωέων, νικητή ξένων εχθρών, ντόπιων τυράννων και κάθε είδους τεράτων. Στους τελευταίες δυο εκατονταετίες, οι ιστορίες γύρω απ' αυτό το μυθικό πρόσωπο έχουν γίνει τόσο πολλές κι έχουν διαδοθεί τόσο ευρέως στη Βασιλεία Αιγλωέων, ώστε έχουν απορροφήσει και αφηγήσεις κατορθωμάτων πολύ παλιότερες, οι οποίες απέδιδαν τα γεγονότα σε άλλους ήρωες.


Πώς ο Λεωσθένης βρήκε το ρόπαλο και τη γυναίκα του

Σαν γίνηκε δώδεκα χρονώ ο Λιοσθένης, έπιασε το δρόμο να δει τον κόσμο και να ‘βρει την τύχη του. Ήτανε κιόλα πιο χεροδύναμος απ’ τους αργάτες του χωριού, το χέρι του δε λάθευε με σπάθα για με κοντάρι για με σαΐτα, στα αινίγματα δεν τον κάνανε καλά οι γερόντοι.

Εκεί που διάβαινε, βρήκε τη στράτα κλεισμένη, τι είχε σειστεί η γης κι είχανε κυλήσει κοτρώνια μεγάλα σα μυλόπετρες από τη ράχη. Αντί να κάμει πίσω, το παιδί έφτυσε τα χέρια του και τα ‘τριψε και πιάνει να δίνει γρόθους. Μια ‘δω, μια ‘κει, χαλίκι γίνουντο οι βράχοι, τρύψαλα. Όσο να μεσημεριάσει και να παραϊδρώσει, είχε ανοίξει τόπο να περνάει ολάκερο κάρο. Κι από τα πουλιά και τα ζα που το είδανε, μαθεύτηκε σ’ όλο τον τόπο το κατόρτωμα, ως πέρα στα νησά.

Πάει μονάχος, παρακάτου συναντάει έναν ποταμό που κατέβαζε πάγο από το βουνό. Μες στο κρύο το νερό, περίμενε μια αρκούδα κι άρπαζε – χραπ! – τα ψάρια που διαβαίνανε και τα κατέβαζε αμάσητα. Στάθη ο Λιοσθένης και τη θάμαζε τι ογλήγορη που ήτανε.

«Γεια χαρά σου, κυρά αρκούδα», τη χαιρέτησε. «Καλή και άξα είσαι».

«Άξα είμαι», τον αντιχαιρέτησε, «μα δέκα φορές πιο άξος είν’ εκείνος που τρίφτει την πέτρα με το χέρι».

«Εγώ είμαι», της φανερώθη. «Έρχεσαι κοντά μου που ταξιδεύκω;»

«Αμ δεν έρχομαι;»

Πάνε κι δυο αντάμα, παλικάρι κι αρκούδα, παρακάτου συναντάνε τράφο και σταθήκανε να ξεδιψάσουνε. Δεν προκάμανε να σκύψουνε και σα μια σκιά να πέρασε σιμά τους και κρύωσε ο σβέρκος τους. Κι άξαφνα, να ο έλαφος με τα κέρατα να πίνει πριχού από δαύτους. Είδανε και θαμάξανε πως έτρεχε σαν τον αέρα.

«Γεια χαρά σου, κυρ έλαφε», τον χαιρέτησαν. «Καλός και άξος είσαι».

«Άξος είμαι», αντιχαιρέτησε, «μα δέκα φορές πιο άξα είν’ εκείνη που πιάνει και τρώει ζωντανό το φαΐ της».

«Εγώ είμαι», του φανερώθη η αρκούδα. «Έρχεσαι κοντά μας που ταξιδεύκουμε;»

«Αμ δεν έρχομαι;»

Πάνε κι τρεις αντάμα, παλικάρι, αρκούδα και έλαφος, παρακάτου συναντάνε λαγούμι. Και μια αλουπού έσμπρωχνε ένα μακρύ ξύλο μέσα και το κούναγε, να φαίνεται σαν να χαρχάλευε με τα νύχια της. Ώσπου ο πόντικας βγήκε σκιαγμένος από την άλλη τρύπα του σπιτικού του κι έπεσε στο στόμα της που τον παραμόνευε. Είδανε και θαμάξανε την πονηριά της.

«Γεια χαρά σου, κυρά αλουπού», τη χαιρέτησαν. «Καλή και άξα είσαι».

«Άξα είμαι», αντιχαιρέτησε, «μα δέκα φορές πιο άξος είν’ εκείνον που δεν τον προκάνω να τον βρω για να τον γελάσω».

«Εγώ είμαι», του φανερώθη ο έλαφος. «Έρχεσαι κοντά μας που ταξιδεύκουμε;»

«Αμ δεν έρχομαι;»

Πάνε κι τέσσαροι μαζί, παλικάρι, αρκούδα, έλαφος κι αλουπού, παρακάτου συναντάνε ένα στρουθί που πέταγε ψηλά. Μεσ’ από τα σύγνεφα πρόβαλ’ αϊτός και το άδραξε με τα νύχια. Έπεσε αντίθετα με τον ήλιο ο ήλιος κι ούτε ο ίσκιος του δεν πρόκαμε να τον προδώσει. Είδανε και θαμάξανε τι προσεχτικός που ήτανε.

«Γεια χαρά σου, κυρ αϊτέ», τον χαιρέτησαν. «Καλός και άξος είσαι».

«Άξος είμαι», αντιχαιρέτησε, «μα δέκα φορές πιο άξα είν’ εκείνη που τη βλέπει ο κυνηγημένος και πάλι απ’ την πονηριά της δε βρίσκει τρόπο να γλιτώσει».

«Εγώ είμαι», του φανερώθη η αλουπού. «Έρχεσαι κοντά μας που ταξιδεύκουμε;»

«Αμ δεν έρχομαι;»

Πάνε κι πέντε αντάμα, παλικάρι, αρκούδα, έλαφος, αλουπού κι αϊτός, παρακάτου συναντάνε άντρο φραμμένο με λιθάρι ριζιμιό, τρανό σα σπίτι. Φαγωθήκανε να δούνε τι βρισκότανε μέσα. Άλλος είπε μάλαμα, άλλος είπε το αθάνατο νερό, άλλος το στοιχειό του τόπου. Σφίγγει το ζωνάρι του ο Λιοσθένης, αρπάζει το κοτρώνι, αγκομαχά, το σκώνει και τ’ απιθώνει στην άκρη. Περνάνε μέσα, βρήκανε μια σκάλα. Κατεβαίνουνε, κατεβαίνουνε, μια μέρα και μια νύχτα. Φτάνουνε σ’ έναν τόπο ξένο, μ’ άλλο ήλιο κι άλλο φεγγάρι απ’ τα δικά μας.

Εκεί έτρεχε νερό κρούσταλλο και λουζότανε μια κόρη που σαν και δαύτη δεν είχε ξαναδεί ανθρώπου μάτι, η πεντάμορφη του κάτου κόσμου. Ο Λιοσθένης θαμπώθηκε κι είπε θ’ αποθάνει από τη στεναχώρια άμα δεν την πάρει γυναίκα του. Έκαμε να πάει κοντά της, μα ‘κείνη είχε κιόλα πάρει τη στράτα. Διαβήκανε οι πέντε ταξιδιώτες ξοπίσω της, φτάσανε σ’ ένα κάστρο που το φυλάγανε σαράντα γίγαντες.

«Ώρα καλή σας», χαιρέτησε ο Λιοσθένης, «μόνο μεριάστε, τι γυρεύω ταίρι και δε με στομώνει μήτε άνθρωπος μήτε θεριό τούτη την ώρα».

«Όποιος έχει ανάκαρα να φτάνει εδώ», είπανε ούλοι οι γίγαντες αντάμα και σείστηκε ο τόπος με τη βοή, «έχει να περνάει όσα τον βάλουμε. Κι άμα τα κάνει, παίρνει την αδερφή μας. Άμα δεν τα κάνει, μας δίνει την καρδιά του να τη φάμε, να πάρουμε την αντρειοσύνη του».

Οι σύντροφοι λιγοψυχήσανε σαν είδανε τον τόπο γιομάτο από άρματα παλικαριών που είχανε αφημένη εκεί την ψυχή τους, μα ο Λιοσθένης δεν έκανε πίσω.

«Βάλτε ό,τι αγαπάτε», καυκήθηκε, «άλλο γαμπριάτικο αντίδωρο δεν έχω να σας κάμω παρά το θάρρος μου και θα το ιδείτε καλά».

Κάμανε οι γίγαντες βουλή και τον πήγανε σε μια βαλανιδιά που έστεκε μονάχη, να την κόψει πριχού να ξημερώσει. Χιλιοχρονίτικη ήτανε και τόσο παχιά που δέκα παληκάρια δε φτάνανε να πιαστούνε χέρι-χέρι να στήσουνε χορό γύρα της. Όσο την πελέκαγε από τη μια ο Λιοσθένης, εκείνη έθρεφε από την άλλη. Πελέκησε από δεξά, πελέκησε από ζερβά, στόμωσε το τζικούρι του, στο τέλος καταράστηκε την τύχη του κι ότι κόντευε να λαλήσει ο κόκορος και να προβάλει ο ήλιος, πιάνει το δεντρί από τις ρίζες και του δίνει μια μ’ όλη του τη δύναμη και το ξεπατώνει. Χωρίς της μάνας γης τον κόρφο, ψόφιο ήτανε πια και το λιάνισε όπως τ’ άρεσε.

Οι γίγαντες σα να είδανε τα σκούρα, πως δεν τον κάνουνε καλά το γαμπρό με πράματα που να θένε δύναμη. Πάλι κάμανε βουλή κι είπανε να σείσουνε μια καστανιά κι άμα φτάσει φύλλο ίσαμε το χώμα, πάει χαμένος. Πιάνει ο μεγαλύτερος αδερφός, σβουρίχτει μια στο δεντρί, δεν έμεινε φύλλο σε κλαρί. Είπανε πως θα τον χαλάγανε πια το Λιοσθένη – δυο χέρια είχε, δεν πρόκανε να τα πιάσει όλα. Μα τον είδανε να μην κουνεί καθόλου. Έπιασε κι έριχτε σαΐτες τη μια πίσω στην άλλη και τα σούβλιζε στον αέρα δέκα-δέκα τα φύλλα και τα κόλλαγε στο ξύλο. Στο τέλος περισσεύανε ακόμα, κι άλλη σαΐτα δεν είχε να πετάξει. Πέταξε το κοντάρι του και πάλι έμεινε ένα, πέταξε το μαχαίρι του και το πρόκαμε το φύλλο και το κόλλησε ίσα που θ’ ακούμπαγε στη γης.

Απολπιστήκανε πια οι γίγαντες πως ετούτο το γαμπρό δεν είχανε να τον χαλάσουνε παρά με ατιμία. Καμωθήκανε το λοιπό πως στρέχουνε για το γάμο, μα πρώτα να κάμει προετοιμασίες άμα είναι άξος. Να φέρει νυφιάτικη φορεσά από τη Νιάπολη. Να γιομώσει σαράντα και δύο κοφίνια φαγιά για το τραπέζι – να φάνε κι αυτοί κι ατός του κι η νύφη. Να πάρει το δαχτυλίδι της μάνας τους της γιγάντισσας που το φυλάγανε αναμεταξύ τους, ποιος ξέρει ποιος αδερφός. Όλα τούτα, πριχού περάσουνε εφτά μερόνυχτα.

Ευτύς ο αϊτός, η αρκούδα κι ο έλαφος κινήσανε ορμηνεμένοι, μα ο Λιοσθένης έγειρε στο χορτάρι και το ‘στησε να παίζει ζάρια με την αλουπού. Οι γίγαντες είχανε σταθεί ο ένας σιμά στον άλλο να φυλάνε το δαχτυλίδι και τον θωρούσανε με μισό μάτι.

Διαβαίναν’ οι μέρες, και δεν έλεγε να σκωθεί ο Λιοσθένης. Αρχίνησε η αρκούδα να ποστιάζει κοφίνια με ψάρια, μάζωξε σαράντα και έξι – τι λες, οι τέσσαροι σύντροφοι του παλικαριού νηστικοί θα μένανε, για δε θα τους καλάγανε στο τραπέζι; Ότι πήγαινε να περάσει κι η μέρα η στερνή, ακούνε ποδοβολητό και ‘φάνη μπουχός. Να και φτάνει κι ο έλαφος με τη φορεσά της νύφης, άσπρη κι αργυρή.

«Άργεψα», λαλεί, «τι σκιαζόμουνα μην ιδρώσω και στάξει στο μετάξι».

«Τσάμπα πήγες κι ήρθες», καυκηθήκανε οι γίγαντες. «Τι το δαχτυλίδι δεν έφτασε τον γαμπρό το χέρι».

«Μπα», αποκρίθη η αλουπού, «τώρα πίσω-πίσω; Έχει μέρες που σας το ‘χει παρμένο».

Οι γίγαντες κιτρινίσανε σαν το μάλαμα κι εκείνος που είχε τον αρραβώνα απάνου του, έβαλε το χέρι στο τζελπένι του και τον φανέρωσε, να σιγουρευτούνε. Και να ο αϊτός βούτηξε από κει πού ‘τανε κουρνιασμένος, στις πολεμίστρες του κάστρου. Έπιασε στα νύχια τον κεντημένο κρίκο και πήγε και τον απίθωσε στο χέρι του Λιοσθένη. Κι εκείνη τη στιγμή έκατσ’ ο ήλιος και πάει η στερνή η έβδομη μέρα.

Άλλο δεν είχανε να πούνε πια οι γίγαντες, τον είχανε πάρει από φόβο το γαμπρό τους. Κατεβάσανε την αδερφή τους από την κάμαρή της – που τα ‘χε όλα ιδωμένα από τα παραθύρι και τον είχε βάλει στην καρδιά της το Λιοσθένη – και τον αφήκανε να της περάσει το δαχτυλίδι. Και μετά πήγανε ούλοι αντάμα και στρώσανε τραπέζι στον τόπο που ήτανε πρωτύτερα η χιλιόχρονη βαλανιδιά. Ψήσανε τα ψάρια, φέρανε καρβέλια, φάγανε κι ήπιανε κρασί ανέρωτο. Βάλανε δικές τους κούπες οι κουνιάδοι, τρανές σαν κουβάδες, ώσπου οι τέσσαροι σύντροφοι, αρκούδα, έλαφος, αλουπού κι αϊτός γλαρώσανε και σέρνανε τα ποδάρια τους.

Τότε φανερώσανε οι γίγαντες πως ακόμα ατιμίες είχανε στη βουλή τους. Ο μικρότερος, ίσα αψηλότερος από άνθρωπο, πήγε κρυφά και έσυρε τη σπάθα του Λιοσθένη από τη θήκη της και τον άφησε πια ξαρμάτωτο, που δεν είχε πια μήτε τζικούρι, μήτε σαΐτα, μήτε κοντάρι, μήτε μαχαίρι. Κι οι άλλοι αδερφοί πιάσανε ό,τι είχανε, ματζούκια, σπαθιά, τζικούρια, να τον χαλάσουνε το γαμπρό. Μα δεν είχανε να κάμουνε με παιδί σαν τ’ άλλα, να το ζαλίζει το κρασί, μήτε βαρέλι ολάκερο. Ο Λιοσθένης ούτε δε γνώριζε φόβο, δε γνώριζε κόπο. Έπιασε ένα από τα ποδάρια του τραπεζού, το ξεστέλιωσε και αρχίνησε να βαρεί όπου έφτανε. Χέρια τσάκιζε, κεφάλια άνοιγε, τους ξεπάτωσε όλους παρεκτός του μικρού που δεν τόλμαγε να ζυγώσει στην αμάχη. Είπε κι εκείνον να τον χαλάσει, μα έπεσε η νύφη στα πόδια του και τον παρακάλεσε να κάμει πίσω, τι δεν είχε βάλει ποτέ ο στερνός αδερφός ανθρώπινο κρέας στο στόμα του.

Είπαν κι οι τέσσαροι σύντροφοι, αρκούδα, έλαφος, αλουπού κι αϊτός, να δώσει τόπο στην οργή και τους έκαμε το χατίρι. Μα τον έβαλε τον κουνιάδο του να δώσει όρκο πως δε θα γινότανε ποτές του φονιάς κι άδικος σαν τους μακαρίτες. Και δαύτος, για να ευχαριστήσει το γαμπρό του, έπιασε και σιδερόντυσε το ξύλο που χάλασε τ’ αδέρφια του, να το κάμει πρώτο αναμεταξύ στα άρματά του ο Λιοσθένης.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Οι Περιφέρειες - Αργυρούπολης

Η Αργυρούπολη δεν παράγει τίποτε. Αλλά προσφέρει κάθε είδους υπηρεσία και είναι χτισμένη στο πιο κομβικό σημείο της Οικείας Ανατολής. Όπως δηλώνει και το όνομά της, εκεί όλα έχουν μια τιμή. Και οι κάτοικοί της ζουν (δηλωμένα) με μια πιο χαλαρή ηθική από τους υπόλοιπους Αιγλωείς, αγνοώντας ακόμη και αρχές όπως η απαγόρευση της Εκκλησίας του Δημιουργού για διαζύγια και γάμους πέρα από τον πρώτο.

Η ξαναπαντρεμένη

Καλησπέρα στην αφεντιά σας.

Ήτανε μια φορά μια μικροπαντρεμένη. Κι είχε πάρει έναν άντρα που δεν ημπορούσε να βάλει σε σειρά τη ζωή του, πιοτή και παιζοζάρη. Μάλαμα δεν έμενε στο χέρι του, ασήμι δεν έφτανε στο σπίτι του∙ ό,τι κέρδιζε, μετά ή το ξανάπαιζε ή το ‘πινε. Ώσπου έδωσε ο Δημιουργός και βρήκε την πλερωμή του και πάει από προσώπου γης. Και μείνανε η γυναίκα του κι η θεγατέρα του – μωρό της αγκαλιάς – στους πέντε δρόμους με μόνη κληρονομιά δυο ζάρια κοκάλινα.

Χωρίς στον ήλιο μοίρα, η χήρα γύρεψε να πορευτεί με τον δικό της τον κόπο. Ήτανε χρυσοχέρα και τη δεχτήκανε πολλοί στη δούλεψή τους. Και ράφτρα έκανε, και κεντήστρα και την πλύστρα. Μα ήθελε η Μοίρα της να είναι έμορφη και όλο τα αφεντικά της είχανε πονηριά στο νου και μήτε τα μαύρα που φόραγε σεβαστήκανε, μήτε το παιδί της. Έτσι έφευγε κάθε φορά και πήγαινε παραπέρα.

Ώσπου ευρέθη ένας άνθρωπος καλός και τίμιος που την έβαλε στο μαγέρικό του και είδε άσπρη μέρα γιατί τα φαγιά της αρέσανε σε όλον τον κόσμο και από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε και δεν είχε χώρο και καρέγλες πια να βάνει την πελατεία του. Τι τα θες; Πέρασε το πένθος της, ήτανε κι εκείνος νιος κι ωραίος, τα βρήκανε μεταξύ τους κι είπανε να κάμουνε γάμο.

Έλα που η μάνα του δεν την ήθελε. Τι τη θες αυτή, του ‘λεγε, που μπορείς να πάρεις όποια θες, κοπέλα αχάλαστη, δίχως να σου φορτώσει ξένο παιδί; Και μια γειτόνισσα που τον είχε βαλμένο στο μάτι από καιρό να τον παντρολογήσει με την θεγατέρα της, του ‘λεγε να το σκεφτεί καλύτερα, τι και γιο να του κάμει η χήρα, πάλι την κοπέλα της θα κοιτάει καλύτερα, που την είχε πρωτογεννημένη. Ως και οι φίλοι του, πάλε λόγια του βάνανε – ότι αυτή που έχει γνωρισμένο έναν άντρα και τώρα θα μάθει και δεύτερο, μετά γιατί να μη θέλει και τρίτο και τέταρτο.

Αυτουνού το κεφάλι δε γύριζε. Την είχε βάλει στην καρδιά του και αφορμή δεν του είχε δοσμένη πως ο χαρακτήρας της δεν είναι τίμιος. Όπως το είχανε κουβεντιασμένο, της έβαλε στεφάνι. Και στους εννιά μήνες απάνω, του ‘καμε και το γιο. Χαρές και γλέντια, το μαγέρικο όλο γεμάτο, και η ξαναπαντρεμένη δεν είχε δείξει άλλο πρόσωπο. Τον νέο τον άντρα της τον είχε κορώνα στο κεφάλι της, τη δουλειά της όπως πάντα και πρώτα κοίταγε αν είναι το μικρό το παιδί φαγωμένο και ντυμένο, μετά το πρώτο.

Αλλά οι δικοί του πάλε δεν τη χωνεύανε, κάτι τους ξίνιζε, κάτι τους βρώμαγε κι όλο τη γλωσσοτρώγανε. Πες-πες, τους κατάφερε η γειτόνισσα να τόνε γελάσουνε πως η γυναίκα του έκανε αίσχη πίσω από την πλάτη του, να τη διώξει, για το καλό του τάχαμου – λες και δεν ήξερε εκείνος ποιο ήταν το καλό του και το ξέρανε μαθές όλοι οι άλλοι για δαύτονε. Να μην τα πολυλογούμε, μια μέρα που ο ταβερνιάρης είχε πάει στους μακελάρηδες να πάρει κρέατα για το μαγέρικο κι η γυναίκα του ζέστανε νερό να κάμει το λουτρό της, η μάνα του έβαλε έναν από τους φίλους του το σπίτι κι η γειτόνισσα έτρεξε και τόνε φώναξε. Γυρνάει σπίτι, τι να ιδεί, βρήκε τη γυναίκα του τσίτσιδη που είχε κάμει το λουτρό της, το φίλο του στην κάμαρη και το γιο του να κλαίει παρατημένος στην κούνια που τον είχε τσιμπημένο η μάνα του ταβερνιάρη γι’ αυτή τη δουλειά.

Με τα λίγα και τα πολλά, την πέταξε στο δρόμο τη γυναίκα του και την κοπέλα της και μήτε να την ξαναϊδεί, μήτε να την ξανακούσει ήθελε, μήτε της έβαλε πίστη στην αλήθεια που του ‘λεγε. Με τον καιρό, τον καταφέρανε και πήρε και την θεγατέρα της γειτόνισσας, τι είχε και το μωρό και χρειαζούντανε κι εκείνο φροντίδα.

Ας τους αφήσουμε τώρα αυτούς, να πούμε τι απογίνηκε η διωγμένη. Αφού καλό δεν περίμενε από κανέναν πια, πήρε των ομματιών της να φύγει στις ερμιές, να μην ξανασυναντήσει άνθρωπο. Έπιασε την θεγατέρα της από το χέρι και πηγαίνανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες ώσπου αποστάσανε και μπήκανε σ’ ένα χάλασμα να κοιμηθούνε. Μέσα στο όνειρο της γυναίκας παρουσιάστηκε ο πρώτος της ο άντρας, ίδιος όπως τη μέρα που τόνε πήρε γαμπρό.

«Μη σκιάζεσαι», της λέει, «και γύρισα πίσω για καλό. Πολλά άδικα σού ‘χω καμωμένα και τρίζουνε τα κόκαλά μου μες το μνημούρι, ένα κυπαρίσσι δε φυτρώνει να μου κάμει ίσκιο, καντήλι δε μου ‘χει ανάψει ποτές. Δε βρίσκω ησυχία ν’ αναπαθώ α δε διορθώσω τα κρίματά μου. Το πρωί που θα ξυπνήσεις, βάλε και σκάψε δίπλα στη γωνιά, εκεί που είναι η παλιά χόβολη ξεραμένη. Με ό,τι βρεις, κάμε όπως καταλαβαίνεις καλύτερα».

Έτσι που την είχε ορμηνεμένη έκαμε την αυγή και βρίσκει βαθιά στο χώμα ένα σακούλι φλουριά. Ξανάβαλε το μυαλό της και σκέφτηκε και αποφάσισε πως όλες τις ατυχιές της τις είχε πάθει που είναι γυναίκα. Γύρισε πίσω στην πόλη και πρώτα-πρώτα παρήγγειλε αντρίκια ρούχα να φορέσει και αγορίστικα για την θεγατέρα της. Ύστερα πήγε στο μαγέρικο που ήτανε απέναντι από του δεύτερου του άντρα της και το αγόρασε με τα φλουριά.

Έκατσε και το ασβέστωσε, άλλαξε τραπέζα και καρέγλες και το ‘καμε αγνώριστο. Έκανε και το μάγερα μοναχή της και σιγά-σιγά, μάζεψε πελατεία κι έκανε χρυσές δουλειές. Μα και ο άντρας της δεν πήγαινε τελείως χαμένος, όποιος δεν έβρισκε να κάτσει στο δικό της πήγαινε απέναντι. Άλλο καλό όμως δεν είχε εκείνος ο άνθρωπος. Ο δεύτερος ο γάμος του βγήκε σκάρτος. Η γειτονοπούλα του έκαμε δεύτερο γιο και μόνο το δικό της παιδί κοίταζε να ‘χει καλά ρούχα και να ναι φαγωμένο. Ο πρώτος ο γιος όλο με τα αποφάγια είχε να κάμει και με ξύλο και του ‘λεγε πως αν τη μαρτυρήσει θα τόνε δώσει σκλάβο για τιμωρία. Παιδάκι ήτανε, δεν ήξερε καλύτερα και την πίστευε. Εκείνη η άτιμη είχε και αγαπητικούς και για να μην τους βάζει μέσα στο σπίτι της, τους συνάνταγε στο πατρικό της, που η μάνα της τής έκανε πλάτες όταν τάχαμου πήγαινε για επίσκεψη. Όλ’ αυτά τα ‘βλεπε η μάνα του ταβερνιάρη και έσκαγε από τη στεναχώρια της, αλλά δε μίληγε για να μη στεναχωρήσει το γιο της και για να μη βγει στο φόρο πως αυτή έφταιγε πρώτ’ απ’ όλα για την κατάντια του.

Αλλά τα ‘βλεπε και η ξαναπαντρεμένη, ακόμα μασκαρεμένη αντρίκια. Κι αν τον άντρα της δεν τον παραλυπόταν που την είχε διώξει χωρίς να την ακούσει και να της βάλει πίστη, το παιδί της το έρμο, το σπλαχνίζονταν. Το περιμάζευε, το ‘κρυβε άμα ήθελε να το δείρει η μητριά, το τάιζε και του μπάλωνε τα ρούχα. Και όταν μεγάλωσε κάπως, το ζήτησε και το πήρε παραγιό με καλό μισθό. Ο πατέρας του δεν ήθελε στην αρχή, μα είχε βρεθεί στην ανάγκη. Ούτε το μαγέρικό του είχες τις παλιές τις δόξες, ούτε και πολλά φλουριά του είχανε μείνει στην άκρη με τη γυναίκα που είχε πάρει και αντί να τον βοηθά στις δουλειές, τον έβαζε να πάρει υπηρέτες και να της κάνει λούσα. Τόσο ξέπεσε πια ο ταβερνιάρης, που ως κι οι φίλοι του δεν τρώγανε πια κοντά του, μα πηγαίνανε στο άλλο μαγέρικο, της πρώτης γυναίκας του.

Εκείνη με τα χρόνια είχε μάθει να παίζει τα ζάρια που της είχε αφημένα ο μακαρίτης, αλλά με τέχνη, όχι σαν τον μακαρίτη που την άφηκε χήρα. Του γιου της και της κόρης της μονάχα, δεν άφηνε ποτέ τα χέρια να πιάσουν τέτοια πράματα και τους το είχε ευχή και κατάρα να μην παίξουν ποτέ στη ζωή τους. Ο δικός της ο σκοπός ήτανε άλλος. Έπιασε να παίζει με τους παλιούς φίλους του ταβερνιάρη και τους κέρδευε συνέχεια, τους πήρε σπίτια και περιουσίες και τους άφησε στο δρόμο. Μα είπε τους τα δίνει όλα πίσω, μονάχα να πάνε να πούνε την αλήθεια για την απάτη που είχε ακούσει τάχαμου πως είχανε κάμει μιανής γυναίκας – του εαυτού της, σα να λέμε. Όλοι κι ο καθένας οι φταίχτες εντρεπόντανε, μα δεν την αντέχανε και την ανέχεια και τελικώς κάμανε την ανάγκη φιλοτιμία και τα ξεφουρνίσανε όλα στον ταβερνιάρη.

Σαν τα άκουσε εκείνος, δεν ήθελε να πιστέψει στην αρχή τέτοιο πράμα. Μα έλα που ήρθε κι ο μοναχογιός του παραπίσω και τον έπιασε και του είπε όλα τα πάθια που είχε περασμένα μικρός. Και τον έσυρε κοντά του, μαζί και τη γιαγιά του, να πιάσουνε τη μητριά στο σπίτι της συμπεθέρας με τους αγαπητικούς στα πράσα. Κι αλήθεια έτσι γίνηκε. Ποιος τον είδε τον ταβερνιάρη μετά και δεν τόνε φοβήθηκε! Ούτε φίλους ήθελε να ξαναϊδεί, ούτε τη δεύτερη τη γυναίκα και την πεθερά του, ούτε τη μάνα του την ίδια, με το κακό που του ‘χανε κάμει και πήγε η μισή ζωή του στράφι. Και στο γιο του τον πρώτο ντρεπότανε να παρουσιαστεί, που δεν τον είχε προσεγμένο κατά πώς έπρεπε. Μόνο έκλεισε το μαγέρικό του και καθόταν απόξω ν’ αναστενάζει, πώς να ‘βρισκε την πρώτη του γυναίκα να της ζητήσει σχώρεση γονατιστός.

Πήγε κοντά ο άλλος ο ταβερνιάρης – η ξαναπαντρεμένη, σα να λέμε – και του έπιασε κουβέντα. Αφού άκουσε όλη την ιστορία, πιάνει και τον ρωτάει τον δυο φορές ζωντοχήρο:

«Εγώ την ξέρω τη γυναίκα που ‘διωξες και ζει καλά. Σε ξαναπαίρνει λες πίσω άμα έχει τώρα φλουριά και μπορεί να ματαπαντρευτεί νεότερο κι εμορφότερο; Κι άμα έχει γνωρισμένους τρεις και τέσσερις άντρες, τι να σε κάμει εσένα έναν και σιτεμένο; Και το παιδί που σου ‘καμε θα το ‘χει ξεχασμένο, τόσα χρόνια που ‘χει να το ‘δει κι έχεις και δεύτερο παιδί ακόμα, που δε βγήκε από τη δική της την κοιλιά».

«Καλά τα λες», αποκρίθηκε φαρμακωμένος ο ταβερνιάρης, δίχως να ξέρει ακόμα πως την είχε μπροστά του εκείνη που ‘ψαχνε. «Εμένα η ζωή μου τελειωμένη είναι τώρα. Ούτε περιμένω τίποτις από δαύτη, μονάχα να ξεχολώσει όσο γίνεται, να σκωθεί από πάνω μου το άδικο που της έκαμα σκεδόν αθέλητά μου και μετά να φύγω στις ερμιές να μη βλέπει άνθρωπος τις πομπές μου».

Τότες λύγισε η καρδιά της μασκαρεμένης και φανερώθηκε πως είναι γυναίκα και ποια.

«Μωρέ τελειώνει ποτέ η ζωή όσο παίρνουμε ανάσα;», του λέει. «Όπως εσύ δε μ’ έκανες πέρα μέχρι που σε γελάσανε, έτσι κι εγώ δε σε κάνω πέρα για ξένες κουβέντες. Και να πας να βρεις τον άλλο γιο που έκαμες, γιατί δεν έχει παιδί μου και παιδί σου. Όπως εσύ τη θεγατέρα μου την είχες σα δική σου, έτσι κι εγώ θα το ‘χω το παιδί αίμα μου. Άιντε γιατί έχουμε να τα κοιτάξουμε και να τα νοικοκυρέψουμε, να κάμουνε καλές παντρειές, όχι σαν εκείνες που μας βρήκανε εμάς».

Αγκαλιαστήκανε, φιλιώσανε και για τα χρόνια που χάσανε και δεν ήτανε μαζί, τα άλλα χρόνια που ‘ρθανε παραπίσω, διπλά καλά τα περάσανε.