Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Αναγνώσματα - 1

Είμαι βιβλιοφάγος. Αλλά ασχολούμαι και με τη συγγραφή κι αυτό με κάνει να βλέπω τα βιβλία που διαβάζω με άλλο μάτι. Εγώ πώς θα το έγραφα αυτό; Εγώ θα μπορούσα να το είχα σκεφτεί αυτό; Κρίνω σ' ένα επίπεδο που θα ήταν μάλλον ακατανόητο (κι ανούσιο) για κάποιον που δεν έχει σκεφτεί ποτέ να γράψει ο ίδιος.

Κι έχω δυο αξιώματα:

1. Δε με διδάσκουν μόνο τα καλά βιβλία (που μου λένε πώς να γράψω κι εγώ καλά), αλλά και τα μέτρια (που μου λένε σε τι παγίδες να μην πέσω, πώς να μην τελματώσω μια καταπληκτική ιδέα με μέτρια γραφή ή το αντίστροφο) κι ακόμη και τα κακά (που μου λένε τι να αποφύγω γιατί δεν πιάνει στην πράξη).

2. Από κάθε συγγραφέα αρκεί να διαβάσω ένα έργο και μόνο, ακόμη κι αν δεν είναι το πιο επιτυχημένο του (επέλεξα να πω "έργο" κι όχι "βιβλίο", γιατί στη φανταστική λογοτεχνία είναι συνηθισμένες οι σειρές και δεν μπορούμε να έχουμε σφαιρική γνώμη πριν δούμε την πλοκή να κλείνει τον κύκλο της). Από συγγραφικής άποψης, μαθαίνω ένα νέο ύφος και αυξάνω τους ορίζοντές μου. Αν διαβάσω κι άλλα του ίδιου, κερδίζω πολύ λιγότερα απ' ότι αν προχωρούσε σε κάποιον άλλο. Αλλά όπως κάθε άλλος αναγνώστης, κάποιους συγγραφείς τους εξαντλώ. Επειδή μου αρέσουν. Γιατί δεν μπορεί να είναι μόνο μελέτη η ανάγνωση, είναι και απόλαυση.


Υπήρξαν ορισμένα αναγνώσματα που με έκαναν να καθίσω και να σκεφτώ, να αναθεωρήσω τον τρόπο που γράφω. Δεν ήταν πάντα βιβλία που με ικανοποίησαν, αλλά όλα διεύρυναν την οπτική μου. Δεν ξέρω αν κατάφερα να εμπεδώσω τα διδάγματα, να τα κάνω κτήμα μου και να τα περάσω στα δικά μου γραπτά, αλλά το ελπίζω.


Και (μετά από όλο αυτό τον πρόλογο) ιδού η λίστα όσων ανήκουν στη φανταστική λογοτεχνία, με τυχαία σειρά:

Cordwainer Smith
- άπαντα - ήπια κείμενα που προκαλούν ακραία συναισθήματα στον αναγνώστη (στοργή ή φρίκη) μέσω των λεπτομερειών, χωρίς φλυαρίες και ακραίες περιγραφές

Frank Herbert - Dune - πλοκή σε μεγάλη κλίμακα, γεωγραφικά αλλά και κοινωνιολογικά. Δεν είναι μόνο ένας παράγοντας που καθορίζει τα πάντα, αλλά η συμβολή πολλών παραγόντων, από τη θρησκεία ως το κλίμα

Fritz Leiber - Fafhrd and the Gray Mouser - πώς να μιλήσει κανείς για σύγχρονα/διαχρονικά ερωτήματα μέσα από το φάνταζυ, χωρίς να μετατρέψει το έργο του σε φτηνή αλληγορία

Glen Cook - Black Company - στρατιωτικό φάνταζυ, εκστρατείες και η οπτική του απλού στρατιώτη

KE Wagner - Kane - ένας αντιήρωας αδίστακτος και συνειδητός, όχι ωραιοποιημένος ή νερόβραστος. Η μαγεία ως αφύσικο και κακό πράγμα, χωρίς καμία εξαίρεση, ακόμη και στα χέρια του πρωταγωνιστή

Michael Shea - Nifft the Lean - αστείρευτη φαντασία, χιούμορ που δε σέρνει την πλοκή από τη μύτη και δεν την καταντά παρωδία

Larry Niven - The Magic goes Away - συνέπεια στην περιγραφή του υπερφυσικού, η μαγεία δεν είναι δικαιολογία για να γράφουμε πρόχειρα

Robert E. Howard - Conan, Kull, Solomon Kane - πώς να κρατάς τον αναγνώστη, να τον κάνεις να ξεχνά τα πάντα πέρα από το κείμενο σου (και πάρα πολλά ακόμη)

Roger Zelazny - Ο κύριος του φωτός - άνθρωποι που θεωρούν δεδομένες τις υπερφυσικές ικανότητές τους και μηχανορραφούν σ' έναν κόσμο ο οποίος γνωρίζει την υπαρξή τους

Andre Norton - Witch World - τα δυο φύλα και οι σχέσεις τους, "κακοί" που παραμένουν άνθρωποι μέσα στην ατέλειά τους και δε γίνονται καρικατούρες για να σκοτώνει ο ήρωας, "κακοί" που δεν είναι άνθρωποι ευθύς εξαρχής

Clive Barker - Το μεγάλο μυστικό θέαμα, Αείπολη - υπερφυσικά όντα με ρεαλιστικά ανθρώπινα κίνητρα, αχαλίνωτη φαντασία, σχετικά κομψή παρουσίαση ακραίων θεμάτων

CA Smith - Poseidonis, Hyperborea, Zothique, Xiccarph (δωρεάν εδώ)- η τέχνη της περιγραφής, ο πειστικός εξωτισμός, η ανθρώπινη μικρότητα και οι συνέπειές της

Troy Denning - The Prism Pentad - ζογκλάρισμα πολλών χαρακτήρων που εξελίσσονται ο καθένας και αλληλεπιδρούν, ένας πλήρης κόσμος που το παρελθόν του καθορίζει την κρίση του παρόντος και οδηγεί σ' ένα μέλλον ούτε ειδυλλιακό ούτε ζοφερό

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2008

Οι Περιφέρειες - Μυρίανδρος

Η Μυρίανδρος βρίσκεται ανατολικά της Απηλίας, στο βόρειο μέρος της Χερσονήσου της Αιγλώης. Τα σύνορά της είναι το σύνηθες σημείο εισόδου εισβολέων στη Βασιλεία Αιγλωέων.

Κι αυτό είναι ένα παραμύθι της:

Το αηδόνι, ο σκύλος και το άλογο

Τον παλιό καιρό, ήταν ένα παλικάρι ορφανό, τόσο φτωχό που δεν είχε ούτε τζομπανόσκυλο κι εκυνήγα μόνο του τα πρόβατά του.

Εκείνη την εποχή, οι στραδιώτες του βασιλέ μας δεν είχαν καλά άλογα και δεν προλάβαιναν του βαρβάρους που περνούσαν τα βουνά και χύνονταν στη Μυρίαντρο. Εσκότωναν οι βάρβαροι, εδιαγούμιζαν, έκλεβαν τεχνίτες και γυναικόπαιδα για δούλους, κι εγύριζαν πίσω στους τόπους τους απείραχτοι. Ο βασιλές τους είχε τρεις υγιούς λεβέντες, που δεν τους πολυάρεζαν οι αδικίες του πατέρα τους. Μα τι να ‘καναν; Πατέρα τον είχαν.

Μια μέρα, που λες, συνάντησαν τα βάρβαρα πριγκηπόπουλα το παλικάρι. Και του πήραν όλο το κοπάδι, να ταΐσουν τ’ ασκέρι τους. Ο νιος θύμωσε, μα δεν τόλμησε να ξεκινήσει αμάχη, τι ‘χε γριά μάνα και τρεις αδερφάδες ανύπαντρες κι άπροικες, κι όσο ζούσε και βαστούσαν τα χέρια του, δεν τες άφηνε να πάνε χαμένες. Μ’ αν τον έτρωγε το μαύρο το χώμα, θα καταντούσαν να διακονεύουν. Για τούτο, έκαμε πίσω και δεν τους βάρεσε. Μόνο κοίταγε χολωμένος, να τον κλέβουν όλο του το βιος.

Πήρε λοιπόν το δρόμο για το χωριό, κι όλο έκανε γύρες να μη φτάσει στο σπίτι του. Πώς να πει που δεν του ‘χε απομείνει άλλο απ’ τη γκλίτσα του; Έβγαλε τη φλογέρα του κι έπαιζε τον καημό του.

Ήρθε ένα αηδόνι και κούρνιασε στον ώμο του. Και τον λέει:

«Η αφέντρα μου η αρχοντοπούλα μ’ είχε σε χρυσό κλουβί, μα μ’ έδιωξε, μη με πάρουν μαζί οι βάρβαροι που την έκλεψαν. Με κρατάς εσύ;»

«Τι να σε κάμω ο καψερός;», το είπεν ο νέος. «Που δεν έχω ούτε τις αδερφάδες μου τες ανύπαντρες να ταΐσω;»

«Πάρε μ’ εσύ και μη χολοσκάς» αποκρίθηκε το ζώο. «Να παίζεις τη φλογέρα σου θέλω μονάχα. Οι βάρβαροι έχουν ωραίες μουσικές, μα τραγούδια λένε μόνο της αμάχης, όχι του έρωτα ή του πόνου. Δε με κάνουν για αφέντες».

Προχώρησαν μαζί και συνέχισαν το τραγούδι, ο ένας με τη φλογέρα, ο άλλος με τη φωνή. Πιο κάτω, συνάντησαν ένα σκυλί που κούναγε την ουρά.

«Τον αφέντη μου τον κυνηγό τον βρήκαν οι βαρβάροι μοναχό του στα δάσα και τον πήραν δούλο κι έμεινα έρμος», τους λέει. «Να ‘ρθω κοντά σας;»

«Τι να σε κάμω ο καψερός;», το είπεν ο νέος. «Που δεν έχω ούτε σπόρο για το πουλί;»

«Πάρε μ’ εσύ και μη χολοσκάς», αποκρίθηκε το ζώο. «Συντροφιά θέλω μονάχα. Οι βάρβαροι δεν αφήνουν ούτε χαλάσματα να κάμουν φωλιά τα χελιδόνια. Ως και τα ποντίκια φεύγουν όπου περάσουν. Είναι χεροδύναμοι, μ’ αντί να χτίζουν, γκρεμίζουν. Δε με κάνουν για αφέντες».

Προχώρησαν μαζί, ο σκύλος να στροφάει γύρω από τα πόδια του παλικαριού, τ’ αηδόνι γύρω απ’ το κεφάλι του. Τρίτο συναπάντημα στο δρόμο, ένα φαρί μαύρο που χλιμιντρούσε κι έσκαφτε το χώμα με το ποδάρι.

«Τον αφέντη μου το στραδιώτη τον έκαμαν καρτέρι οι βάρβαροι και τον χάλασαν άτιμα», λέει στο παλικάρι. «Ανεβαίνεις εσύ στη σέλα την κεντημένη;»

«Τι να σε κάμω ο καψερός;», το είπεν ο νέος. «Που δεν έχω ούτε αποφάγια για το σκύλο;»

«Πάρε μ’ εσύ και μη χολοσκάς», αποκρίθηκε το ζώο. «Έναν καβαλάρη ν’ αγαπάει τούτη τη γη θέλω μονάχα. Οι βαρβάροι τρέχουν ολοένα και δε στέκουν να χαρούν τα δάσα, τον αγέρα που φυσά στα μαλλιά τους, τον ήλιο που γέρνει να πλαγιάσει και λαμποκοπά ο τόπος. Δε με κάνουν για αφέντες».

Τι να ειπεί το παλικάρι, καβαλίκεψε το φαρί, με το αηδόνι στον ώμο και το σκυλί ξοπίσω. Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν. Κι όλο τον ορμήνευαν τα τρία ζώα, πού να πάει, και τι να πει και πώς να κάμει, να γλιτώσει τον τόπο από τους βαρβάρους και να βρει κι αυτός την τύχη του.

Κι έφτασαν στο ποτάμι, σε μια πέτρινη καμάρα που την έλεγαν «Αγέλαστο Γιοφύρι». Είχε βράχια ‘κει και το νερό άφριζε και δεν έστεκε πέτρα πάνω σε πέτρα, μέχρι που στοίχειωσαν τα θεμέλια με τη μοναχοκόρη του μάστορα. Για να μη σκιαχτεί, τη γέλασαν πως πάει στο γάμο της. Και με το νυφικό την έχτισαν. Και το στοιχειό, άλλο γέλασμα δεν ήθελε να γίνει και ψέμα δεν τόλμαγε κανείς να ειπεί πάνω στο γιοφύρι.

Και πάνω στην ώρα που ‘φτασε το παλικάρι, φτάνουν στην άλλη όχτη οι βαρβάροι, όλοι αρματωμένοι. Ο νιος είχε μονάχα μια λινή σφεντόνα που την κουβάλαγε να διώχνει τα τσακάλια απ’ το κοπάδι. Μα δεν κιότεψε. Είπεν κι έκανε όπως τον είχαν δασκαλεμένο το αηδόνι κι ο σκύλος και τ’ άλογο. Ξεπέζεψε και λέει:

«Με πήραν τα πρόβατά μου τα πριγκηπόπουλά σας. Να βγει ο βασιλές σας να με κάμει πλερωμή».

Βγήκε μπροστά ένας αγριάνθρωπος αψηλός ίσα με μια γριά βαλανιδιά και τον λέει:

«Εγώ ‘μ’ ο βασιλές των βαρβάρων. Και το πουγκί μου δεν τ’ ανοίγω με το καλό, μόνο με το άγριο. Όποιος έχει τη δύναμη, παίρνει. Έτσι κάνουμε ‘μεις τις δουλειές μας».

«Δε θέλω να σε χαλάσω», τον είπε το παλικάρι. «Να σε βάλω τρία αινίγματα, να με βάλεις κι εσύ τρία. Κι άμα βρίσκω τα δικά σου ή δε βρίσκεις τα δικά μου, να μου κάνεις πλερωμές. Κι άμα δε βρίσκω τα δικά σου ή βρίσκεις τα δικά μου, με παίρνεις το κεφάλι».

Ο βασιλές των βαρβάρων το συλλογίστηκε καλά-καλά κι είπε πως δε γινότανε να χάσει. Και τον άρεζε να φανεί ξύπνιος μπροστά στ’ ασκέρι του πριν πάρει το κεφάλι του παλικαριού. Έτσι, έδωκε το χέρι του να δέσει τη συμφωνία.

«Τι ‘ναι το που
γυαλίζει σα φανερωθεί και σβήνει σαν κρυφτεί
σφυρίζει σαν περνάει και πίνει δίχως να διψάει;
», έβαλε το πρώτο αίνιγμα.

Ξέροντας που μόνο την αμάχη αγαπούσαν οι βαρβάροι, το παλικάρι βρήκε αμέσως πως είναι το σπαθί. Και ζήτησε πλερωμή ν’ αφήσουν όλα τα παιδόπουλα κι όλες τις κοπέλες που ‘χαν κλεμμένες. Και μόλις τους αφήκαν, πέρασαν τούτοι το γιοφύρι και πήγαν να σταθούν πίσω από το νιο. Και πρώτη πήγαινε η αρχοντοπούλα που ‘χε πρώτα το αηδόνι σε χρυσό κλουβί. Και την είδε το παλικάρι και θαμπώθηκε, τι’ ταν ξανθή σαν τον ήλιο κι άσπρη σαν το φεγγάρι.

Κι έβαλε μετά δικό του αίνιγμα:

«Τι ‘ναι το που
μέρα-νύχτα δε βουβαίνεται, μόνο χειμώνα σταματά
αλλά μας γαληνεύει και δε μας ξαγρυπνά;
»

Ο βάρβαρος, που μόνο χαλασμούς κι αίματα είχε μέσα ο νους του, δε βρήκε πως είναι τ’ αηδόνι, κι ας το ‘βλεπε μπροστά του, κουρνιασμένο στον ώμο του παλικαριού. Κι ο νιος ζήτησε για πλερωμή μουσικάντηδες βαρβάρους, να μάθουν τους ωραίους σκοπούς τους στους Μυριαντριώτες. Κι οι δώδεκα καλύτεροι πέρασαν το γιοφύρι και στάθηκαν πίσω απ’ το παλικάρι.

«Τι ‘ναι το που
σιδερένιο καμπανίζει μα γλωσσίδι δεν έχει
κι όπου δεν αντέχεις εσύ εκείνο αντέχει;
», έβαλε δεύτερο αίνιγμα ο βασιλές.

Ο νιος αμέσως το ηύρε πως ήταν η σκούτα και ζήτησε ν’ αφήκουν όλους τους ξωμάχους και τους βοσκούς και τους κυνηγούς κι όποιον άλλον είχαν πιάσει μοναχό τους στις ερημιές. Και πέρασαν κι εκείνοι το γιοφύρι και στάθηκαν πίσω του παλικαριού. Πρώτος πήγαινε ο κυνηγός που ‘χε πρώτα το σκύλο. Και χάιδεψε το ζώο του κι αγκάλιασε το παλικάρι πριν πάει πέρα.

Κι έβαλε δεύτερο αίνιγμα ο νιος:

«Τι ‘ναι το που
όλο συντροφεύει και δεν είναι σκιά,
θεό δεν ξέρει μα είναι πιστό
έρχεται με τα μάτια κλειστά,
μα με βρίσκει όπου να κρυφτώ;
»

Ο βάρβαρος, που σκυλιά είχε μόνο για να τα ρίχνει τους οχτρούς του να τους τρώνε ζωντανούς, δεν τη γνώρισε την απάντηση. Και το παλικάρι ζήτησε πλερωμή εκατό βαρβάρους αντρειωμένους, να γενούν χτίστες και να ξαναστήσουν ό,τι ‘χανε γκρεμίσει στη Μυρίαντρο. Και πέρασαν κι εκείνοι το γιοφύρι και στάθηκαν πίσω από το νιο.

Ο βασιλές των βαρβάρων αφρίαξε και ‘βαλε το στερνό του αίνιγμα, το πιο δύσκολο που ‘ξερε:

«Τι ‘ναι το που
τρέμει και κελαηδάει δίχως στόμα,
βάφει κόκκινο μα δεν έχει χρώμα,
τεντώνεται μα χέρια δεν έχει
ζωντανό δεν είναι μα κόκαλα έχει;
»

Το παλικάρι γέλασε. Εύκολο του φάνηκε, που ‘ταν το τόξο. Και ζήτησε πλερωμή εφτά φοράδες βαρβάρικες, όπως τον είχε ορμηνέψει το μαύρο φαρί. Τες ήθελε για να κάμει μαζί τους πουλάρια, να βγουν τα καλύτερα άλογα που ‘χει δει η Πλάση, τα σημερινά μυριαντριώτικα. Να ‘χουν οι στραδιώτες μας να φτάνουν τους οχτρούς και να μη σκοτώνονται άδικα, σαν τον παλιό του τον αφέντη. Και πέρασαν οι φοράδες το γιοφύρι και πήγαν και στάθηκαν κοντά στο φαρί.

Κι είπε το δικό του στερνό αίνιγμα ο νιος:

«Τι ‘ναι το που
ποτέ δε φτάνει μα όλο γύρω πάει
δεμένο σε πάσαλο και πάλι προχωράει
στην πέτρα το σίδερό του χτυπάει
ο καθείς μας για να φάει;
»

Ο βάρβαρος δεν είχε ποτέ του κοπιάσει σε χωράφι, δεν ήξερε από αλώνια. Είδε που έχανε και φοβήθηκε∙ το παλικάρι δεν του ‘χε ζητήσει μηδέ χρυσό μηδέ τίποτις άλλο τέτοιο δικό του κέρδος. Λες, είπε μέσα του ο βασιλές, να ζητήσει το κεφάλι μου τώρα; Κι έκαμε να τραβήξει το σπαθί του, να χαλάσει τη συμφωνία. Μα η κοπέλα που ‘τανε χτισμένη, δεν ήθελε να ξανακούσει ψέμα ποτές της μετά τον ψεύτικο γάμο που της είχαν τάξει. Και γι’ αυτό το είχανε πει Αγέλαστο το γιοφύρι. Σείστηκε η καμάρα και τον έριξε το βάρβαρο κάτω στα βράχια και τσακίστηκε. Κι οι άνθρωποί του κιοτέψανε και κάμανε να φύγουν.

Μα τους είπε το παλικάρι, όσοι το ‘χουνε να δουλεύουνε το υνί εκτός από το σπαθί, ας μένανε στη Μυρίαντρο, να την αγαπάνε και να τη φυτεύουνε και να τη φυλάνε απ’ τους εχθρούς. Και μερικοί αναμεταξύ τους το πήρανε απόφαση και μας 'δώσαν τα χέρια τους, πρώτοι οι τρεις υγιοί του βάρβαρου βασιλέ.

Και για τόσα καλά που είχε κάμει, ο βασιλές ο δικός μας τον έκαμε άρχοντα το νιο, και τον έντυσε στα μετάξια και στο σεντέφι. Κι έγιναν τέσσερις γάμοι μαζί, το παλικάρι με την αρχοντοπούλα που ‘χε πρώτα τ’ αηδόνι σε χρυσό κλουβί, και τα τρία βασιλόπουλα που δεν ήταν πια βάρβαρα με τις αδερφάδες του παλικαριού.



Σημειώσεις για τα αινίγματα:
----------------------------

- Το αηδόνι είναι αποδημητικό, κελαηδά και τη νύχτα, χωρίς όμως να μας ενοχλεί.

- Η λεπίδα αντανακλά το φως όταν είναι έξω από το θηκάρι, βγάζει χαρακτηριστικό ήχο όταν σχίζει τον αέρα και «πίνει» αίμα.

- Η μεταλλική ασπίδα κουδουνίζει όταν έρχεται σε επαφή με όπλο και υπάρχει για να δέχεται χτυπήματα που προορίζονται για τον κάτοχό της.

- Ο σκύλος γεννιέται με κλειστά μάτια, αλλά όταν μεγαλώσει η μυρωδιά τον οδηγεί στον αφέντη του όπου κι αν αυτός πάει.

- Το σύνθετο τόξο φτιαχνόταν από ξύλο και κόκαλο, η χορδή πάλλεται σαν χορδή μουσικού οργάνου κι οι πληγές ρέουν κόκκινο αίμα.

- Στα παλιά πέτρινα αλώνια, ένα άλογο με δεμένα μάτια έκανε συνεχώς κύκλους δεμένο σε πάσαλο στο κέντρο τους. Και, φυσικά, φορούσε σιδερένια πέταλα.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Περί Μαγείας - 2

Μιας και με ρώτησαν κάποιοι σχετικά...

[οι σύνδεσμοι που παρέχω δεν αποτελούν διαφημίσεις, απλά μιμούμαι τη διεθνή πρακτική όπου σε κάθε αναφορά βιβλίου συνηθίζεται να παρέχεται σχετικό λινκ προς το Amazon για περαιτέρω πληροφορίες]

Αφού πήρα την απόφαση να γράψω κάτι "ελληνικό" αντί για δυτικότροπο, συνειδητοποίησα πως δεν ήξερα και πολλά (ουσιαστικά) πράγματα για τους όχι-και-τόσο-αρχαίους ημών προγόνους. Στρώθηκα, λοιπόν, να διαβάσω την "Καθημερινή Ζωή στο Βυζάντιο", τη "Γραφή τότε που δεν υπήρχε το χαρτί" και ούτω καθεξής. Έμαθα μπόλικα ενδιαφέροντα πράγματα, που ενέπνευσαν σκηνές και καταστάσεις σε διάφορα κείμενά μου από τότε.

Αλλά ήθελα να γράψω φαντασία.

Τι μύθους είχαν αυτοί οι άνθρωποι; Τι τέρατα φαντάζονταν; Θ' αναγκαζόμουν να καταφύγω σε κένταυρους και πηγάσους για να αποφύγω τα όρκ; Ευτυχώς υπέπεσαν στην αντίληψή μου οι "Παραδόσεις" του Νικολάου Πολίτη. Υποχρεωτικά ανάγνωσμα για κάθε Έλληνα που θέλει ν' ασχοληθεί με το φάνταζυ. Εκεί βρήκα τις νεράιδες και τα στοιχειά και τους καλικαντζάρους και τους καταχανάδες. Κι ένα σωρό επεξηγηματικές σημειώσεις, οι οποίες με παρέπεμψαν στα "Ελληνικά Παραμύθια" του Μέγα και σταδιακά σε άλλες πολύτιμες πηγές.

Από υπερφυσικά όντα καλύφθηκα. Ξεπατίκωσα π.χ. από τον Πολίτη ένα θεσσαλικό μύθο του 19ου αιώνα για το πρώτο θηρίο που περιέγραψα, τον πάντρεψα μ' έναν αγαπημένο αρχαίο μύθο, μπορώ να παριστάνω πλέον το λόγιο, τον ψαγμένο.

Με τους μάγους, όμως, τι θα έκανα; Μυτερά καπέλα, ραβδιά ταχυδακτυλουργού, ρόμπες με αστέρια;

Διάβασα το "Η μαγεία στον ελληνικό και το ρωμαϊκό κόσμο". Κάποιες καλές ιδέες, κάποιες χρήσιμες πληροφορίες. Αλλά δε με κάλυψε. Ευτυχώς, υπάρχει μια καλή κυρία, ονόματι Αναστασία Βακαλούδη, που ασχολήθηκε με το θέμα σε επιστημονικό επίπεδο ("Η μαγεία ως Κοινωνικό Φαινόμενο στο Πρώιμο Βυζάντιο" - διδακτορική της Διατριβή, "Η γένεση του θεϊκού ανθρώπου στις αρχαίες θρησκείες" κα.). Επαοιδοί, γητευτές, λεκανομάντεις - πανδαισία. Ένα σωρό πράγματα, για να αντλώ ιδέες σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου ίσως.

Λόγω ιδιοσυγκρασίας, μάλλον, μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση οι φαρμακοί = οι κατασκευαστές μαντζουνιών. Καζάνια και αηδιαστικά μείγματα. Όχι ακριβώς το ίδιο πράγμα με τους πιο επιστημονικούς αλχυμιστές (sic) και τους αποστακτήρες τους. Οι φαρμακοί ήταν από τα αρχαιότερα είδη μάγων και δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης ποτέ. "Φάρμακον" στα αρχαία είναι το φάρμακο, αλλά και το φαρμάκι.

Ο χριστιανισμός δεν κατάφερε να εξαφανίσει εντελώς την επιρροή των φαρμακών. Οι βυζαντινοί γιατροί συνδύαζαν την ιπποκρατική παράδοση και τις νέες ανατομικές μελέτες με φυλαχτά και γιατροσόφοια. Είχαν ελαττώσει τον τσαρλατανισμό στις πρακτικές τους, σε σχέση με τους προκατόχους τους της ελληνιστικής εποχής, μα ήταν περισσότερο η πρόοδος της επιστήμης που αμαύρωσε εντελώς την ήδη γκρίζα εικόνα του φαρμακού, παρά η θρησκεία.

Κι εδώ παίρνει μπρος ο λογοτέχνης. Στο πλαίσιο του βιβλίου που θα έγραφα, ήθελα τους φαρμακούς ικανούς να παράγουν μόνο βλαβερά αποτελέσματα με τις συνταγές τους, ακόμη κι όταν προσπαθούν για το αντίθετο. Αλλά δεν ήθελα η τέχνη τους να λειτουργεί εξαιτίας κάποιου "Διαβόλου" ή άλλης Αρχής του Κακού (για την ακρίβεια, δεν ήθελα καθόλου Αρχή του Κακού). Τότε γιατί κάποιος άνθρωπος να γίνει φαρμακός; Κι αν κάθε φαρμακός δεν είναι εκ φύσεως πιο "κακός" από τους άλλους ανθρώπους, πώς θ' αντιμετωπίζει το ζήτημα από ηθικής άποψης;

Απαντώντας στα παραπάνω ερωτήματα, εμπνεύστηκα έναν από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες στο "Κοράκι σε Άλικο Φόντο", το Μελέτιο. Δεν ξέρω αν είναι αντάξιος της όλης διαδικασίας που οδήγησε στη γέννησή του, αλλά ελπίζω να αποκόμισα κάτι (ως συγγραφέας) απ' όλον τον κόπο που έκανα.