Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Οι Περιφέρειες - Απηλία

Η Βασιλεία Αιγλωέων χωρίζεται διοικητικά (και γεωγραφικά) σε "Περιφέρειες". Αντί να πω εγώ κάτι για την κάθε μία, ξερό κι εγκυκλοπαιδικό, θ' αφήσω τους ανθρώπους της να μιλήσουν. Μέσα από τα παραμύθια τους, φαίνεται ποιες αρετές εκτιμούν και πιστεύουν ότι διαθέτουν οι Αιγλωείς κάθε τόπου, τι είδους αρχές θέλουν να ενσταλλάξουν στα παιδιά τους μέσα από τις ιστορίες που τους αφηγούνται.

Ξεκινάμε με την Περιφέρεια Απηλίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου της Αιγλώης:

Ο μάστορας κι ο μυλωνάς

ή

Τα πέντε περατινά σακιά


Τον καιρό που ο παππούς του παππού μου ήταν νέος, ζούσε ένας άνθρωπος κακότυχος. Είχε έξι παιδιά και το πιο φτωχό χωράφι στο χωριό. Μα ο Δημιουργός τον είχε λυπηθεί και τον είχε κάνει μεγάλο μάστορα. Τα χέρια του έπιαναν κι έφτιαχνε όλων των ειδών τα πράγματα, και χρήσιμα και όμορφα∙ κι ότι μπορούσε να γίνει από τον κόπο ενός ανθρώπου κι από ξύλο ή πέτρα, δεν έλειπε από το σπίτι του.

Μια χρονιά, ο Χειμώνας πέρασε τόσο ανάβροχος που όλοι ήξεραν ότι ερχόταν κακή σοδειά. Ο κακότυχος άνθρωπος, με το φτωχό του κλήρο, φοβήθηκε μήπως βγάλει τόσο λίγο κριθάρι που δε θα είχε να ταΐσει ούτε τα παιδιά του. Είδε κι απόειδε, ξενύχτησε και σκέφτηκε και σηκώθηκε αχάραγα ένα πρωί και φόρεσε τα ρούχα του ταξιδιού.

«Γυναίκα», είπε, «θα πάω από τώρα πέρα στον κάμπο, πριν κινήσουν οι άλλοι μαστόροι για φέτος. Μοναχός μου θα ‘μαι, πιο εύκολα θα βρω δουλειά, πιο πολλά θα πάρω. Εσύ κοίτα να πορευτείς όπως μπορείς, πάρε και δανεικά άμα χρειαστεί. Κι άμα γυρίσω, θα κάμουμε καλό καλοκαίρι».

Η κυρά του ήτανε μαθημένη να μένει μοναχή της μήνες, κάθε φορά που κατέβαινε ο άντρας της αντάμα με τους άλλους μαστόρους στον κάμπο να δουλέψουνε για τους πεδινούς για να συμπληρώσουνε τη σοδειά τους. Του μάζεψε τα εργαλεία του, δυο φορεσιές, κάτι για το δρόμο. Έκαμε να του βάλει μαζί κι ένα ορφανό φλουρί που είχανε, τυλιγμένο μέσα στο μαντήλι του, μα δεν την άφηκε.

«Δως μου ένα φιλί στο μέτωπο, καλύτερα», της είπε. «Να ‘μαι καλά κι όσο πιάνουν τα χέρια μου δε θα πεινάσω».

Πήρε, λοιπόν, το δρόμο και πήγαινε. Κι έφτασε πέρα μακριά, σε τόπο που έλεγε πως δε θα ‘χουν δει άνθρωπο από τα μαστοροχώρια και θα τον εκτιμούσαν πιότερο. Στο χωριό που πήγε, όλοι είχανε ευλογημένα χωράφια, άνοιξη ακόμη κι είχε ψηλώσει το στάχυ. Κι ο πλουσιότερος του τόπου ήτανε ο μυλωνάς και πήρε τον κακότυχο άνθρωπο στη δούλεψή του.

Συμφωνήσανε να κάμει καινούριες μυλόπετρες και μυλόξυλα και μυλόπανα. Και λεβέτια και κουτάλια και λαγήνια για τη γυναίκα του μυλωνά. Και θα του δώσει το αφεντικό για πληρωμή πέντε σακιά αλεύρι σταρένιο περατινά. Αυτός δεν ήξερε τι ήτανε τα ‘περατινά’, μα ντράπηκε να ρωτήσει γιατί ήξερε που τους λέγανε χωριάτες οι καμπίσιοι και δεν ήθελε να δείξει πως στα μαστοροχώρια είμαστε πίσω από τον άλλο κόσμο.

Δούλεψε μέρες και μέρες, από το πρωί ως το βράδυ, όσο καλύτερα μπορούσε. Κι έκαμε πράμματα γερά και πάλι τα λυπήθηκε και κάθισε και τα ιστόρησε, να μην είναι μόνο χρήσιμα, μα κι ευχάριστα να τα κοιτάς. Όμως, η μυλωνού ήτανε κακιά γυναίκα, και τον είχε βάλει να κοιμάται σ’ ένα καλύβι τρύπιο με λίγα ξύλα για τη φωτιά, και του ‘δινε φαΐ λιγοστό και μπαγιάτικο κι έλεγε κάθε τόσο του αντρός της ‘τόσα θα μας πάρει, βάλ’ τονε να κάμει και κάτι ακόμη’. Ο κακότυχος άνθρωπος δε βαρυγκομούσε∙ το φιλί της γυναίκας του στο μέτωπο τον ζέσταινε και τον χόρταινε και τον ξεκούραζε.

Κι ήρθε ο καιρός που κατεβήκανε στα πεδινά κι οι υπόλοιποι μαστόροι κι αυτός ακόμη δεν είχε τελειώσει. Κι ήρθε ο καιρός που πιάσανε οι καινούριες βροχές κι οι υπόλοιποι μαστόροι κινήσανε για τα σπίτια τους, κι αυτός ακόμη δεν είχε τελειώσει. Κι άμα είδε πως δε θα πρόφταινε αλλιώς την καινούρια σπορά, έκαμε λόγο για να φύγει. Έτυχε εκείνη την ώρα κι έλειπε η μυλωνού, κι ο μυλωνάς δεν έφερε αντίρρηση. Φάνηκε κιόλας πως δεν ήτανε τελείως αφιλότιμος. Είπε να δώσει του μάστορα δυο ακόμη σακιά στάρι, ‘ένα από μένα, ένα από την κυρά μου’.

Χαρά που έκαμε ο μάστορας! Μα σαν τα είδε τα σακιά, του πέσανε τα μούτρα. Ήτανε τόσα δα, χωρούσανε μέσα σε δυο χούφτες το καθένα. Έκαμε να γκρινιάξει, αλλά ο μυλωνάς του είπε πως τέτοια είναι τα περατινά σακιά και τέτοια συμφωνήσανε. Κι άμα δεν τον πίστευε, ας ρώταγε τον παπά ή τον προεστό ή κανέναν πατριώτη του αν είχε μείνει ξοπίσω. Τι να πει και τι να κάμει ο μάστορας, κατάλαβε πως τον είχανε γελάσει, έβαλε στο ταγάρι του τα σακιά και τα εργαλεία του και τις αλλαξιές του και πήρε το δρόμο πικραμένος.

Μα σαν γύρισε η μυλωνού πίσω κι έμαθε πως ο άντρας της έδωσε στο μάστορα πιο πολλά από τα συμφωνημένα, άστραψε και βρόντηξε. Κι έπιασε το μυλωνά από τ’ αυτί, και του ‘βαλε στο χέρι ένα απελατίκι και τον έστειλε να προλάβει τον κακότυχο άνθρωπο και να γυρέψει πίσω τα παραπανίσια.

Στο αναμεταξύ, ο μάστορας είχε προχωρήσει κάμποσο κι είχε φτάσει σ’ ένα σταυροδρόμι. Εκεί στεκότανε μια γριά καμπουριασμένη, μ’ ένα μεγάλο δεμάτι ξύλα στην πλάτη και δεν είχε δύναμη να περπατήσει. Ο μάστορας είδε που είχανε πέσει βαριά σύννεφα και θα τον πιάνανε οι μεγάλες βροχές στο δρόμο. Κι έκανε να προσπεράσει τη γριά. Αλλά ντράπηκε. Τι ψυχή είχε ένα πρωί; Ζαλιγκώθηκε τα ξύλα της και την πήγε ως το καλύβι της, στο αριστερό μονοπάτι, παρά που ο ίδιος ήθελε να πάει δεξιά. Κι είδε πως τα ξύλα δεν τα ‘χε για τη φωτιά, μα για να κλείσει μια τρύπα στη στέγη της. Πού να την αφήσει να σκαρφαλώσει εκείνη. Πήρε τα εργαλεία του και μια και δυο, άλλαξε όλα τα σανίδια από τη μια άκρη στην άλλη.

Κι ο μυλωνάς – που σαν ντόπιος ήξερε καλύτερα τους δρόμους – είχε βγει μπροστά του στο δεξιό μονοπάτι, αλλά δεν τον πέτυχε. Φοβόταν ο μυλωνάς να γυρίσει με άδεια χέρια στην κυρά του τη στριμμένη κι έτσι προχώρησε πιο κάτω στο δρόμο για τα μαστοροχώρια κι έστησε νέο καρτέρι.

Αφού δέχτηκε τα φτωχικά φιλέματα της γριάς για να μην την προσβάλει, ο μάστορας κίνησε πάλι. Στο επόμενο σταυροδρόμι, βρήκε ένα όμορφο παλικάρι ασπροφορεμένο μα λυπημένο. Ο μάστορας χαιρέτισε, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Τα σύννεφα γίνανε πιο μαύρα στον ουρανό, αλλά δεν του έκανε καρδιά να μη σταθεί να ρωτήσει τι είχε ο άλλος. Και το παλικάρι του είπε ότι ήθελε να πάει να ζητήσει μια κοπέλα που αγαπούσε και τον αγαπούσε κι εκείνη. Αλλά ήταν πολύ όμορφη κι είχε πολλά πλούσια προξενιά κι αυτός ήταν ορφανός και δεν είχε όμορφα ρούχα και φοβόταν πως ο πατέρας της θα τον περιφρονούσε και θα διάλεγε άλλο γαμπρό.

Κι ο μάστορας στενοχωρήθηκε και πήρε από κοντά τον ορφανό και όπως πήγαιναν, του κένταγε την άσπρη του τη φορεσιά. Κι ως να φτάσουν στο σπίτι της νύφης, είχε ιστορήσει πουλιά και δέντρα, και τον ήλιο και το φεγγάρι, και το νερό που τρέχει. Και θαμπώθηκαν οι γονέοι της κοπέλας, κι οι γειτόνοι κι οι άλλοι γαμπροί που σαν τον είδανε έφυγαν για να μη μπούνε ανάμεσα στο ζευγάρι το ταιριαστό κι αγαπημένο. Κι έστρεξε κι έγινε ο αρραβώνας με το παλικάρι.

Κι ο νέος ντροπιάστηκε που δεν είχε κάτι να του δώσει για αμοιβή, αλλά ο μάστορας του είπε άμα κάνουν παιδιά με τη νύφη και βγάλουν πρώτα τα ονόματα των γονιών του των πεθαμένων και των δικών της των ζωντανών, ας βγάλουν και του παππούλη του το όνομα που δεν είχε αυτός αδερφό να το πάρει. Κι οι δυο νέοι τον ευχαρίστησαν και φιλήσανε τα χέρια του τα ικανά. Κι η κοπέλα του έριξε κρυφά στο ταγάρι ένα μοναχό φλουρί που είχε.

Κι ο μάστορας πάλι είχε ξεστρατίσει και δε συναντήθηκε με το μυλωνά. Κι ο μυλωνάς πάλι προχώρησε να του στήσει τρίτο καρτέρι.

Στο τρίτο σταυροδρόμι, ο μάστορας συνάντησε έναν άνθρωπο κουρελή μα καθαρό, που είχε ένα τρύπιο παλιό ταγάρι και κοίταζε πώς να το κρατήσει να μη χυθούν οι σπόροι το στάρι που είχε μέσα. Ο μάστορας είπε στον άλλον πως ήθελε μπάλωμα ή πέταμα το ταγάρι, μα κείνος αποκρίθηκε πως δεν ήξερε να μπαλώνει και δεν είχε ν’ αγοράσει καινούριο. Όλο το καλοκαίρι δούλευε σε ξένα χωράφια, που δεν είχε δικό του, και τώρα γύρναγε στα παιδιά του και στη γυναίκα του μ’ όσο κέρδος είχε κάνει. Άκουσε ο μάστορας που είχανε τον ίδιο πόνο οι δυο τους, κι έπιασε το δικό του το ταγάρι που ήταν καινούριο και το έδωσε στον άλλο και πήρε το κουρελιασμένο.

Ο άλλος φτωχός κοκκίνισε που δεν είχε τίποτα να δώσει κι έβγαλε μια χούφτα στάρι. Τι να κάνει ο μάστορας, την πήρε με βαριά καρδιά αλλά αναγκαστικά, γιατί ο άλλος δεν ήταν διακονιάρης. Κι αφού δώσανε τα χέρια και χωρίσανε, κάθισε κάτω από ένα δέντρο ο μάστορας να μπαλώσει το παλιοτάγαρο. Κι ο μυλωνάς που είχε βαρεθεί να περιμένει και γύριζε πίσω στο χωριό του, τον βρήκε εκεί. Ο μυλωνάς ήτανε ντυμένος ληστής και δεν τον γνώρισε ο μάστορας. Και για να μη φανερωθεί πως ήξερε για τα παραπανίσια δυο, ο ψευτοληστής πήρε και τα εφτά περατινά σακιά. Αλλά το ταγάρι το άφησε, γιατί το είδε κουρελιάρικο κι είπε πως δε θα ‘τανε τίποτις μέσα καλό.

Τι να κάμει ο μάστορας, γύρισε σπίτι του με αδειανά τα χέρια, να πεθάνουν τουλάχιστον όλοι μαζί από την πείνα, κι αυτός κι η γυναίκα του και τα παιδιά του. Κι έφτασε νύχτα και χώθηκε στο κρεβάτι αμίλητος, που δεν ήξερε πώς να πάει τα μαύρα μαντάτα και δεν ήθελε να ξυπνήσει κανέναν. Μα ύπνος δεν τον έπαιρνε. Και σηκώθηκε και πήγε στο κελάρι, εκεί που είχε αφήσει το παλιοτάγαρο. Και τι να δει; Η χούφτα το σιτάρι του φτωχού είχε αυγατίσει κι είχε γίνει σαράντα σακιά αλεύρι, τα φιλέματα της γριάς είχαν γίνει κιούπια με λάδι και τυρί, το ένα φλουρί της νύφης είχε γεμίσει κασέλες. Με τόσο βιος, έβγαλε τα παιδιά του και τα ‘κανε μαστόρους καλύτερους κι από τον εαυτό του και ποτέ δεν τσιγκουνεύτηκε άμα έβλεπε άνθρωπο φτωχό σαν που ήταν παλιά.

Κι ο μυλωνάς γύρισε πίσω κι έδωσε τα δυο παραπανίσια σακιά στην κυρά του, που ξεκίνησαν τη φασαρία, και τα άλλα τα πήγε για την αποθήκη. Η γυναίκα του άνοιξε το ένα σακί για να βάλει να ζυμώσει, μ’ αντί για αλεύρι βρήκε φίδια που βγήκανε και τη φάγανε. Κι όσο να φτάσει ο μυλωνάς στην αποθήκη, έπιασε μια νεροποντή που δεν είχε ξαναδεί τέτοια η Πλάση. Κι ένας κεραυνός έπεσε και χάλασε το μύλο του κι άλλος ένας την αποθήκη. Κι έμεινε δίχως κυρά και δίχως μύλο και δίχως βιος, να πορευτεί με τα πέντε περατινά σακιά.

Αναμονή, Φάση Β'

Τη Δευτέρα έλαβα, υπέγραψα και ταχυδρόμησα το προσύμφωνο(*). Αυτό σημαίνει πως ο εκδότης έχει όντως λάβει το χειρόγραφό μου και τώρα θα μεσολαβήσουν μήνες χωρίς νεότερα, ώσπου να λάβω τη θετική ή αρνητική απάντηση. Συνεπώς, τέρμα τα posts σχετικά με την εκδοτική διαδικασία. Από 'δω και μπρος, μόνο σχετικά με το βιβλίο και τον κόσμο του.

Λίγο αργότερα, σήμερα, θα ακολουθήσει το πρώτο.

(*): για όσους δε γνωρίζουν, το "προσύμφωνο" είναι μια βεβαίωση που ζητά κάθε εκδότης πριν εξετάσει ένα χειρόγγραφο - ότι το χειρόγραφο αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του ανθρώπου που το έστειλε, καθώς και ότι δε θα αποσταλεί και σε άλλο εκδότη για μερικούς μήνες (6 στην περίπτωσή μου), απαραίτητο χρονικό περιθώριο για να βρεθεί κάποιος διαθέσιμος υπεύθυνος να το αξιολογήσει.

[Γράφω παντού "ο εκδότης", αντί να κατονομάσω, γιατί μέχρι να λάβω οριστική απάντηση, ακόμη δεν το θεωρώ θεμιτό να γράφω το όνομά μου και τον τίτλο του πονήματός μου δίπλα στο όνομα μιας επιχείρησης η οποία ίσως να μην επιθυμεί κάτι τέτοιο.]

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Η Βασιλεία Αιγλωέων - 2

Η Βασιλεία Αιγλωέων αποτελείται από δυο χερσονήσους, την Αιγλώη στα δυτικά και την Οικεία Ανατολή προς τα... ε... ανατολικά. Τα τοπωνύμια υπονοούν ότι οι Αιγλωείς είναι γηγενείς μόνο στην πρώτη. Πράγματι, η δεύτερη αποικίστηκε από τους προγόνους τους. Αυτό συνέβη πάνω από 2000 χρόνια πριν, ώστε η μνήμη του γεγονότος έχει χαθεί και μόνο κάποιος πολύ μορφωμένος το έχει καν υπόψη του. Οι "Γιοι της Στάχτης" δεν είναι το είδος του βιβλίου στο οποίο παρουσιάζονται αυτοκρατορίες με διάρκεια 12.000 χρόνων δίχως τεχνολογική ή κοινωνική πρόοδο. Ο αποικισμός για τον οποίο μιλώ συνέβη σε μια πρώιμη "εποχή του χαλκού", όταν η ανθρωπότητα ήταν αραιότερη και πιο πρωτόγονη, η Ιστορία της διασώθηκε μόνο σε μύθους. Αν περιμένατε να ακούσετε για ερείπια κάποιας προανθρώπινης φυλής στην Οικεία Ανατολή, θα σας απογοητεύσω. Πριν τους Αιγλωείς, δεν υπήρχε τίποτε το άξιο αναφοράς σ' αυτά τα εδάφη.

Και μιας και ανέφερα τις προανθρώπινες/εξωανθρώπινες "φυλές", στο έργο μου δεν υπάρχουν καθόλου. Ούτε ξωτικά, ούτε νάνοι, ούτε πιο πρωτότυπες δημιουργίες της φαντασίας. Έχω ήδη αναφερθεί σε δράκους και στοιχειά, αλλά προτίμησα να αποφύγω κράτη στα οποία ζουν όντα γενικά ανθρωποειδή τα οποία - κατά κάποιο ακαθόριστο τρόπο, όχι υπερβατικό - δεν είναι άνθρωποι. Πέρα από το ότι δεν έβρισκα στην ελληνική παράδοση κάτι αντίστοιχο για να δω πως να το παρουσιάσω, υπάρχουν πολλοί λόγοι ακόμη. Κυριότερος, οι σχέσεις μεταξύ των "μη ανθρώπων" και των "ανθρώπων" στη φανταστική λογοτεχνία, από την εποχή του Τόλκιεν ακόμη (ο οποίος έκανε δημοφιλείς τους "μη ανθρώπους"), είναι συνήθως ασαφείς και δεν πείθουν. Πιστεύω ότι η ρεαλιστική παρουσίασή τους θα απαιτούσε τόση έκταση στο κείμενο ώστε θα αποτελούσε κύριο άξονα της πλοκής. Τέλος πάντων, αν το αναλύσω πλήρως, θα χρειαστεί παραπάνω από μια δημοσίευση σε blog.

Για να επιστρέψουμε στους Αιγλωείς, είναι άνθρωποι "μεσογειακού" τύπου. Μικρόσωμοι κατά μέσο όρο, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σε εμφάνιση, αντίθετα απ' ότι οι περισσότεροι άλλοι κάτοικοι της Πλάσης. Ξανθά, καστανά, μαύρα μαλλιά, μάτια κάθε χρώματος, δέρμα από χλωμό ως μελαχροινό, όλα αυτά υπάρχουν στους Αιγλωείς χωρίς να υπονοούν ξενική καταγωγή. Όντας πολιτισμένοι, οι πράξεις τους αποκλίνουν αρκετά από τις αρχές οι οποίες δήθεν διέπουν τη ζωή τους, είτε αυτές είναι κοινωνικές συμβάσεις, είτε θρησκευτικές. Όμως είναι καλοσυνάτοι άνθρωποι κατά βάθος, ειδικά όσο κανείς κατεβαίνει χαμηλότερα στην κοινωνική κλίμακα. Δεν αγαπούν τον πόλεμο, δεν παρακολουθούν με αδιαφορία όταν κάποιος πιο αδύναμος υποφέρει. Από την άλλη, η Βασιλεία Αιγλωέων δεν είναι κάποιος εξιδανικευμένος παράδεισος. Η κοινωνία των Αιγλωέων δεν έχει λιγότερους διεφθαρμένους από τη δική μας, δεν προσπαθεί πιο φιλότιμα από τη δική μας να βελτιωθεί.

Ένα καλό δείγμα για την ιδιοσυγκρασία των Αιγλωέων (απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο):

Για όσους μιλούσαν αιγλωικά, ‘Έθνη της Ρομφαίας’ ήταν οι λαοί οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως κύριο όπλο το σπαθί, πράγμα που υπονοούσε αταξία στη μάχη, κυριαρχία της ατομικής πρωτοβουλίας. Και του μύθου περί ανδρείας τον οποίο διατηρεί κάθε φυλή βαρβάρων για τον εαυτό της, αυτόν που την κάνει να νιώθει ανώτερη από κάθε άλλο λαό, προορισμένη από τους θεούς να υποδουλώνει και να λεηλατεί τους αδύναμους. Η ωμή αλήθεια ήταν πως αυτήν την ανδρεία την επεδείκνυαν οι βάρβαροι σκλαβώνοντας αμάχους, δολοφονώντας χωρικούς που υπερασπίζονταν με δικράνια το βιος τους και εξοντώνοντας μονοψήφιους αριθμούς στρατιωτών σε ενέδρες.

Τα πολιτισμένα και ημιπολιτισμένα έθνη προτιμούσαν το στρατιώτη από τον πολεμιστή. Στο σκεπτικό τους, η μάχη συνδεόταν με τις αλλεπάλληλες σειρές λογχοφόρων οι οποίοι, αν και λιγότερο σκληραγωγημένοι από τους βάρβαρους, έσπαγαν στο τέλος σαν κυματοθραύστης την ορμή των επιδρομέων και αποδείκνυαν την ανωτερότητα της σύμπνοιας απέναντι στη θρασυδειλία. Όχι ότι οι στρατιώτες δεν κουβαλούσαν και ξίφη στη ζώνη τους, μα τα προόριζαν για τις στιγμές που η παράταξη διαρρηγνυόταν κι ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσουν τα δόρατά τους. Δηλαδή, για τους πολιτισμένους τα σπαθιά ήταν όπλα απελπισίας κι όχι αξίας.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Περί Μαγείας - 1

Στο φάνταζυ, είναι δεδομένη η ύπαρξη του υπερφυσικού. Κι εν μέρει, ένα έργο του είδους κατηγοριοποιείται (π.χ. σε dark fantasy ή σε high fantasy) από τη χροιά και την έκταση/ένταση που δινει στο υπερφυσικό.

Εγώ επέλεξα ν' αποφύγω την πεπατημένη και την εύκολη (μάλλον μη ελληνική) λύση της μαγείας. Δε θα βρείτε μάγους οι οποίοι να κάνουν ξόρκια με την απλή χρήση επωδών και χειρονομιών, στους "Γιους της Στάχτης". Για την ακρίβεια, απέφυγα κατά το δυνατόν τις λέξεις "μάγος", "μαγεία", "μαγικό".

Οι κάτοικοι της Πλάσης, όπως την έχω στο μυαλό μου, μοιάζουν σε σκεπτικό μ' αυτούς του δικού μας ως και πριν τα μέσα του 20ου αιώνα. Όλοι ξέρουν ότι στον γκρεμισμένο μύλο έξω από το χωριό βγαίνει κάθε πανσέληνο ένα στοιχειό, ότι δεν πρέπει να πάνε στη λίμνη τη νύχτα γιατί θα δουν τις νεράιδες να χορεύουν και θα τρελαθούν, ότι πέρα μακριά στην ανατολή ζουν δράκοι. Αλλά σπανίως θα βρεθεί κάποιος που να τα έχει δει ο ίδιος όλ' αυτά τα θαυμαστά.

Στην Πλάση, αντίθετα από το δικό μας κόσμο, τέτοιοι μύθοι είναι όντως αληθινοί (όχι πάντα ακριβείς, όμως). Αν ο άνθρωπος έλθει σε επαφή μαζί τους, η ζωή του αλλάζει σημαντικά και οριστικά. Μπορεί ο φθονερός γείτονας να τον καταραστεί, μπορεί κάποιος πλούσιος να κλέψει την καρδιά της όμορφης αραββωνιαστικιάς τους γητεύοντάς τη. Αλλά για τους περισσότερους, οι περισσότερες μέρες είναι γεμάτες με πιο επείγοντα πράγματα, όπως η δουλειά τους κι η οικογένειά τους. Η ύπαρξη του υπερφυσικού δεν επηρεάζει την καθημερινότητά τους - πέρα από το να τους αναγκάζει, ας πούμε, τις νύχτες να περνούν καλού-κακού γύρω από το κοιμητήριο κι όχι μέσα απ' αυτό.

Κάποιοι από τους ήρωες του βιβλίου αποτελούν εξαίρεση στα παραπάνω (αλλιώς, τι φάνταζυ θα ήταν; Και τι ενδιαφέρον θα παρουσίαζε ως ανάγνωσμα;) Αυτό, όμως, δεν αλλάζει τη φύση της Πλάσης.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Η Βασιλεία Αιγλωέων

Οι Αιγλωείς, το έθνος στο οποίο ανήκουν οι περισσότεροι χαρακτήρες στους "Γιους της Στάχτης", αποκαλούν "Πλάση" τον κόσμο στον οποίο ζουν.

Η χώρα τους λέγεται "Βασιλεία Αιγλωέων". Σ' αυτή διαδραματίζονται σχεδόν όλα τα γεγονότα του πρώτου βιβλίου. Ο παρακάτω χάρτης απεικονίζει τη γεωγραφία της (δια χειρός του φίλου μου του Ozzo - κάντε κλικ πάνω στην εικόνα για να τη δείτε σε πλήρες μέγεθος):



Όχι κι άσχημα, αν υπολογίσει κανείς ότι είναι η "πρόχειρη" έκδοση που φτιάχτηκε λίγο βιαστικά για να προλάβω να στείλω το χειρόγραφο σε εκδότη. Λείπουν λεπτομέρειες όπως το υπόμνημα, αλλά μη μου πείτε ότι δεν είναι για χάζεμα. Πιάνει το χέρι του Ozzo, έτσι;

Κατά τα άλλα, θα προσέξατε μια ομοιότητα ανάμεσα στη Βασιλεία Αιγλωέων και σε περιοχές του πραγματικού κόσμου. Σε καμία περίπτωση οι "Γιοι της Στάχτης" δεν έχουν να κάνουν με (παραλλαγμένα) ιστορικά γεγονότα. Δεν πρόκειται για βιβλία στα οποία θα δείτε π.χ. την Κωνσταντινούπολη να πολιορκείται από ένα λαό όμοιο με τους Τούρκους (ανεξάρτητα τι όνομα θα του είχα δώσει) και στο τέλος να γλιτώνει - ούτε και να αλώνεται, βέβαια. Το "Κοράκι σε άλικο φόντο" δεν είναι ιστορικό ή ψευδοϊστορικό μυθιστόρημα.

Η πλοκή των "Γιων της Στάχτης" είναι εντελώς φανταστική. Ούτε πιθανή, ούτε "εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα".

Επίσης, η ομοιότητα ανάμεσα στις κοινωνικές και άλλες δομές της Βασιλείας Αιγλωέων και σ' εκείνες του παρελθόντος μας, έχει σα μοναδικό στόχο να παραχθεί φάνταζυ το οποίο να αξιοποιεί τη δική μας παράδοση κι όχι εκείνη της δυτικής Ευρώπης που χρησιμοποιείται συνήθως στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος.

Είχα πει παλιότερα σε μια λίστα συζήτησης Ελλήνων συγγραφέων του φανταστικού: "Γιατί να είναι ιππότης ο ήρωάς μας κι όχι ακρίτας, γιατί να φορά τουνίκα κι όχι σωκάρδι, γιατί να πολεμά με 'δίχειρη σπάθα' κι όχι με απελατίκι;"

Κι αυτό προσπάθησα να υλοποιήσω. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

Το ταχυδρόμησα

Έφυγε, λοιπόν, από τα χέρια μου. Έδεσα τις εκτυπώσεις μαζί με το χάρτη κι ένα εξώφυλλο, τα έβαλα όλα μαζί σ' ένα φάκελο και τον έστειλα σε εκδότη. Ποιον ακριβώς, δεν έχει σημασία. Αν δε θελήσουν οι ίδιοι οι εκδότες να συνδέσουν την επωνυμία τους με το πόνημά μου, θα είναι υπερβολικό εκ μέρους μου να τους εκθέτω αναφέροντάς τους.

Και μιας και μιλάμε για επωνυμία, ο τίτλος του πρώτου βιβλίου είναι "Κοράκι σε άλικο φόντο".

ΟΚ. Άλλος το βρήκε κουλτουριάρικο. Άλλος είπε "Ο τίτλος μου φέρνει σε εμπορικό περισσότερο, παρά σε κουλτούρα και μάλιστα με πηγαίνει σε μυθιστόρημα γραμμένο από γυναίκα για γυναίκες που προορίζεται να γίνει best seller!"

Στην πραγματικότητα, είναι μια σύντομη περιγραφή του λάβαρου των "κακών" της ιστορίας, το οποίο μέσα στο κείμενο περιγράφεται ως εξής:

"... στηριγμένο σε ραβδί από έβενο, ανέμιζε ένα λάβαρο σκουροκόκκινο σαν χρησιμοποιημένος επίδεσμος, στο οποίο δέσποζε ένα μελανό κοράκι."

Η ιδέα που έχω είναι να τιτλοδοτώ κάθε ένα από τα μυθιστορήματα των "Γιων της Στάχτης" με βάση το λάβαρο των αντιπάλων που περιγράφει. Τα λάβαρα ως αντικείμενα παίζουν αρκετά σημαντικό ρόλο στην πλοκή.

Αν θα κρατήσω τελικά αυτό το ονοματολογικό μοτίβο, θα κριθεί από τον εκδότη. Σε ό,τι άλλο, ίσως μπορώ να επιμείνω, αλλά τίτλο θα αποφασίσει ο εκδότης ποιον θεωρεί καταλληλότερο/εμπορικότερο! Έτσι μου έχουν πει ότι γίνεται. Και, σίγουρα, οι εκδότες έχουν μεγαλύτερη εμπειρία σ' αυτά τα θέματα.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

Καλώς ήρθατε

Δημιουργώ σήμερα αυτό το ιστολόγιο για την υποστήριξη της σειράς φανταστικής λογοτεχνίας (φάνταζυ, συγκεκριμένα) "Οι Γιοι της Στάχτης", την οποία γράφω και φιλοδοξώ να εκδόσω.

Προς το παρόν, δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν. Μόλις ολοκλήρωσα τις διορθώσεις στο πρώτο βιβλίο και ετοιμάζομαι να το ταχυδρομήσω σε εκδότη.

Σιγά-σιγά, μια φορά την εβδομάδα ίσως, λέω ν' αρχίσω να μοιράζομαι λεπτομέρειες για τον κόσμο που έχω πλάσει στο μυαλό μου και στο χαρτί. Κι επίσης να μοιράζομαι την αγωνία μου για το αν θα γίνει δεκτό προς έκδοση το βιβλίο, αν θα πάει καλά (σε περίπτωση που φανώ τυχερός κι όντως εκδοθεί) κτλ.

Πολλές ιδέες έχω και πολλή όρεξη, όπως όλοι όταν στήνουν ένα ιστολόγιο. Αν όντως θα τις υλοποιήσω, αν θα συνεχίσω να έχω όρεξη να προσθέτω σ' αυτά που μόλις διαβάσατε;

Θα δείξει.