Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Οι Περιφέρεις - Σπειρωνίας

Να και ένα παραμύθι από την Οικεία Ανατολή, από τη Σπειρωνία που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της κι έχει ασυνήθιστη παράδοση.

Τα πέντε ανθρωπάκια

Ήτανε μια φορά μια κόρη. Δεν είχε δώσει ο Δημιουργός να κάμουν άλλα παιδιά οι δικοί της, μα έφτανε εκείνη, γιατί είχε όλα τα καλά μαζεμένα πάνω της. Και καλόκαρδη ήτανε, και χρυσοχέρα και ξουράφι το μυαλό της. Και την είχανε αρρεβωνιασμένη μ’ ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά, μοναχογιός κι εκείνος.

Ο κύρης του παλικαριού είχε καΐκι και πήγαινε πέρα-δώθε στα νησιά να πουλάει και ν’ αγοράζει. Του ‘πε μια μέρα το παιδί:

«Μεγάλωσα πια. Δε μου ‘χεις εμπιστοσύνη να κάνω μόνος μου ταξίδι;»

Τι να κάμει ο γέρος, δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει το μοναχογιό του, τον άφησε. Κάνει ένα ταξίδι το παλικάρι, όλα καλά. Κάνει δύο, κάνει τρία. Κάθε βολά, μόλις γύρναγε, έστελνε με τον υπηρέτη στην αρρεβωνιάρα του δώρα νησιώτικα. Πότε σκουλαρίκια, πότε καθρέφτη, πότε ένα κλωνί κοράλλι να το βάνει στην κάμαρή της να βλέπει να τον έχει στο νου της.

Και στο δέκατο ταξίδι απάνω, τη μέρα όπου ήτανε να γυρίσει, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Η κόρη είχε δει άσκημο όνειρο τη νύχτα, έβαλε κακό με το νου της. Το λέει του κυρού της, πάει εκείνος, ρωτάει, μαθαίνει. Γύρισε αργά το βράδυ στο σπίτι τους, κίτρινος ως το λεμόνι. Εκείνη είχε μείνει ξάγρυπνη από την ανησυχία της. Της είπε πως το παλικάρι καθυστέρησε στα νησιά με δουλειές κι έχει να ‘ρχεται σε λίγες μέρες. Μα η κόρη δεν τον πίστεψε τον κύρη της, τον έβλεπε που μάσαγε τα λόγια του. Τον έβαλε στα δυο στενά, ώσπου της μαρτύρησε το μυστικό: το παλικάρι είχε στείλει γραφή να χαλάσουν οι αρρεβώνες.

Η κόρη ήτανε να σκάσει. Σηκώθηκε και πήγαινε πέρα-δώθε από τη μια κάμαρα στην άλλη και ησυχία δεν έβρισκε. Ως το πρωί, δεν είχε ξαπλώσει στιγμή, ας την παρακαλάγανε οι γονιοί της. Μόλις έφεξε, το είχε πάρει απόφαση τι να κάμει. Παρήγγειλε του κυρού της να της φέρει μια φορεσιά αντρίκια• αφού δεν είχε αδερφούς να πάνε να ζητήσουν το δίκιο της, θα πήγαινε μοναχή της. Την ορμήνεψε κείνος να κάτσει ήσυχη, την ορμήνεψε η μάνα της, μα δε μπορέσανε να την κάμουνε καλά. Στο τέλος, της έγινε το χατίρι.

Ντύνεται παλικάρι η κόρη, μπαίνει σ’ ένα καΐκι που ‘πιανε ένα-ένα τα νησιά με τη σειρά, τάχαμου να μάθει τη ναυτική. Σα δέσανε στο πέμπτο λιμάνι, βλέπει η κόρη τον αρρεβωνιάρη της να παίρνει τον αέρα του έξω στη στεριά. Λέει του καπετάνιου η κοπέλα:

«Δεν κάνω εγώ για τη θάλασσα. Συχώρα με που σ’ απαρατάω και μη μου κάμεις πληρωμή».

Βγαίνει στη στεριά η κόρη, πήρε κι ακολούθαγε το παλικάρι στα στενά. Έφτασ’ αυτό σ’ ένα αρχοντόσπιτο δίπατο, χτυπάει τη θύρα. Ανοίγουνε δυο γυναίκες, μια μεγάλη, μια μικρή, μαύρες κι άσκημες σαν κάργιες, αλλά ντυμένες στο χρυσάφι. Κι ο νιος εφίληε το χέρι της μεγάλης λες και την είχε μάνα, αγκάλιαζε τη μικρή λες και την είχε γυναίκα. Μπήκανε μέσα, κλείσανε τη θύρα.

Η κόρη – αντρίκια ντυμένη ακόμα – πάει πίσω στο γιαλό. Στο δρόμο βάραγε τα στήθια της κι έλεγε να πέσει στα βράχια να σκοτωθεί, που την είχε απαρνηθεί ο αγαπητικός της για τα φλουριά. Μόλις έφτασε δίπλα στο κύμα, βλέπει μια γριά μαυροφορούσα να μαζεύει αρμυρίκια. Είπε να περιμένει, να μη σκοτωθεί μπρος σε ξένο άνθρωπο η κόρη, κι έκατσε συλλοϊσμένη σε μια πέτρα.

Σαν έφτασε κοντά της η γερόντισσα κούτσα-κούτσα, της άνοιξε κουβέντα.

«Καλώς τονε», της λέει – γιατί την πέρασε την κόρη για παλικάρι. «Εσένα που σε βλέπω κι είσαι ωραίος νέος, να σου δώκω μια συμβουλή. Να μην πας στην πέρα γειτονιά. Εκεί είναι μια μάνα και μια θυγατέρα που όποιονε λιμπιστούνε, τον ποτίζουνε ένα κακό νερό και τρελαίνεται για δαύτες και ξεχνάει και σπίτι και γυναίκα και παιδιά ακόμα, αν έχει. Κι άμα τους βαρεθούνε τους κακόμοιρους, τους στέλνουν εδωνά, να πέσουν μοναχοί τους στα βράχια να γενούν κομμάτια».

Η κόρη αναθάρρησε. Δεν την είχε απαρνηθεί με δική του βούληση ο αρρεβωνιάρης της, μον’ τον είχανε μαγεμένο. Κι όπως άκουγε τη γριά από την ομιλία, ήτανε πατριώτισσά της. Έτσι, είχε το θάρρος και τη ρώτησε:

«Κι όποιον έχουν δεμένο θείτσα, δε λύνεται με τίποτα;»

Κι η γριά αποκρίθηκε:

«Ο νους, παιδί μου είναι σαν το σπίτι. Πρέπει ν’ ανοίξεις πόρτες και παράθυρα για να αεριστεί. Πρέπει να λυθούνε τα δάτυλα και η μύτη, τ’ αυτιά και τα μάτια, τελευταία η γλώσσα».

«Και δε βρέθηκε κανένας να τις χαλάσει εκείνες τις δυο, να λευτερώσει τον τόπο;», ξαναρώτησε η κόρη.

«Ποιος έχει ανάκαρα;», κατηγόρησε η γριά.

«Εγώ ‘χω», είπε η κόρη.

Αφού την κοίταξε καλά-καλά, η μαυροφόρα έβαλε το χέρι στον κόρφο της κι έβγαλε ένα κουτί ντυμένο σε φίλντισι και το ‘δωσε στην κόρη. Το ανοίγει η κοπέλα, βλέπει έξι ανθρωπάκια σκαλιστά σε ξύλο και χρωματισμένα.

«Άμα τα βάλεις στο πάτωμα νύχτα», της είπε η γερόντισσα, «ό,τι χάρη θέλεις θα στην κάμουν ως το πρωί και μετά θα χαθούν. Μα το τελευταίο, το μαύρο, να μην το βγάλεις απ’ το κουτί».

Η κόρη την ευχαρίστησε τη μαυροφόρα, έβαλε το κουτί στο δικό της κόρφο κι έφυγε από το γιαλό. Κρύφτηκε, έβγαλε τα αντρίκια τα ρούχα και ξαναντύθηκε κοπέλα. Μετά πήγε στο σπίτι το δίπατο και χτύπησε την πόρτα. Κι άμα της άνοιξε η μεγάλη η γυναίκα, η μάνα, είπε πως είναι ορφανή και ψάχνει αφεντικά να πιάσει υπηρέτρια. Η άσκημη γυναίκα την κοίταξε καλά-καλά την κόρη κι απέ την έμπασε μέσα. Μόλις αντίκρισε τον αρρεβωνιάρη της η κοπέλα, ήθελε να ορμήσει απάνω του να τον συνεφέρει, μα κείνος την κοίταξε λες κι ήτανε ξένη.

Από κείνη την ώρα, οι δυο αφεντικίνες βάνανε την κόρη να κάνει πολλές δουλειές, να πλένει και να μαγειρεύει, να σκουπίζει και να σφουγγαρίζει, να ασβεστώνει και να σκαλίζει, να φέρνει νερό από το πηγάδι και να κόβει ξύλα για τη φωτιά. Τον αρρεβωνιάρη της τον συναντούσε συνέχεια, μα μάτια δεν είχε για δαύτη, μόνο για τη θυγατέρα του σπιτιού.

Η κόρη έκαμε υπομονή και στην πέμπτη εβδομάδα απάνω, βγάνει το κουτί που το ‘χε κρυμμένο σ’ ένα άδειο πιθάρι στο κατώι. Παίρνει ένα ανθρωπάκι βαμμένο γαλανό σαν τα μάτια του αγαπητικού της. Το απιθώνει στο πάτωμα το ανθρωπάκι, γίνεται παλικάρι με φορεσιά γαλάζια και της ζητάει ορμήνια.

Όπως του ‘πε η κόρη να κάμει, πάει ο γαλάζιος νέος και χτυπάει τη θύρα στο δίπατο το σπίτι και λέει πως είναι ξάδερφος του άντρα που είχανε εκεί κι ήρθε να τον ιδεί. Μάνα και θυγατέρα τον έμπασαν μέσα γιατί τον είδαν ωραίο και τους γυάλισε. Τον πότισαν το κακό νερό τους και περίμεναν να τον πιάσει, αλλά πού! Αφού δεν ήταν αληθινός άνθρωπος. Μόνο έκαμε κουβέντες με τον αρρεβωνιάρη της κόρης και του ‘δειξε το χρυσό δαχτυλίδι της, τάχαμου ότι το είχε αγοράσει κείνος για μια κοπέλα που ήθελε να ζητήσει. Ο μαγεμένος το στριφογύρισε καλά-καλά στο χέρι του το δαχτυλίδι, το χάιδευε ώρα πολλή, μα στο τέλος είπε μονάχα πως πολύ ωραίο είναι. Άμα πήγε αργά και κόντευε να χαθεί το φεγγάρι, σηκώθηκε το γαλάζιο παλικάρι κι έφυγε και δεν το ξανάδε κανένας.

Από κείνη την ώρα, τα δάχτυλα του αρρεβωνιάρη της κοπέλας είχανε ξυπνήσει. Σαν πήγαιναν οι δυο άσκημες γυναίκες που τον είχαν δεμένο να τον ακουμπήσουν, ανατρίχιαζε. Μάνα και θυγατέρα σκύλιασαν. Βγάλανε το άχτι τους να μην αφήνουν σε χλωρό κλαρί την κόρη που τους έκανε την υπηρέτρια. Την έστελναν μέρα και νύχτα σε δουλειές, όχι μονάχα γυναίκειες, μα και βαριές αντρίκιες.

Η κόρη έκαμε υπομονή και στην πέμπτη εβδομάδα απάνω, βγάνει το κουτί που ‘χε κρυμμένο στο κατώι. Παίρνει ένα ανθρωπάκι βαμμένο κίτρινο, όπως το λούλουδο που της είχε δώσει ο αγαπητικός της σαν την πρωτοείδε στη βρύση του χωριού τους. Το απιθώνει στο πάτωμα το ανθρωπάκι, γίνεται παλικάρι με φορεσιά κίτρινη και της ζητάει ορμήνια.

Όπως του ‘πε η κόρη να κάμει, πάει ο κίτρινος νέος και χτυπάει τη θύρα στο δίπατο το σπίτι και λέει πως είναι ξάδερφος του άντρα που είχανε εκεί κι ήρθε να τον ιδεί. Μάνα και θυγατέρα τον έμπασαν μέσα γιατί τον είδαν ωραίο και τους γυάλισε. Τον πότισαν το κακό νερό τους και περίμεναν να τον πιάσει, αλλά πού! Αφού δεν ήταν αληθινός άνθρωπος. Μόνο έκαμε κουβέντες με τον αρρεβωνιάρη της κόρης και του ‘δειξε μια μπάλα μύρο από τα μέρη μας, τάχαμου πως είχε φέρει τέτοιο φορτίο με το καΐκι του. Ο μαγεμένος τη μύρισε καλά-καλά τη μπάλα, την έπλαθε στα χέρια, μα στο τέλος είπε μονάχα πως καλό μύρο είναι, από το ακριβό. Άμα πήγε αργά και κόντευε να χαθεί το φεγγάρι, σηκώθηκε το κίτρινο παλικάρι κι έφυγε και δεν το ξανάδε κανένας.

Από κείνη την ώρα, είχε ξυπνήσει η μύτη του αρρεβωνιάρη της κοπέλας. Όλο του φαινότανε πως βρωμάνε οι δυο άσκημες γυναίκες και έβανε να αρωματίζουνται για να τον πλησιάσουνε. Μάνα και θυγατέρα χολώσανε. Βγάλανε το άχτι τους να την αφήνουν νηστική την κόρη που τους έκανε την υπηρέτρια κι ας της είχαν φορτωμένες δουλειές για δυο ανθρώπους.

Η κόρη έκαμε υπομονή και στην πέμπτη εβδομάδα απάνω, βγάνει το κουτί που ‘χε κρυμμένο στο κατώι. Παίρνει ένα ανθρωπάκι βαμμένο άσπρο, σαν τα δόντια της τα μαργαριταρένια που φαινόντανε άμα έβλεπε τον αγαπητικό της να χορεύει στο πανηγύρι και χαμογέλαγε. Το απιθώνει στο πάτωμα το ανθρωπάκι, γίνεται παλικάρι με φορεσιά άσπρη και της ζητάει ορμήνια.

Όπως του ‘πε η κόρη να κάμει, πάει ο άσπρος νέος και χτυπάει τη θύρα στο δίπατο το σπίτι και λέει πως είναι ξάδερφος του άντρα που είχανε εκεί κι ήρθε να τον ιδεί. Μάνα και θυγατέρα τον έμπασαν μέσα γιατί τον είδαν ωραίο και τους γυάλισε. Τον πότισαν το κακό νερό τους και περίμεναν να τον πιάσει, αλλά πού! Αφού δεν ήταν αληθινός άνθρωπος. Μόνο έκαμε κουβέντες με τον αρρεβωνιάρη της κόρης και πήρε έναν ταμπουρά κι άρχισε να λέει τραγούδια από τα δικά μας τα μέρη. Ο μαγεμένος άκουσε και βούρκωσε, ζήταγε όλο ν’ ακούσει κι άλλο, μα στο τέλος είπε μονάχα πως καλά περάσανε. Άμα πήγε αργά και κόντευε να χαθεί το φεγγάρι, σηκώθηκε το άσπρο παλικάρι κι έφυγε και δεν το ξανάδε κανένας.

Από κείνη την ώρα, δεν τον χώραγε πια ο τόπος τον αρρεβωνιάρη της κόρης, είχανε ξυπνήσει τ’ αυτιά του. Είδανε και πάθανε οι κακούργες να τον κρατήσουνε να μη φύγει. Τα παρακάλια δεν πιάνανε, δεν ήθελε ν’ ακούει τη φωνή τους. Αναγκαστήκανε και τον ποτίσανε πάλι με το κακό νερό. Βγάλανε το άχτι τους στην κόρη που είχανε και τους έκανε την υπηρέτρια, αρχίσανε και τη δέρνανε με το παραμικρό.

Η κόρη έκαμε υπομονή και στην πέμπτη εβδομάδα απάνω, βγάνει το κουτί που ‘χε κρυμμένο στο κατώι. Παίρνει ένα ανθρωπάκι βαμμένο κόκκινο, σαν πως γίνανε τα μάγουλά της όταν της είχε πιάσει το χέρι ο αγαπητικός της για να της περάσει στο δαχτύλι τον αρρεβώνα. Το απιθώνει στο πάτωμα το ανθρωπάκι, γίνεται παλικάρι με φορεσιά κόκκινη και της ζητάει ορμήνια.

Όπως του ‘πε η κόρη να κάμει, πάει ο κόκκινος νέος και χτυπάει την θύρα στο δίπατο το σπίτι και λέει πως είναι ξάδερφος του άντρα που είχανε εκεί κι ήρθε να τον ιδεί. Μάνα και θυγατέρα τον έμπασαν μέσα γιατί τον είδαν ωραίο και τους γυάλισε. Τον πότισαν το κακό νερό τους και περίμεναν να τον πιάσει, αλλά πού! Αφού δεν ήταν αληθινός άνθρωπος. Μόνο έκαμε κουβέντες με τον αρρεβωνιάρη της κόρης και του ‘δωκε το μαντήλι που του ‘χε κεντημένο η αρρεβωνιάρα του και δεν είχε προλάβει να του το δώκει, δήθεν ότι ήτανε δικό του, από δική του αγαπητικιά. Ο μαγεμένος κοίταγε τα παγώνια και τα αμπέλια που ήταν ιστορημένα στο πανί, το γύρναγε από τη μια, το γύρναγε από την άλλη, μα στο τέλος είπε μονάχα να τη χαίρεται ο ξάδερφος την αγαπητικιά του τη χρυσοχέρα. Άμα πήγε αργά και κόντευε να χαθεί το φεγγάρι, σηκώθηκε το κόκκινο παλικάρι κι έφυγε και δεν το ξανάδε κανένας.

Από κείνη την ώρα, ξυπνήσανε τα μάτια του αρρεβωνιάρη της κόρης. Αντί να κοιτάζει τις δυο κακίστρες που τον είχανε μαγεμένο, κοίταγε κείνη όλη την ώρα κι αφαιρενότανε. Ζηλέψανε μάνα και θυγατέρα και της είπαν της κόρης να ετοιμάσει προικιά, για να στείλουνε γραφή σ’ ένα συγγενή τους να ‘ρθει να την πάρει νύφη.

Η κόρη έκαμε υπομονή και στην πέμπτη εβδομάδα απάνω, βγάνει το κουτί που ‘χε κρυμμένο στο κατώι. Παίρνει το πέμπτο ανθρωπάκι, βαμμένο πράσινο, σαν τα δικά της τα μάτια. Το απιθώνει στο πάτωμα το ανθρωπάκι, γίνεται παλικάρι με φορεσιά πράσινη και της ζητάει ορμήνια.

Όπως του ‘πε η κόρη να κάμει, πάει ο πράσινος νέος και χτυπάει την θύρα στο δίπατο το σπίτι και λέει πως είναι ξάδερφος του άντρα που είχανε εκεί κι ήρθε να τον ιδεί. Μάνα και θυγατέρα τον έμπασαν μέσα γιατί τον είδαν ωραίο και τους γυάλισε. Τον πότισαν το κακό νερό τους και περίμεναν να τον πιάσει, αλλά πού! Αφού δεν ήταν αληθινός άνθρωπος. Μόνο έκαμε κουβέντες με τον αρρεβωνιάρη της κόρης και ήθελε σώνει και καλά να μαγειρέψει η υπηρέτρια. Του κάμανε το χατίρι κι η κόρη έφκιασε ένα σωρό φαγιά από τα δικά μας τα μέρη. Έφαγε ο μαγεμένος κι όλο και συνερχότανε. Και μόλις γεύτηκε και το γλυκό στο τέλος, ξύπνησαν ο λόγος κι ο λογισμός του. Πετάγεται όρθιος και τα θυμήθηκε όλα. Μια ζήταγε σχώρεση από την αρρεβωνιάρα του, μια έψαχνε να βρει σπαθί στον οντά να χαλάσει τις κακούργες.

Μα οι άσκημες γυναίκες είχανε πονηρευτεί από τις τόσες επισκέψεις κι είχανε παρακλουθήσει την υπηρέτριά τους. Το φιλντισένιο κουτί που ‘χε κρυμμένο στο πιθάρι, το ‘χανε βρει και το ‘χανε παρμένο. Το βγάνει η μάνα από τον κόρφο της, τ’ ανοίγει η θυγατέρα και παίρνει το μαύρο ανθρωπάκι. Το απιθώνει στο πάτωμα, γίνεται παλικάρι με μαύρη φορεσιά. Είχε από ένα σπαθί σε κάθε χέρι και τις κόβει και τις δύο. Μετά έφυγε αμίλητο και δεν το ξανάδε κανένας.

Η κόρη κι ο αρρεβωνιάρης της πήρανε το πρώτο καΐκι που πέρασε, γυρίσανε στο χωριό τους και με την ευκή των γονιών τους παντρευτήκανε αμέσως. Κουμπάρο κάμανε τον καπετάνιο που είχε πάρει την κόρη στο καΐκι του για ναύτη, τον καιρό που ήτανε ντυμένη αντρίκια. Και κουμπάρα τη γριά τη μαυροφόρα. Στο γλέντι ήρθε και το πράσινο παλικάρι. Κι αφού έσυρε ένα χορό, γύρισε μετά κι έφυγε και δεν το ξανάδε κανένας.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Αναγνώσματα - 2

Είπα, πριν συνεχίσω με (ελπίζω) πιο ενδιαφέροντα πράγματα, να δώσω και μια λίστα με τα βιβλία που με επηρέασαν σαν συγγραφέα και δεν ανήκουν στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας.

Προσπαθώντας να κάνω τη λίστα μου, συνειδητοποίησα μερικά σημαντικά πράγματα:

α) Αφού κάθε βιβλίο που διαβάζω με επηρεάζει έστω και ελάχιστα, οι λίστες ποτέ δεν είναι πλήρεις (ήδη έχω βρει τρία που ξέχασα να συμπεριλάβω τις προηγούμενες δύο λίστες)

β) Από τότε που ανακάλυψα τη φανταστική λογοτεχνία (δεκαπέντε χρόνια πριν) δεν πολυδιαβάζω πράγματα που να είναι εκτός των ορίων της.

Παράλειψη, θα πει κανείς. Η αλήθεια είναι πως το φανταστικό με έκανε απαιτητικό. Θέλω ένα βιβλίο να έχει πλοκή ενδιαφέρουσα, δε μου αρκεί πια να είναι καλογραμμένο κι ας πραγματεύεται ανουσιότητες. Θέλω ένα βιβλίο να μη φοβάται να πειραματιστεί με τη γραφή, τη θεματολογία και τη δομή του. Θέλω ένα βιβλίο να μη λέει στον αναγνώστη αποκλειστικά αυτό που εκείνος ήδη γνωρίζει/πιστεύει, μόνο και μόνο για να του γίνει αρεστό.

Αυτά τα τρία στοιχεία, συχνά οδηγούν έναν συγγραφέα στις παρυφές του φανταστικού, ακόμη κι όταν το έργο του ανήκει στη λεγόμενη «κλασική» λογοτεχνία.

γ) Έχω διαβάσει λιγότερα σύγχρονα βιβλία, παρά παλιά.

Δεν πιστεύω πως «δε γράφονται πια βιβλία σαν εκείνα». Το αντίθετο• γράφονται καλύτερα βιβλία σήμερα παρά ποτέ. Αλλά όταν οι άνθρωποι που δόξασαν ένα λογοτεχνικό έργο έχουν πεθάνει κι αυτό ζει ακόμη, δε φοβάμαι τόσο μήπως πέσω θύμα της αναγνωστικής μόδας και των συγκυριών.

Κάθε λίγα χρόνια, εκδίδεται ένα «υπερευπώλητο» βιβλίο που πολλοί το διαβάζουν και μετά δεν το θυμάται κανείς. Γιατί; Γιατί επρόκειτο περί σαπουνόφουσκας εξαρχής.

Η όλη αξία τέτοιων περιπτώσεων έγκειται στο ότι πιάνουν τον παλμό της εποχής τους. Δεν είναι μικρό επίτευγμα. Μα είναι εφήμερο κι επιφανειακό.

δ) Πολλά από τα αγαπημένα μου βιβλία δεν έχουν θέση στις λίστες που σήκωσα.

Με άλλαξαν σαν άνθρωπο, άλλαξαν αυτά που έχω να πω και να γράψω, όχι όμως και τον τρόπο που τα λέω ή τα γράφω.

Αν και τα θέματα που μας απασχολούν, ο τρόπος που τα βλέπουμε, είναι το ίδιο σημαντικά με την ικανότητά μας να τα εκφράζουμε, συνήθως δεν τα μετράμε σαν μέρος τη συγγραφικής μας τέχνης.



(Αφού την έφτιαξα που την έφτιαξα τη λίστα μου, ας την παραθέσω τελικά, αν και η ουσία της δημοσίευσης βρίσκεται σε όσα διαβάσατε ήδη.

Αλέξανδρος Δουμάς, πατήρ / Αύγουστος Μακέ – Ο Κόμης Μοντεχρήστος – οι συνέπειες των πράξεων σε προσωπικό επίπεδο

Άρθουρ Κόναν Ντόιλ - Σέρλοκ Χολμς (άπαντα) – ο εξαιρετικά ικανός χαρακτήρας που γίνεται πιστευτός αντί να παίρνει εξωπραγματικές διαστάσεις ή να κουράζει με την εξήγηση των μεθόδων του

Ernest Hemingway - Ο γέρος και η θάλασσα – άλλο οι χαρακτήρες αρχέτυπα (καλό), άλλο οι χαρακτήρες σύμβολα (απλοϊκό)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Οι έμποροι των εθνών – τα ελληνικά μπορούν να είναι όμορφα και σωστά, ακόμη κι αν δεν ακολουθούν ψυχρά την πιο πρόσφατη γραμματική. Οι γλώσσες είναι ζωντανές κι όσο μια μορφή τους τη γράφει έστω και ένας μας, δεν καταντάει παρωχημένη

Dashiel Hammett - Continental Op (άπαντα) – οι διάλογοι πρέπει να είναι ρεαλιστικοί, λιτοί και περιεκτικοί, γεμάτοι ένταση. Όχι μακρόσυρτοι, μελοδραματικοί και γεμάτοι πληροφορίες που οι χαρακτήρες δεν έχουν κανέναν πιστευτό λόγο να τις εκφράσουν πέρα από το να τις μεταδώσουν στον αναγνώστη

Raymond Chandler – Φίλιπ Μάρλοου (άπαντα) – η μαγεία της περιγραφής σε πρώτο πρόσωπο, γεμάτης με υποκειμενικές εντυπώσεις και ευφάνταστες παρομοιώσεις

John Steinbeck - Τα σταφύλια της οργής – μια ιστορία μπορεί όχι μόνο να ξεκινά in medias res, αλλά και να τελειώνει έτσι

Franz Kafka - Η δίκη – δεν χρειάζεται πάντα να καταφεύγουμε σε κάποιο απτά υπερφυσικό εύρημα, ούτε όμως και στον σουρεαλισμό

Milorad Pavic - Το λεξικό των Χαζάρων – κάθε δομή ιστορίας που μπορεί να συλλάβει το ανθρώπινο μυαλό, οσοδήποτε περίπλοκη ή πρωτοποριακή, είναι δυνατόν να γραφτεί, αρκεί να βρεις κανείς το σωστό τέχνασμα για να την εκφράσει

Gabriel Garcia Marquez - Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου – η τραγικότητα δεν είναι προνόμιο μόνο μεγαλειωδών ατόμων, οι λογοτεχνικοί ήρωες μπορούν να κάνουν μεγάλα λάθη και να παραμένουν κατανοητοί στον αναγνώστη

Robert Luis Stevenson - Δρ Τζέκυλ και κος Χάιντ – πώς μια πολυπρόσωπη, σπονδυλωτή ιστορία μπορεί να διατηρεί τον ειρμό της και να μη μοιάζει συρραφή άσχετων τμημάτων

Italo Calvino - Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδευτής – η πλοκή μερικές φορές μπορεί να πηγαίνει μπρος και πίσω στο χρόνο, αλλά μπορεί επίσης και να ανοίγει σε ξεχωριστά παράλληλα μονοπάτια

Albert Camus - Ο Ξένος – υπόδειγμα λεπτομερούς περιγραφής χώρου/καταστάσεων αλλά και σκιαγράφησης χαρακτήρα

Ευγένιος Ιονέσκο – Ρινόκερος – το έργο δε μιλάει για το ναζισμό (ο ίδιος το είχε πει αυτό), αλλά για το δικαίωμα να διαφωνεί κανείς με την πλειοψηφία

Steven Pressfield - Πύλες της Φωτιάς – εδώ έμαθα ότι δε χρειάζεσαι μόνο μάχες, ούτε και αρκούν οι μάχες από μόνες τους, για να επιτευχθεί η επική ατμόσφαιρα

William S. Burroughs - The Soft Machine – η τεχνική Cut-Up, το απώτερο σύνορο της εναλλαγής σκηνών, οπτικών γωνιών, ακόμη και πλοκών

Αντώνης Σαμαράκης – Το λάθος – γράφτηκε πάνω από 40 χρόνια πριν, αλλά μοιάζει πολύ φρεσκότερο σε γραφή από τα αρτηριοσκληρωτικά «φετινά» ελληνικά μυθιστορήματα που αντιγράφουν είτε περσινές ξένες επιτυχίες, είτε τα δημοφιλή ελληνικά του ’30 και του ’70. Η πρώτη ίσως φορά που συνάντησα χαρακτήρες που θα μπορούσαν να είναι αληθινοί άνθρωποι κι όχι κατασκευάσματα από χαρτί και μελάνι

Αυτά, χωρίς συνδέσμους)

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Οι Περιφέρειες - Κριθησίων

Μετά από ένα χρονικό κενό (λόγω ασθενείας), ένα ακόμη παραμύθι. Αυτή τη φορά, από την Περιφέρεια Κριθησίων, ανατολικά της Μυριάνδρου, κοντά στην πρωτεύουσα (και τα αυτιά των αρχόντων).


Του δράκου η νύφη


Μια φορά, ζούσε ένας άνθρωπος που δεν ημπόρεσεν να κάμει παιδιά με την κυρά του. Ήτανε τότες νόμος που έλεγε κάθε οικογένεια να έχει έναν άντρα στα κατάστιχα για να παγαίνει στρατιώτης και θα τους δίνει ο βασιλιάς κλήρο. Μα είχεν παραμεγαλώσει ο άνθρωπος που λέγαμεν και θα τον ησβήνανε από τα κατάστιχα και θα του ηπαίρνανε τον κλήρο πίσω. Και γιο ή γαμπρό για να γραφτεί ευτείνος δεν είχεν. Κι έλεγεν ο νόμος πως όποιος δεν ημπορεί να παγαίνει στρατιώτης, ας κρατεί τον κλήρο, μα να δίνει φόρο. Κι ούτε φλουριά είχεν ο ανθρωπάκος να δίνει, φτωχός ήτανε.

Εκεί που ηκαθότανεν συλλοϊσμένος σε μια πέτρα, έρχεται ένας δράκος και τον ρώταγε τι έχει. Ευτείνος δεν ήθελεν να ειπεί, μα με τα πολλά παρακάλια, είπεν τον πόνο του.

«Και γι’ αυτό χολοσκάς;», λέει ο δράκος. «Να σου δώσω εγώ ένα φουντούκι να το φάει η κυρά σου και σε εννιά μήνες να γεννήσει. Κι αν είναι γιος, γράφ’ τον στα κατάστιχα, αν είναι θυγατέρα θα σου στέλνω κάθε χρονιά να πλερώνεις φόρο να κρατείς τον κλήρο σου. Κι αν είναι αγόρι, μου το δώνεις για παραγιό σα γίνει δεκάξι χρονώ, αν είναι κοπελούδα μου τη δώνεις για κυρά μου σα γίνει δεκατεσσάρω».

Πήρεν ο άνθρωπος το φουντούκι και το έδωσεν της κυράς του. Κι έκαμεν εκείνη απάνω στους εννιά μήνες ένα κοριτσάκι και χαρήκανε πολύ που γινήκανε γονιοί έστω και στα γεράματα. Κι ήστελνεν ο δράκος κάθε χρόνο φλουριά για το φόρο και δώρα για το παιδί, να ‘χει απ’ όλα.

Ημεγάλωσε η θυγατέρα κι εγίνηκε όμορφη πολύ, μελαχροινή και γαλανομάτα. Κι ήτανε και συνετή και χρυσοχέρα. Κι όταν έγινε δεκατριώ, οι γονιοί της τα ‘βαψαν μαύρα που ‘πρεπε να τη δώνουν την άλλη χρονιά. Εκείνη κατάλαβε που κάτι είχαν και τους ρωτούσε κάθε μέρα, μα της έλεγαν πως από τα γηρατειά έχουν στεναχώρια. Ως τη στερνή μέρα, που της το μαρτύρησαν.

«Και γι’ αυτό χολοσκάτε;», λέει ευτείνη. «Πάω στου δράκου. Κι ως τη βδομάδα, να δείτε που μ’ αφήνει και γυρνώ πίσω».

Την αυγή, έβαλεν το φόρεμα το μεταξωτό που είχεν στείλει ο γαμπρός γι’ αυτήνη τη δουλειά και πάει να σταθεί σ’ ένα τρίστρατο που είχεν πει του πατρός της ο δράκος. Και πέρασεν ένας ανεμορούφουλας και την πήρεν και – ωπ! – βρέθηκε ξάφνου σ’ ένα χρουσό παλάτι.

«Καλώς την, την κοκώνα, να κάμουμε τους γάμους μας», την υποδέχτηκεν ο δράκος.

Με το που τον είδεν η κοπελιά, της κόπηκε το αίμα. Αλλά ήτανε ξύπνια και το ‘κρυψεν.

«Ολόκληρο δράκο παίρνω», είπεν. «Έτσι θα γένει ο γάμος; Χωρίς νταούλια;»

«Γι’ αυτό χολοσκάς;», λέει ο δράκος.

Βγάνει μια βέργα, χτυπά το πάτωμα. Έρχεται ο ανεμορούφουλας και τον παίρνει να πάει να φέρει τα νταούλια.

Άρχισε εκείνη κι έψαχνε τες χρουσές κάμαρες, που ήτανε σαράντα, μήπως βρει κάτι να ξεκάμει το δράκο. Κι αλλού βρήκε ασήμι, αλλού φλουριά, αλλού μπακίρι κι αλλού μετάξι. Και βρήκε και τρεις θύρες κλειδωμένες.

Έρχεται την άλλη μέρα ο δράκος κι είχεν ένα καρύδι και το σπάει. Και βγαίνουν από μέσα εκατό μουζικάντηδες με τα νταούλια και τα βιολιά τους και παίζανε, να σου φύγει ο νους.

«Καλά τα νταούλια», είπεν η κοπελιά. «Μα ολόκληρο δράκο παίρνω. Έτσι θα γένει ο γάμος; Χωρίς τραπέζι;»

«Γι’ αυτό χολοσκάς;», λέει ο δράκος και χτυπά τη βέργα του στο πάτωμα. Έρχεται ο ανεμορούφουλας και τον παίρνει να πάει να φέρει για το τραπέζωμα.

Δεν ήξευρεν τι άλλο να κάμει η νύφη για να γλιτώσει κι ήκατσεν να γνέσει, μπας κι έφερνε στροφές και το μυαλό της μαζί με την ανέμη.

«Μπα!», λέει η ανέμη όπως γύρναγε. «βρήκεν κυρά ο δράκος;»

«Βρήκεν», απαντάει η κοπελιά η προκομμένη, «μα η νύφη δεν τον θέλει».

«Γι’ αυτό χολοσκάς;», λέει η ανέμη. «Να τον στείλεις σε θέλημα αύριο και να του ζητήσεις να σου ανοίξει την πρώτη κάμαρη να κάθεσαι».

Έρχεται την άλλη μέρα ο δράκος, είχε ένα λεμόνι και το ‘στυβε. Κι όσο τρέχανε τα ζουμιά, γίνουνταν τραπέζια με λινά στρωσίματα, και με φαγιά που μοσχομυρίζανε και με χρουσά κουτάλια.

«Καλό το τραπέζι», λέει η κοπελιά. «Μα ολόκληρο δράκο παίρνω. Έτσι θα γίνει ο γάμος, χωρίς στολίσματα στο παλάτι; Κι άμα λείπεις, δε μ’ ανοίγεις την πρώτη κάμαρη να παίζω, να μη βαριέμαι που δε θα σ’ έχω συντροφιά;»

Βγάνει ο δράκος ένα κλειδί μπρούτζινο, ανοίγει την κάμαρη. Βγάνει και τη βέργα του, τη χτυπάει στο πάτωμα. Έρχεται ο ανεμορούφουλας και τον παίρνει να πάει να φέρει στολίσματα.

Μπαίνει η κόρη στην κάμαρη, τι να δει; Ένας κήπος που δεν είχε τελειωμό, με δέντρα και με λούλουδα και με σιντριβάνια. Πιάνει η νια ένα μαρμάρινο πάγκο κι έρχεται ένα αργυρό γεράκι και κάθεται στο δέντρο απέναντι.

«Για ειδές νύφη που παίρνει ο δράκος!», λέει το πουλί – μαθές τα ζα μιλούσανε ακόμη, κείνα τα χρόνια.

«Καλύτερα να φαρμακωθώ», απαντάει η κοπελιά, «παρά να τον κάμω αφέντη μου. Μα πού να βρω φαρμάκι;».

«Γι’ αυτό χολοσκάς;», κράζει το αργυρό γεράκι. «Να τον στείλεις αύριο σε θέλημα και να του πεις να σου ανοίξει τη δεύτερη κάμαρη, για να παίζεις. Και πάρε στα χέρια το γυάλινο τόπι, που βλέπει και ξεύρει όλην την Πλάση, να σου πει τι να κάμεις».

Έρχεται την άλλη μέρα ο δράκος, είχε αλάτι στη φούχτα του και το σκόρπαγεν ‘δω κι εκεί. Κι όπου έπεφτεν, απλώνουνταν πανιά άσπρα και ρόιδα κι όλα τα άλλα που είναι του γάμου.

«Καλά και τα στολίσματα», λέει η κοπελιά. «Αλλά χωρίς καλεσμένους, τι γάμο θα κάμομε; Δε φέρνεις τα πεθερικά σου να σε καμαρώσουνε γαμπρό; Κι άμα λείπεις, δε μ’ ανοίγεις τη δεύτερη κάμαρη να παίζω, να μη βαριέμαι που δε θα σ’ έχω συντροφιά;»

Βγάνει ο δράκος ένα κλειδί ξύλινο, ανοίγει την κάμαρη. Βγάνει και τη βέργα του, τη χτυπάει στο πάτωμα. Έρχεται ο ανεμορούφουλας και τον παίρνει να πάει να φέρει τα πεθερικά του.

Μπαίνει η κοπέλα στην κάμαρη, τι να δει; Σοφάδες και τραπέζια και παιχνίδια και χαρτιά κι ό,τι θέλει ο άνθρωπος να περνά την ώρα του. Παίρνει η κόρη το γυάλινο τόπι στα χέρια.

«Μη με παίξεις γιατί σπάω», λέει το τόπι. «Κάτσε διάβασε ‘κείνο το χαρτί και δεν έχεις να χάνεις».

Η κοπελιά είχεν δασκάλους με τα φλουριά που έστελνεν ο δράκος κι ήξερεν γράμματα. Παίρνει το χαρτί κι είδε που ήλεγεν για έναν τόπο όπου δεν ήστεκεν άνθρωπος μηδέ για μια στιγμή. Γιατί έριχνε ο ουρανός όλο κεραυνούς κι έκαιγε όποιον πάταγε ‘κει το πόδι του.

Έρχεται την άλλη μέρα ο δράκος, είχεν ένα μοσχοκάρυδο και το τρίφτει με τη γροθιά του και βγαίνουν οι γερόντοι.

«Έτοιμοι είμαστε», λέει η κοπελιά. «Μα τόσες μέρες, λέρωσε το φόρεμά μου. Τι γάμο θα κάμομε με τέτοιο νυφικό; Δράκο παίρνω. Να πας να μου φέρεις καινούριο, να μη ντρέπομαι να σταθώ δίπλα σου, λεβέντης που είσαι».

Και του λέει να πάει για ράφτη στον τάδε τόπο, ευτείνον τον τόπο που είχε διαβάσει στο χαρτί. Βγάνει ο δράκος τη βέργα του, τη χτυπάει στο πάτωμα. Έρχεται ο ανεμορούφουλας, τον παίρνει, τον πάει εκεί. Πέφτει το πρώτο αστροπελέκι, του καίει το αριστερό χέρι. Κάνει να χτυπήσει τη βέργα κάτω να γυρίσει πίσω στο παλάτι, πέφτει άλλο ένα αστροπελέκι και την καίει μαζί με το δεξί του. Πέφτει κι ένα τρίτο αστροπελέκι, τον κάνει κάρβουνο. Πάει καλλιά του.

Έμεινε το χρουσό παλάτι στους γερόντους και τη θυγατέρα τους. Φέρανε κλειδαράδες, ανοίξανε και την τρίτη κάμαρη. Τι να δούνε; Ήτανε μέσα ένα βασιλιόπουλο που ‘χε χρόνια χαμένο. Το ηλευτερώνουνε και τους ρωτάει τι θέλουνε. Το και το, του λέει η κοπελιά, για τον κλήρο τους και τον άδικο νόμο.

«Γι’ αυτό χολοσκάς;», λέει το βασιλιόπουλο. «Γράφτω τώρα νόμο, όποιος είναι γέρος και δεν κάνει πια για στρατιώτης, άμα δεν έχει παιδιά, να κρατεί τον κλήρο του ως να πεθάνει, χωρίς φόρο».

Κι έτσι άλλαξε ο νόμος κι έγινε ‘κείνος που έχουμε και τώρα.

Κι αφού η θυγατέρα των γερόντων ήτανε όμορφη και προκομμένη και μυαλωμένη και προίκα είχεν, και τόσο φιλότιμη ήτανε που μόνο για τους φτωχούς ηζήτηξεν και για τον εαυτόν της τίποτα, καλήν την έκρινεν το βασιλιόπουλο και την ήκαμεν κυρά του. Και δε χρειάστηκεν να κάμουνε άλλο από κάλεσμα, τι όλα τα είχε ετοιμάσει πρωτύτερα ο δράκος.